Από την έντυπη έκδοση
Του Μωυσή Λίτση
[email protected]
Θυμάστε το Αφγανιστάν; Την αμερικανική εισβολή του 2001 σε απάντηση των επιθέσεων της Αλ Κάιντα στους δίδυμους πύργους στη Νέα Υόρκη; Εκείνη η επίθεση έδωσε το πρόσχημα για την επέμβαση στο Αφγανιστάν και λίγο αργότερα στο Ιράκ.
Η επίθεση παρουσιάστηκε μάλιστα όχι μόνο ως επιχείρηση για την εξόντωση του Μπιν Λάντεν αλλά και για την ανατροπή των Ταλιμπάν, που είχαν επιβάλει καθεστώς τρόμου με την καθιέρωση του ισλαμικού νόμου. Παρουσιάστηκε ως εισβολή για την «απελευθέρωση» και την αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με ρεπορτάζ να πλημμυρίζουν για την όντως απεχθή θέση των γυναικών στη χώρα, που ήταν υποχρεωμένες να φορούν την κατάπτυστη μπούργκα.
Στη χθεσινή διεθνή ειδησεογραφία διαβάζουμε πως από τις 5 Αυγούστου έξι κράτη-μέλη της Ε.Ε., μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, έχουν στείλει επιστολή προς την Κομισιόν, με την οποία ζητούν να μη σταματήσουν οι απελάσεις αιτούντων άσυλο από το Αφγανιστάν, την ώρα που οι Ταλιμπάν έχουν αποκτήσει τον έλεγχο του 65% της χώρας και απειλούν να καταλάβουν την πρωτεύουσα Καμπούλ. Με δυο λόγια, τα κροκοδείλια δάκρυα που είχαν χυθεί για τη δυστυχία του αφγανικού λαού την εποχή που κυβερνούσαν οι Ταλιμπάν έχουν ξεχαστεί, καθώς έξι κράτη-μέλη θεωρούν το Αφγανιστάν «ασφαλή χώρα». Η Ε.Ε. φοβάται μια μεταναστευτική κρίση σαν αυτήν του 2015, καθώς το Αφγανιστάν βυθίζεται στο χάος και 400.000 άνθρωποι έχουν ήδη εκτοπιστεί λόγω του εμφυλίου ανάμεσα στους Ταλιμπάν και τις κυβερνητικές δυνάμεις.
Οι Ταλιμπάν όπως και η Αλ Κάιντα άλλωστε δεν ήταν παρά ο «Φρανκεστάιν» που δημιούργησαν και εξόπλισαν οι ΗΠΑ στον πόλεμο κατά των σοβιετικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του ‘80.
Είκοσι χρόνια μετά οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους εγκαταλείπουν τη χώρα, στο πλαίσιο της μετατόπισης της στρατηγικής ανατολικότερα. Η αμερικανική αποχώρηση από το Αφγανιστάν δεν γίνεται τόσο προκειμένου να δοθεί τέλος στον μεγαλύτερο σε διάρκεια πόλεμο των ΗΠΑ, όπως έχει δηλώσει ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, αλλά προκειμένου να διατεθούν πόροι για την αντιμετώπιση της μεγαλύτερης, κατά την Ουάσιγκτον, απειλής, που είναι η εντεινόμενη στρατιωτική και τεχνολογική ισχύς της Κίνας.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν ήταν παρά άλλοθι για να δικαιολογηθούν στη διεθνή κοινή γνώμη οι νέου τύπου στρατιωτικές επεμβάσεις, που φυσικά όχι μόνο δεν έλυσαν το πρόβλημα, αλλά άνοιξαν τον δρόμο για την επιστροφή των Ταλιμπάν.