Skip to main content

Τι είδους πόλεμο και τι όπλα χρειάζεται η Ευρώπη;

Το 2024, οι χώρες μέλη της Ε.Ε. δαπάνησαν 355 δισεκατομμύρια ευρώ  για όπλα, σχεδόν τρεις φορές περισσότερα από τη Ρωσία

Το 2025 ο αμυντικός προϋπολογισμός των Ηνωμένων Πολιτειών είναι 849,8 δισεκατομμύρια δολάρια -σχεδόν τρεισήμισι φορές μεγαλύτερος από αυτόν της Κίνας (246 δισεκατομμύρια δολάρια) και σχεδόν επτά φορές εκείνος της Ρωσίας (126 δισεκατομμύρια δολάρια).

Το 2024, οι χώρες μέλη της Ε.Ε. δαπάνησαν 355 δισεκατομμύρια ευρώ  για όπλα, σχεδόν τρεις φορές περισσότερα από τη Ρωσία. Ο πληθυσμός της Ευρώπης (μαζί με τη Βρετανία), είναι 518 εκατομμύρια, εκ των οποίων τα 110 εκατομμύρια, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών, είναι ηλικίας μεταξύ 18 και 34 ετών. Οι υπηρετούντες στρατιώτες στην Ευρώπη ανέρχονται σε 1,47 εκατομμύρια και άλλοι 1,75 εκατομμύρια είναι σε εφεδρεία.

Η Ρωσία, με σταθερά μειούμενο πληθυσμό περίπου 142 εκατομμυρίων ανθρώπων και με λιγότερους από 30 εκατομμύρια μεταξύ 18 και 34 ετών, βασίζεται σε μια ενεργή δύναμη 1,32 εκατομμυρίων, συν δύο εκατομμύρια εφέδρους.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι εάν η Ε.Ε. βλέπει τη Ρωσία ως απειλή, σίγουρα δεν οφείλεται στο ότι τα κράτη-μέλη της δεν ξοδεύουν ήδη αρκετά για όπλα ή επειδή δεν υπάρχουν αρκετοί στρατιώτες στην Ευρώπη για να αντιμετωπίσουν τις υποτιθέμενες ρωσικές εισβολές, ως το 2030, όπως υποστηρίζουν δυτικές μυστικές υπηρεσίες. Αλλά επειδή τα χρήματα για την άμυνα δαπανώνται πολύ άσχημα και επειδή, ελλείψει πολιτικής ενότητας, οι εθνικοί στρατοί των χωρών μελών δεν διαθέτουν καμία συντονισμένη ευρωπαϊκή διοίκηση.

Και χωρίς αυτό, τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια δεν θα χρησιμεύσουν για τη χρηματοδότηση ενός ανύπαρκτου κοινού στρατού της Ε.Ε., αλλά μόνο για τον εξοπλισμό μέχρι τα δόντια των χωρών μελών: όπως η Γερμανία και η Γαλλία, όπου η άκρα δεξιά με το AfD και το Εθνικό Μέτωπο, απειλεί βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα να πάρει την εξουσία, εκμεταλλευόμενη ένα εκλογικό σώμα εξοργισμένο από τις κοινωνικοοικονομικές αποτυχίες των σημερινών κυβερνήσεων.

Διπλωματία του αφοπλισμού

Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, η Ευρώπη -αντί να υποδαυλίζει επικίνδυνους εθνικισμούς- θα είχε κάθε συμφέρον να επιδιώξει εποικοδομητικά τον διάλογο και την ειρηνική συνεργασία με όλους τους φορείς του πολυπολικού κόσμου που αντικατέστησαν τα τελευταία 30 χρόνια, την ηγεμονία των ΗΠΑ. Να διαπραγματευτεί η Ευρώπη εγγυήσεις αμοιβαίας ασφάλειας για ολόκληρη την Γηραιά ήπειρο. Οχι μόνο με τον Πούτιν αλλά και με τον Τραμπ, δεδομένων των πολυδιαφημιζόμενων φιλοδοξιών του για τη Γροιλανδία.

