Υποτίθεται ότι θα ήταν σύμβολο δύναμης, προόδου και νεωτερικότητας. Το πρόσωπο μιας νέας Μιανμάρ, που χτίστηκε με πολλά δισεκατομμύρια δολάρια, θεωρείτο απρόσβλητο από ξένους εισβολείς και φυσικές καταστροφές.
Αντί για αέρα ανανέωσης, οι δρόμοι της νέας πρωτεύουσας της Μιανμάρ, Νέπιντο (ή Νάι Πι Τάου), είναι γεμάτη κτίρια πληγωμένα από τον ισχυρό σεισμό που έπληξε την Παρασκευή την χώρα. Ένα σεισμό που προκάλεσε τεράστιες ζημιές, κάνοντας το μέλλον της Μιανμάρ πιο αβέβαιο από ποτέ.
Η έκταση της καταστροφής, που ξεκίνησε από το Μανταλέι και εκτείνεται σε εκατοντάδες μίλια, έχοντας επηρεάσει ακόμη και τη γειτονική Ταϊλάνδη, παραμένει ασαφής. Ο απολογισμός των νεκρών μέχρι τώρα έχει ξεπεράσει τους 1.000, οι εκτιμήσεις ωστόσο προβλέπουν πολύ μεγαλύτερο αριθμό. Πιστεύεται όμως ότι χιλιάδες άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους.
Ο μεγάλος σεισμός βρίσκει την Μιανμάρ σε μια εύθραυστη στιγμή καθώς βρίσκεται υπό στρατιωτική διοίκηση. Αφού ανέτρεψε την εκλεγμένη κυβέρνηση της βραβευμένης με Νόμπελ Ειρήνης Αούνγκ Σαν Σου Κι το 2021, ο στρατός προσπαθεί να επιβάλει την εξουσία του, αφήνοντας την οικονομία και βασικές υπηρεσίες, όπως την υγειονομική περίθαλψη, υπό διάλυση. Ένοπλες μειονοτικές ομάδες και αντιστασιακές οργανώσεις έχουν καταλάβει παραμεθόριες περιοχές, εκδιώκοντας τις δυνάμεις που πρόσκεινται στη χούντα.
Το Νέπιντο που εγκαινιάστηκε το 2005, στέφθηκε η νέα πρωτεύουσα. Σε αντίθεση με τη Γιανγκόν, που ήταν προηγουμένως η πρωτεύουσα της χώρας, ήταν μεγαλοπρεπής, αψεγάδιαστη και αραιοκατοικημένη. Οι επικριτές της αλλαγής έκαναν λόγο για ένα σχέδιο ματαιοδοξίας της κυβερνώσας χούντας και μια αντανάκλαση της παράνοιάς της να προστατευθεί από μια αμφίβια εισβολή των ΗΠΑ, μια φυσική καταστροφή από τη θάλασσα ή μια λαϊκή εξέγερση.
Υπενθυμίζεται ότι η Μιανμάρ βρισκόταν υπό τον έλεγχο του στρατού σχεδόν πέντε δεκαετίες και μόνο το 2011 ξεκίνησαν οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις το 2011.