Skip to main content

Ελληνίδα δημοσιογράφος από Λίβανο: Τι φοβάται ο λαός μετά την έκρηξη

Μετά τις οργισμένες διαδηλώσεις και τα γεγονότα που ακολούθησαν από την μοιραία 4η Αυγούστου 2020, όταν σημειώθηκε η φονική έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού, ήταν κάτι παραπάνω από αναμενόμενη η παραίτηση του Χασάν Ντιάμπ.

«Έγκλημα της ενδημικής διαφθοράς που ξεπερνά το ίδιο το κράτος» την χαρακτήρισε ο απελθών πρωθυπουργός του Λιβάνου, στο διάγγελμα με το οποίο ανακοίνωσε ότι παραιτείται -αφού είχε προηγηθεί η παραίτηση των υπουργών Περιβάλλοντος, Νταμιανός Καττάρ, Πληροφοριών, Μανάλ Αμπντέλ Σαμάντ και Δικαιοσύνης, Μαρί Κλωντ Ναζμ, αλλά και ορισμένων βουλευτών- τονίζοντας ότι αποφάσισε «από δω και πέρα να πολεμήσει δίπλα στο λαό».

Τουλάχιστον 135 οι νεκροί, τους 5.000 ξεπερνούν οι τραυματίες και οι ζημιές ανέρχονται ήδη σε 10 με 15 δισεκατομμύρια δολάρια.

Έχει περάσει μία εβδομάδα από τότε που οι κάτοικοι της πολύπαθης χώρας είδαν τη ζωή τους να σωριάζεται στα συντρίμμια μαζί με τα όνειρα και τις ελπίδες τους. Κι όμως, δεν σκύβουν το κεφάλι και προσπαθούν με νύχια και με δόντια να φτιάξουν τα πάντα από την αρχή.

Μία Ελληνίδα δημοσιογράφος, η Λαμπρινή Θωμά, περπατάει ανάμεσα στα χαλάσματα, αφουγκράζεται τον παλμό της Βηρυτού και καταγράφει για το Thepressproject, εικόνες που δεν σβήνουν ποτέ. Κάπου εκεί, ενδιάμεσα, ξεκλέβει λίγο χρόνο από το ρεπορτάζ και μιλάει στο naftemporiki.gr για όλα όσα αντικρίζει από τη στιγμή που το αεροπλάνο προσγειώθηκε στη γη του Λιβάνου…

Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά

Παρά την παραίτηση του απελθόντος πρωθυπουργού του Λιβάνου, Χασάν Ντιάμπ, η οργή του λαού δεν λέει να κατευνάσει. Ποια είναι η αίσθησή σας για ό,τι πρόκειται να συμβεί από εδώ και στο εξής;

Είμαστε σε πολύ δύσκολο σημείο, και η αίσθησή μου είναι πως, τα χειρότερα, δυστυχώς, έρχονται. Η οργή του λαού, η άθλια οικονομική κατάσταση, η φτώχεια που καλπάζει, τα πολιτικά συμφέροντα, τα συμφέροντα του διεθνούς παράγοντα και η ιδιαιτερότητα της περιοχής της Μέσης Ανατολής, σε όλο αυτό το νέο τοπίο που δημιουργείται, δεν προμηνύουν τίποτε καλό. Η Ανατολική Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή ξαναγυρνάνε με τον ίδιο τραγικό τρόπο στην Ιστορία…

Υπάρχουν περιστατικά που αποτυπώθηκαν στη μνήμη σας έντονα κατά τη διάρκεια της δημοσιογραφικής αποστολής. Τι από όλα αυτά δεν πρόκειται να ξεθωριάσει ποτέ;

