Παύση των δασμών για όλους. Σχεδόν. Μία η ηχηρή εξαίρεση: Η Κίνα, για την οποία ο Ντόναλντ Τραμπ κρατά σταθερά μαστίγιο, την ώρα που δίνει στον υπόλοιπο κόσμο το καρότο.
Ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας έχει πλέον μετατραπεί σε έναν ανεξέλεγκτο σπειροειδή εφιάλτη δασμών, με την Ουάσινγκτον να επιβάλει δασμούς τριψήφιου επιπέδου σε κινεζικά προϊόντα και το Πεκίνο να απαντά ανεβάζοντας τους δικούς του δασμούς στις αμερικανικές εισαγωγές στο 84% από 34%.
Αν κάποτε υπήρχε ένα μονοπάτι για αποκλιμάκωση μέσω διαλόγου, σήμερα αυτό έχει χαθεί μέσα σε καπνούς στρατηγικής σύγκρουσης.
Για τον Ντόναλντ Τραμπ, αυτή η καμπάνια πίεσης δεν είναι απλώς ένα διαπραγματευτικό τέχνασμα. Είναι η στρατηγική η ίδια. Οι διαδοχικές αυξήσεις δασμών λειτουργούν αθροιστικά, στενεύοντας συνεχώς τον ελιγμό της Κίνας. Για τον Αμερικανό πρόεδρο, κάθε κλιμάκωση είναι απόδειξη ότι η πίεση αποδίδει, ότι το Πεκίνο υποχωρεί και η αμερικανική επιρροή επανεπιβεβαιώνεται. Οι δασμοί δεν είναι εργαλείο προσωρινό: είναι πυλώνας του οικονομικού του δόγματος, ένα όπλο για την επαναχάραξη του χάρτη του παγκόσμιου εμπορίου και την επιστροφή στη «βιομηχανική υπεροχή» των ΗΠΑ.
Η στρατηγική Τραμπ βασίζεται σε έναν συνδυασμό ωμής πίεσης και ρητορικής υπεροχής. Ενώ με εταίρους όπως η Ιαπωνία, το Μεξικό ή η Ευρώπη χρησιμοποιεί τους δασμούς ως μέσο διαπραγμάτευσης, στην περίπτωση της Κίνας επιδιώκει κάτι πολύ πιο ριζικό: την πλήρη υποταγή. Το Πεκίνο, στα μάτια του Τραμπ, είναι ο βασικός αρχιτέκτονας ενός άδικου διεθνούς εμπορικού συστήματος. Δεν θέλει συμβιβασμό. Θέλει ανατροπή.
Και όσο η Κίνα απαντά, τόσο ο Τραμπ ενισχύεται στην πεποίθησή του πως βρίσκεται στον σωστό δρόμο. Η πρόσφατη απόφαση του Πεκίνου να αυξήσει τους δασμούς στο 84% αντί να λειτουργήσει ως προειδοποίηση, ίσως λειτουργήσει ως καύσιμο για νέα αμερικανική κλιμάκωση. Αυτό το στρατηγικό αδιέξοδο επιδεινώνεται από τις εσωτερικές αδυναμίες του κινεζικού μηχανισμού λήψης αποφάσεων. Η υπερσυγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του Σι Τζινπίνγκ δημιουργεί παράλυση. Δεν υπάρχει ευελιξία, ούτε αξιόπιστοι ενδιάμεσοι για διαπραγμάτευση. Το Πεκίνο δεν έχει σαφή συνομιλητή στην Ουάσινγκτον και δεν μπορεί να αποσύρει τη σκλήρυνση της γραμμής του χωρίς να φανεί αδύναμο.
Αδιέξοδο
Ο Σι Τζινπίνγκ αντιμετωπίζει τώρα ένα φάσμα περιορισμένων και δυσάρεστων επιλογών. Να συνεχίσει την κλιμάκωση και να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερο οικονομικό πόνο ή να υποχωρήσει, με κόστος την εικόνα του στο εσωτερικό. Η κινεζική προπαγάνδα έχει καλλιεργήσει ένα αφήγημα εθνικής αντίστασης που δεν επιτρέπει εύκολες υποχωρήσεις. Επιπλέον, η αποψίλωση του διοικητικού δυναμικού από την απόλυτη κυριαρχία του Σι έχει αφήσει την Κίνα χωρίς πρόσωπα που να μπορούν να αναλάβουν ρίσκο και να συνομιλήσουν αποτελεσματικά με την Ουάσινγκτον.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση Τραμπ έχει θολώσει τις γραμμές επικοινωνίας. Οι συνομιλητές αλλάζουν, οι ρόλοι μπλέκονται, και το μόνο σταθερό μήνυμα είναι ότι η τελική απόφαση ανήκει προσωπικά στον Τραμπ. Το Πεκίνο βρίσκεται παγιδευμένο σε έναν κύκλο καθυστέρησης, αναζητώντας σαφήνεια που δεν έρχεται ποτέ, ενώ η Ουάσινγκτον κλιμακώνει και αποκλείει εναλλακτικές.
Τα χειρότερα έρχονται
Το πιο ανησυχητικό; Καμία από τις δύο πλευρές δεν κατανοεί πραγματικά τη λογική της άλλης. Ο Τραμπ πιστεύει ότι μπορεί να φέρει την Κίνα στο τραπέζι με το το μαστίγιο. Η Κίνα θεωρεί πως οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον αξιόπιστος συνομιλητής. Μετά από χρόνια διαβουλεύσεων και αντιφατικών σημάτων, η δυσπιστία είναι απόλυτη.
Χωρίς μια διαδρομή που να επιτρέπει στον Σι να διατηρήσει το κύρος του και στον Τραμπ να προβάλει πολιτική νίκη, η σύγκρουση αυτή δεν δείχνει σημάδια εκτόνωσης. Και το χειρότερο ίσως έπεται. Γιατί αυτός δεν είναι πια ένας εμπορικός πόλεμος. Είναι ένας αγώνας αναδιανομής ισχύος, ένα γεωοικονομικό μπρα ντε φερ όπου κανείς δεν δέχεται να βγει δεύτερος. Και σε αυτό, τουλάχιστον, Τραμπ και Σι συμφωνούν.