Πάνω από όλα, η Ευρώπη θα έπρεπε να σπεύσει να επανεργοποιήσει τη διπλωματία αφοπλισμού, ιδιαίτερα τον πυρηνικό, δεδομένου ότι η Ρωσία διαθέτει 5.580 πυρηνικές κεφαλές, έναντι 290 για τη Γαλλία και 225 για το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι ΗΠΑ έχουν 5.044 πυρηνικές κεφαλές αλλά ο Τραμπ έχει ήδη δείξει ότι προτιμά τον διάλογο με τον Πούτιν. Ανεξάρτητα από όλα αυτά, η Ευρώπη, ανίκανη για οποιαδήποτε λογική και αυτόνομη σκέψη, επιλέγει να επιδεινώσει δραστικά τις ήδη επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης των πολιτών της, χαρίζοντας μια χιονοστιβάδα χρημάτων στους κολοσσούς της ευρωπαϊκής και ιδιαίτερα της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας

Τα χρήματα δεν λύνουν το πρόβλημα

Το πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 20ής Μαρτίου σχετικά με το θέμα της κοινής άμυνας ήταν μια σαφής αποτυχία. Γιατί μπορεί να συμφωνήθηκε η χρηματοδότηση του επανεξοπλισμού, αλλά οι χώρες-μέλη παρέμειναν προσηλωμένες στις παλιές αρχές σύμφωνα με τις οποίες η ευρωπαϊκή άμυνα, όταν δημιουργηθεί, θα έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα προς το ΝΑΤΟ και, για τα κράτη που είναι μέλη του, αυτό παραμένει το θεμέλιο της συλλογικής τους άμυνας.

Σε αυτό προστίθεται μια αναφορά στην ιδιαιτερότητα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ορισμένων κρατών-μελών, πράγμα που σημαίνει ότι σε αυτό το θέμα οι διάφορες χώρες μπορούν να πράξουν όπως θέλουν και σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Ουσιαστικά, η άμυνα παραμένει προνόμιο των κρατών-μελών. Τίποτα συγκεκριμένο για την κοινή άμυνα, αλλά ούτε για τον συντονισμό μεταξύ των κρατών μελών, για την αμυντική βιομηχανική πολιτική, για την ανάπτυξη κοινών στρατηγικών σχεδίων ή οτιδήποτε θα μπορούσε να καθησυχάσει τους ευρωπαίους πολίτες ότι τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη σκέφτονται ενιαία για την άμυνά τους.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβεβαιώνει την πολιτική της αδυναμία, την έλλειψη αποτελεσματικότητας στη διεθνή σκηνή, ως ισότιμου εταίρου.

Το μόνο ευρωπαϊκό κράτος που φαίνεται να έχει κάνει ξεκάθαρη επιλογή είναι η Γερμανία, με επικεφαλής τον επόμενο καγκελάριο, Φρίντριχ Μερτς. Πρώην επιχειρηματίας ο Μερτς, κατάλαβε αμέσως ότι ήταν απαραίτητο να αλλάξει το Σύνταγμα και να απαλλαγεί από το Schuldenbremse (φρένο χρέους) που εισήχθη το 2009 στο σύνταγμα της χώρας, του οποίου οι επιπτώσεις στη γερμανική οικονομία ήταν καταστροφικές. Έχοντας κάνει αυτό, ακόμη και πριν μπει στην Καγκελαρία , το σχέδιό του Μερτς είναι να επενδύσει ένα βουνό χρημάτων, κάπου ένα τρισεκατομμύριο ευρώ, σε υποδομές και άμυνα.

Κάθε φορά βέβαια που η Γερμανία εξοπλίζεται, για την Ευρώπη γίνεται επώδυνη και ενοχλητική λόγω του ιστορικού παρελθόντος. Πολλοί αναρωτιούνται τι θέλει να κάνει το Βερολίνο με τις επόμενες επενδύσεις. Σίγουρα, όχι πόλεμο με τη Ρωσία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά μπορεί κάλλιστα να φιλοδοξεί να γίνει και πάλι η ατμομηχανή της Ευρώπης.

Πόλεμο με τη Ρωσία;

Η Ρωσία διεξάγει ασφαλώς, πόλεμο εναντίον της Ουκρανίας για περισσότερα από τρία χρόνια, αλλά ήταν η ξαφνική αποστασιοποίηση  των ΗΠΑ του Τραμπ από τους Ευρωπαίους συμμάχους που αναμφίβολα, άλλαξε την κατάσταση. Και η Ε.Ε. θέλει να δαπανήσει σχεδόν ένα τρισεκατομμύριο ευρώ επιπλέον για εξοπλισμούς.

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, η Ευρώπη θα πρέπει θεωρητικά να είναι σε θέση να διεξάγει έναν μεγάλο πόλεμο εναντίον της Ρωσίας, προειδοποίησε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, παρουσιάζοντας τη Λευκή Βίβλο για την ευρωπαϊκή άμυνα. Αλλά τα χρήματα από μόνα τους δεν θα λύσουν τα προβλήματα της άμυνας.