Μπορεί να φανεί περίεργο, καθώς εκατοντάδες άνθρωποι, κυρίως νέα παιδιά, βγαίνουν στους δρόμους κάθε μέρα να βοηθήσουν, να καθαρίσουν την πόλη από τα συντρίμμια, όμως η πιο φωτεινή στιγμή για μένα, μέσα σε όλο αυτό το σκοτάδι, ήταν η συνάντηση με τον κύριο Ρέμι. Είναι ιδιοκτήτης εστιατορίου, το μαγαζί του δεν έπαθε τίποτε, μπορεί να ανοίξει, όμως δεν το ανοίγει. Προτιμάει να φορτώνει ένα φορτηγό νερά και σάντουιτς και ένα με ηχεία και να πηγαίνει στην καρδιά της καταστροφής -στα σημεία που επιτρέπεται η πρόσβαση- για να προσφέρει σε όσους εργάζονται εθελοντικά για να καθαρίσουν την πόλη όχι μόνο τροφή, όχι μόνο νερό, αλλά και μουσική, παίζοντας από τα ηχεία διαρκώς τον ανεπίσημο ύμνο της πόλης, το Li Beirut της Φαϊρούζ. Ξέρω πως δε θα ξεχάσω ποτέ το όνομά του και τη μορφή του. Μέσα μου θα εκπροσωπεί πάντα την δύναμη και αυτοθυσία αυτού του λαού. 

Συζητάτε με αρκετούς ντόπιους, που προσπαθούν να χτίσουν από την αρχή, την πόλη και τη ζωή τους. Τι σας λένε; Ποια είναι η μεγαλύτερή τους ανησυχία;

Το αύριο. Η καταστροφή από την έκρηξη ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά προβλημάτων, από την τεράστια ανεργία -στο 50% στους νέους-, την φτώχεια, τα μπλακ άουτ, την έλλειψη αγαθών, μια εκρηκτική κατάσταση με την πανδημία, που θα γίνει χειρότερη λόγω των συνθηκών τώρα στους δρόμους και του συγχρωτισμού τόσων ανθρώπων… Το αύριο είναι η μεγαλύτερη ανησυχία, και, για τους μεγαλύτερους, η πιθανότητα ενός ακόμη εμφυλίου.

Μια χώρα που μαστίζεται από τη χρόνια φτώχεια, τον κορωνοϊό και τώρα ήρθε η χαριστική βολή με τη φονική έκρηξη. Κι όμως, οι πολίτες της ελπίζουν ακόμη. Από πού αντλούν τη δύναμη;

Ένας γέροντας μου είπε, την πρώτη κιόλας μέρα, «Ευτυχώς, κορίτσι μου, περάσαμε εμφύλιο και ξέρουμε τι να κάνουμε». Όλη η ιστορία του Λιβάνου αλλά και της παρούσας κατάστασης είναι σε αυτό το «Ευτυχώς»… Οι δυσκολίες, ο πόνος, η εμπειρία των πολέμων, έχει ατσαλώσει και ενώσει κοινωνικά με έναν υπόγειο τρόπο έναν λαό που ο σεχταρισμός είναι το μόνο βέβαιο πολιτικό του δεδομένο.

Πώς αντιδρά ο κόσμος στην ανθρωπιστική βοήθεια που καταφθάνει από όλο και περισσότερες χώρες;

Οι γεροντότεροι το συζητούν σε πηγαδάκια, σε καφενεία. Ελπίζουν σε βοήθεια, και όχι μόνο ανθρωπιστική, αυτό είναι βέβαιο, αλλά φοβούνται τα ανταλλάγματα που θα τους ζητήσουν. Οι πιο πολλοί θα σου πουν ότι ο Μακρόν έφερε τη βοήθεια για να κάνει πολιτική. Και αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα σε αυτό το μέρος της γης: ούτε την ανθρωπιστική βοήθεια δε μπορείς να δεις ως κάτι αθώο. Και, φυσικά, δε μιλάω για τους διασώστες, τους γιατρούς, τους ανθρώπους που έρχονται εδώ με αυταπάρνηση, αλλά για το πολιτικό προσωπικό της κάθε χώρας που στέλνει βοήθεια. 

Με λίγες λέξεις, πώς θα περιγράφατε αυτά που αντικρίσατε από τη στιγμή που προσγειωθήκατε στο Λίβανο;

Μόνο στο Λίβανο.