Δεκαπέντε άνθρωποι, ανάμεσά τους ένας δημοσιογράφος και μια ακτιβίστρια της αντιπολίτευσης, δολοφονήθηκαν τη νύχτα της Τρίτης προς Τετάρτη στην πρωτεύουσα της Αϊτής, ανακοίνωσε ο επικεφαλής της αστυνομίας, υποστηρίζοντας πως οι φόνοι διαπράχθηκαν σε αντίποινα από συμπαθούντες συνδικαλιστή της αστυνομίας που είχε σκοτωθεί μερικές ώρες νωρίτερα.
Φωτογραφίες των πτωμάτων του δημοσιογράφου Ντιέγκο Σαρλ, πεσμένου στο έδαφος, και της Αντουανέτ Ντικλέρ, φεμινίστριας και μέλους κόμματος της αντιπολίτευσης, στο τιμόνι του αυτοκινήτου της, μεταφορτώθηκαν σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης από αϊτινούς χρήστες τις πρώτες πρωινές ώρες. Αυτά τα δύο θύματα ήταν ηλικίας 33 ετών.
«Σε αντίποινα για τη δολοφονία του Γκερμπί Ζιφράρ (του αστυνομικού που σκοτώθηκε), σύμμαχοί του οργάνωσαν επίθεση που είχε αποτέλεσμα τον θάνατο 15 ειρηνικών πολιτών. Ανάμεσά τους ήταν ο δημοσιογράφος Ντιέγκο Σαρλ του ραδιοφώνου Vision 2000 και η Αντουανέτ Ντικλέρ», είπε ο επικεφαλής της αϊτινής αστυνομίας, ο Λεόν Σαρλ, χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες ούτε να αποκαλύψει ποια στοιχεία τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό αυτόν.
Ο Γκερμπί Ζιφράρ ήταν εκπρόσωπος της συνδικαλιστικής ένωσης αστυνομικών SPNH-17, που βρίσκεται σε ανοικτή σύγκρουση με την ηγεσία της αστυνομίας.
Ο γενικός διευθυντής της αστυνομίας της Αϊτής είπε ακόμη ότι διενεργείται έρευνα «για να βρεθούν όλοι οι αυτουργοί και οι συναυτουργοί των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν».
Οι δηλώσεις που έκανε ο Λεόν Σαρλ προκάλεσαν αντιδράσεις από δημοσιογράφους και μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες αμφισβήτησαν ανοικτά το κατά πόσο ευσταθούν.
«Το να βγαίνει με τέτοια ευκολία και να λέει ‘ξέρουμε ότι η διπλή δολοφονία του Ντιέγκο Σαρλ και της Αντουανέτ Ντικλέρ έγινε από το τάδε συνδικάτο’ θεωρούμε πως είναι κάτι που έγινε με υπερβολική βιασύνη και, πάνω απ’ όλα, με υπερβολική ελαφρότητα», τόνισε η Μαρί-Ροζί Ογκίστ Ντουσενά του Εθνικού Δικτύου Υπεράσπισης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ο Μαξνόλντ Γκιγιόμ, αδελφός της δημοφιλούς αϊτινής τραγουδίστριας Ρουτσέλ Γκιγιόμ, είναι επίσης ανάμεσα στα δεκαπέντε θύματα, γνωστοποίησε η τελευταία σε αναρτήσεις της στην κρεολική γλώσσα στους λογαριασμούς της σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης.
Η σφαγή διαπράχθηκε ενώ η δράση συμμοριών στην Αϊτή έχει μετατραπεί σε μάστιγα από την αρχή της χρονιάς. Στις αρχές Ιουνίου, συγκρούσεις μεταξύ ένοπλων ομάδων στο δυτικό τμήμα της πρωτεύουσας της φτωχότερης χώρας του δυτικού ημισφαιρίου ανάγκασαν χιλιάδες κατοίκους υποβαθμισμένων συνοικιών να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.
«Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση άρνησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκχυδαϊσμού της ζωής (…). Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι, να μετράμε πτώματα κάθε μέρα», έκρινε η κυρία Ντουσενά.
Η πρεσβεία των ΗΠΑ εξέφρασε την ανησυχία της μετά το μακελειό. «Οι ΗΠΑ ανησυχούν βαθιά για τις απώλειες ζωών και τη γενική ανασφάλεια εξαιτίας της βίας των συμμοριών», ανέφερε μέσω Twitter. «Η βία, η διαφθορά και η ατιμωρησία εμποδίζουν την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων της Αϊτής και την προσδοκία του αϊτινού λαού να αποκτήσει μια καλύτερη ζωή εδώ και πάρα πολύ καιρό».
Από τη δική τους πλευρά, μετά τη δολοφονία του συναδέλφου τους, επαγγελματίες των μέσων ενημέρωσης στην Αϊτή δεν φάνηκαν να τρέφουν και πολλές ψευδαισθήσεις.
Όπως πάντα «οι δικαστικές αρχές θα ανακοινώσουν πως διενεργούν έρευνες – που δεν θα έχουν κανένα αποτέλεσμα. Έχουμε συνηθίσει», ήταν η αντίδραση του Ζακ Ντεροζιέ, του γενικού γραμματέα της ένωσης των αϊτινών δημοσιογράφων.
Η εμβληματική υπόθεση της δολοφονίας τον Απρίλιο του 2000 του πιο γνωστού αϊτινού δημοσιογράφου την εποχή, του Ζαν Ντομινίκ, έμεινε και παραμένει ως και σήμερα αδιαλεύκαντη.
«Δεν υπήρξε δικαιοσύνη για τον Ζαν Ντομινίκ, όπως δεν θα υπάρξει δικαιοσύνη ούτε για τον Ντιέγκο», προεξόφλησε ο Ασάντ Βολσί, επικεφαλής του Gazette Haïti, ειδησεογραφικού ιστότοπου με τον οποίο ο εκλιπών συνεργαζόταν για δύο χρόνια.
Ο φωτοειδησεογράφος Βλαντιμίρ Λεγκανέρ δεν επέστρεψε ποτέ από το ρεπορτάζ που πήγε να κάνει τον Μάρτιο του 2018 στη συνοικία Μαρτισάν, σήμερα θέατρο των εχθροπραξιών μεταξύ συμμοριών. Η αστυνομία δεν έχει ακόμη δημοσιοποιήσει τα ευρήματα των εξετάσεων του γενετικού υλικού που συνέλεξε από ανθρώπινα υπολείμματα μετά την εξαφάνισή του.
Οι έρευνες για τις δολοφονίες άλλων δύο αϊτινών δημοσιογράφων, που διαπράχθηκαν τον Ιούνιο και τον Οκτώβριο του 2019, παραμένουν άκαρπες ως σήμερα.
Πηγές: ΑΠΕ-ΜΠΕ, AFP, Reuters