Ποια όπλα χρειάζεται τώρα η Ευρώπη; Η εποχή των  μαζικών στρατών του Ψυχρού Πολέμου έχει τελειώσει, σχεδόν όλοι οι ειδικοί συμφωνούν σε αυτό. «Τα άρματα μάχης θα χρειαστούν ακόμη στο μέλλον για την κατάληψη εδαφών», λέει ο καθηγητής Μίκαελ Μπρζόσκα από το Ινστιτούτο για την Έρευνα για την Ειρήνη και την Πολιτική Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. «Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία έδειξε ότι τα τανκς είναι πολύ ευάλωτα σε επιθέσεις με drone».

Το βαρύ πυροβολικό θα χρειαστεί ακόμα στο μέλλον, αλλά σε μικρότερη κλίμακα, λέει ο Μπρζόσκα. «Οι Ουκρανοί έδειξαν όμως ότι τα καθήκοντα του πυροβολικού πλέον εκπληρώνονται όλο και περισσότερο από drones καμικάζι», εξηγεί.

Drones και αεροσκάφη

Η κατάσταση είναι παρόμοια με τα μαχητικά αεροσκάφη. Για δεκαετίες, η συζήτηση επαναλαμβάνεται για το εάν αυτά θα είναι ακόμα απαραίτητα στο μέλλον, λέει ο Μίκαελ Μπρζόσκα. Πιο πρόσφατα, ο Ελον Μασκ αμφισβήτησε τη χρησιμότητα του αμερικανικού αεροσκάφους F-35 – και αμέσως συνάντησε την αντίθεση από ειδικούς. Ο  Μίκαελ Μπρζόσκα πιστεύει επίσης ότι θα υπάρχουν ακόμη μαχητικά αεροσκάφη στο μέλλον: «Έχουν το πλεονέκτημα ότι δεν είναι τόσο ευάλωτα όσο τα drones».

Δεδομένης της αυξανόμενης σημασίας των drones στον πόλεμο, ο Μπρζόσκα  αναμένει ότι οι αμυντικές εταιρείες θα προωθήσουν επίσης την αυτοματοποίηση στο πεδίο της μάχης. «Φυσικά, υπάρχει μια σκοτεινή πλευρά σε αυτό, ο φόβος ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα γίνει με κάποιο τρόπο ανεξάρτητη», λέει ο ερευνητής. «Αλλά αυτό πιθανότατα μπορεί να λυθεί».

Εκτός από μαχητικά αεροσκάφη και τα drones, η Ευρώπη θα χρειαστεί πρωτίστως αντιαεροπορικά όπλα, ρουκέτες και πυραύλους κρουζ, για την αναχαίτιση των εχθρικών δυνάμεων: «Όταν χτίζει κανείς οπλοστάσια επιθετικών πυραύλων, ωστόσο, πρέπει να προσέχει κανείς να μην αντιμετωπίσει εχθρικά προληπτικά μέτρα», επισημαίνει ο ερευνητής συγκρούσεων.

Μπορεί η Ευρώπη να αμυνθεί χωρίς τις ΗΠΑ;

Από τότε που οι ΗΠΑ σταμάτησαν για λίγο να παρέχουν στην Ουκρανία πληροφορίες και δορυφορικές εικόνες στις αρχές Μαρτίου, μεγάλωσε η δυσπιστία στην Ευρώπη. Υπάρχει υπερβολική ανησυχία ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την εξάρτηση των Ευρωπαίων.

Ωστόσο, ο Μίκαελ Μπρζόσκα  θεωρεί υπερβολική αυτή την ανησυχία. «Οι ΗΠΑ προμηθεύουν εδώ και δεκαετίες όλα τα είδη των χωρών με όπλα και δεν έχει βρεθεί ότι είναι αναξιόπιστες», υποστηρίζει. «Και ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επίσης συμφέρον να διασφαλίσει ότι η αμερικανική βιομηχανία όπλων μπορεί να συνεχίσει να πουλά όπλα στην Ευρώπη».

Επιπλέον, θα μπορούσαν να προκύψουν «τεράστια προβλήματα» εάν οι Ευρωπαίοι προσπαθούσαν πλέον καταναγκαστικά να γίνουν εντελώς ανεξάρτητοι. «Πολλά εξαρτήματα στα ευρωπαϊκά οπλικά συστήματα προέρχονται από τις ΗΠΑ και δεν μπορούν να αντικατασταθούν από τη μια μέρα στην άλλη.