Μια νέα αμυντική πρωτοβουλία βρίσκεται σε εξέλιξη κατά μήκος των ανατολικών συνόρων του ΝΑΤΟ καθώς η στρατιωτική συμμαχία ενισχύει τις ικανότητες επιτήρησης και αποτροπής ως απάντηση στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Το project, που φέρει την ονομασία «τείχος από drone», φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως ένα συνεχές στρώμα μη επανδρωμένων εναέριων συστημάτων, από τη Νορβηγία μέχρι την Πολωνία, αξιοποιώντας τεχνολογία αιχμής για την άμυνα έναντι εισβολών και αντισυμβατικών τακτικών πολέμου.
Το τείχος, γνωστό και ως «drone nexus» στους κύκλους της αμυντικής βιομηχανίας, θα αποτελείται από εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, μη επανδρωμένα αεροσκάφη που θα επιτηρούν τα σύνορα και θα λειτουργούν ως ως ένα μόνιμο δίκτυο έγκαιρης ανίχνευσης, προειδοποίησης και αναγνώρισης κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα σε περιοχές που συνορεύουν με τη Ρωσία.
Τα ανατολικά κράτη μέλη του ΝΑΤΟ – η Φινλανδία, η Εσθονία και η Λετονία – μοιράζονται μακρά σύνορα με τη Ρωσία. Δυτικοί αξιωματούχοι φοβούνται ότι θα μπορούσαν να γίνουν το σημείο ανάφλεξης μιας μεγάλης αντιπαράθεσης με τη Μόσχα στο μέλλον.
Το προτεινόμενο δίκτυο drone δεν συνιστά μεταφορικό τείχος αλλά έναν κυριολεκτικό «τοίχο» από αναγνωριστικά drones που τροφοδοτούνται με AI, που υποστηρίζεται από ένα πλέγμα αισθητήρων, δορυφορικής επιτήρησης και κινητές πλατφόρμες που έχουν σχεδιαστεί για να ανιχνεύουν και να παρεμβαίνουν σε πιθανές απειλές.
Στροφή στην αυτονομία
Το τείχος αποτελεί μια προσπάθεια να ενισχυθεί η άμυνα της Ευρώπης, να επιβληθεί περιφερειακός έλεγχος και να αντιμετωπιστούν οι συγκρούσεις στη γκρίζα ζώνη που βλέπουμε να υιοθετεί η Ρωσία στην Ουκρανία και αλλού. Η πρωτοβουλία αντικατοπτρίζει επίσης μια προσπάθεια της ευρωπαϊκής άμυνας να διεκδικήσει την αυτοδυναμία της. Αυτή η στροφή έρχεται σε μια στιγμή που η δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στο ΝΑΤΟ φαίνεται αποδυναμωμένη μετά την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ο οποίος πιέζει τα ευρωπαϊκά μέλη να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες.
Οι κυβερνήσεις της Φινλανδίας, της Λιθουανίας, της Νορβηγίας και της Πολωνίας έχουν ασκήσει προηγουμένως πιέσεις για την «οικοδόμηση» τους τείχους με χρηματοδότηση της ΕΕ, αλλά αυτή η πρόταση απορρίφθηκε προσφάτως από τις Βρυξέλλες, ανοίγοντας την πόρτα σε μια προσέγγιση υπό της καθοδήγηση της Γερμανίας. Στο φιλόδοξο σχέδιο συμμετέχουν έξι κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ (Φινλανδία, Πολωνία, Λετονία, Λιθουανία και Εσθονία).
Οι ηγέτες των χωρών που συμμετέχουν το περιγράφουν τόσο ως στρατηγικό αποτρεπτικό παράγοντα όσο και ως απάντηση στην ταχέως εξελισσόμενη φύση του σύγχρονου πολέμου.
«Η τεχνολογία είναι έτοιμη»
Ο επερχόμενος καγκελάριος της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, έχει δώσει προτεραιότητα στον επανεξοπλισμό της χώρας του υπό το φως αυτού που αποκάλεσε «απειλή από τη Ρωσία», φέρνοντας σαρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα ανοίξουν τον δρόμο για σημαντικές αμυντικές δαπάνες. Σύμφωνα με την Telegraph, η κυβέρνηση του Μερτς αναμένεται να στηρίξει γερμανικές βιομηχανίες όπως η Quantum Systems, η οποία ήδη παράγει εκατοντάδες drones μηνιαίως.
«Με τον σωστό πολιτικό συντονισμό, ένα πρώτο επιχειρησιακό επίπεδο- χρησιμοποιώντας υπάρχουσα, αποδεδειγμένη τεχνολογία- θα μπορούσε να αναπτυχθεί εντός ενός έτους», δήλωσε ο Martin Karkour, επικεφαλής πωλήσεων στην Quantum Systems, κορυφαίο γερμανικό κατασκευαστή drone. «Η τεχνολογία είναι έτοιμη. Αυτό που χρειάζεται ακόμα είναι μια στρατηγική σε επίπεδο ΕΕ ή ΝΑΤΟ».
Ο Karkour τόνισε την ανάγκη για συστήματα ευρωπαϊκής παραγωγής τα οποιία μπορούν να διασφαλίσουν στρατηγική αυτονομία, ειδικά εν μέσω ανησυχιών για την αξιοπιστία των εγγυήσεων ασφαλείας των ΗΠΑ. «Τα συστήματα ευρωπαϊκής κατασκευής εξασφαλίζουν στρατηγική αυτονομία και διατηρούν τα ευαίσθητα δεδομένα υπό ευρωπαϊκό έλεγχο», είπε.
Η ιδέα για το project προέκυψε μέσω της Εσθονικής Ένωσης Αμυντικής Βιομηχανίας, η οποία συντονίζει τη συνεισφορά από τις εγχώριες εταιρείες τεχνολογίας. Μεταξύ αυτών είναι η DefSecIntel Solutions, η οποία διαθέτει το πολυεπίπεδο αμυντικό σύστημα drone, Erishield.
Η εσθονική εταιρεία Rantelon, μαζί με τις Marduk Technologies, Hevi Optronics και άλλες εταιρείες, συμβάλλει επίσης στην πρωτοβουλία, με κρατική χρηματοδότηση ύψους 12 εκατομμυρίων ευρώ που διατέθηκαν για τρία χρόνια για το έργο. Ο στόχος είναι να δημιουργηθεί σε πραγματικό χρόνο η επιχειρησιακή επίγνωση των συνόρων, συμπεριλαμβανομένων των δυνατοτήτων εντοπισμού παρεμβολών GPS και drones που χρησιμοποιούνται για λαθρεμπόριο ή υβριδικό πόλεμο.