Η Volkswagen προετοιμάζεται για ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της, που θυμίζει το στρατιωτικό παρελθόν της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Με τον τομέα των αυτοκινήτων στη Γερμανία να είναι σε βαθιά κρίση, η Volkswagen δηλώνει έτοιμη να συνεισφέρει στον …επανεξοπλισμό.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας, Ολιβερ Μπλούμε δήλωσε στο ετήσιο συνέδριο στο Βολσφμπουργκ ότι η Volkswagen θα μπορούσε να προσφέρει συμβουλές και υποστήριξη στην ανάπτυξη οπλισμένων οχημάτων. «Έχουμε εμπειρία στην αυτοκινητοβιομηχανία και είμαστε διαθέσιμοι να παρέχουμε βοήθεια, αλλά όλα είναι ακόμα ανοιχτά», είπε ο Μπλούμε. «Με την Ευρώπη να εστιάζει πλέον στη θωράκιση της άμυνάς της με ίδια μέσα, ο στρατιωτικός κατασκευαστικός τομέας θα μπορούσε να γίνει μια λύση για τη διατήρηση της λειτουργίας των εργοστασίων και την αντιμετώπιση της κρίσης της αυτοκινητοβιομηχανίας», λένε στη Ναυτεμπορική, Ευρωπαίοι παράγοντες της αγοράς.
Για την ιστορία, η Volkswagen δεν είναι ξένη στον κόσμο των στρατιωτικών οχημάτων. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία ανέπτυξε το Type 82 Kubelwagen, το γερμανικό αντίστοιχο του Jeep, το οποίο χρησιμοποιήθηκε σε όλα τα μέτωπα του πολέμου. Αργότερα, κατά τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, παρήγαγε το Type 181 για τον Δυτικογερμανικό στρατό-ένα όχημα που αργότερα έφτασε και στις αγορές των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου με το όνομα «The Thing».
Σήμερα, η Volkswagen δραστηριοποιείται ήδη στην αμυντική βιομηχανία μέσω της κοινοπραξίας της μεταξύ της MAN Truck & Bus και της Rheinmetall AG, η οποία παράγει στρατιωτικά οχήματα. «Απλώς πρέπει να επενδύσουμε ξανά για να διασφαλίσουμε μεγαλύτερη ασφάλεια», τονίζει ο Μπλούμε. Με τη γερμανική κυβέρνηση και την ΕΕ να είναι έτοιμες να επενδύσουν περισσότερα στην άμυνα , ο Διευθύνων Σύμβουλος της VW τόνισε πώς τέτοιες πρωτοβουλίες είναι απαραίτητες σε ένα ολοένα και πιο ασταθές γεωπολιτικό πλαίσιο.
Το μέλλον της Volkswagen θα μπορούσε επομένως να αντανακλά, τουλάχιστον εν μέρει, το παρελθόν της. Η σύνδεση μεταξύ της Volkswagen και του ναζιστικού καθεστώτος είναι γνωστή, τόσο πολύ που ο Χίτλερ έλαβε μια καμπριολέ έκδοση του «σκαραβαίου» για τα 50α του γενέθλια.
Παροξυσμός για τον επανεξοπλισμό της Ε.Ε.
Με την Ευρώπη να επεξεργάζεται σχέδιο επανεξοπλισμού της για να σταματήσει να εξαρτάται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το δέλεαρ για επενδύσεις στην πολεμική βιομηχανία είναι μεγάλο. Εκατοντάδες δισεκατομμύρια θα διοχετευθούν στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες όπλων και τεχνολογίας τα επόμενα χρόνια, εκτοξεύοντας τις μετοχές τους σε αστρονομικά επίπεδα.
Η μετοχή της γερμανικής Rheinmetall που κατασκευάζει κυρίως, άρματα μάχης, ξεπέρασε τα 1000 ευρώ, καταγράφοντας φέτος αύξηση πάνω από 80% φέτος. Το 2024, τα κέρδη μετά από φόρους της γερμανικής βιομηχανίας αυξήθηκαν κατά 38% στα 808 εκατ. ευρώ. Η Barclays λέει ότι η Rheinmetall διαπραγματεύεται με PER( τιμή προς κέρδη, ανά μετοχή) , πέντε φορές, για το τρέχον έτος. Ο δείκτης PER της Rheinmetall ,έχει ξεπεράσει κατά πολύ μάλιστα τις παραδοσιακές εταιρείες ειδών πολυτελείας για παράδειγμα, όπως η LVMH, η Hermes και η Dior.
Ο γερμανικός αμυντικός κολοσσός με έδρα το Ντίσελντορφ ανακοίνωσε μάλιστα «μεγάλες παραγγελίες μεγάλου όγκου από στρατιωτικούς πελάτες” που θα “διασφαλίσουν τη χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας τα επόμενα χρόνια”. Το ανεκτέλεστο υπόλοιπο παραγγελιών της εταιρείας έφθασε άλλωστε, στο ύψος ρεκόρ των 55 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 44% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Το 2025, η Rheinmetall προβλέπει ότι οι ετήσιες πωλήσεις θα αυξηθούν κατά 25% έως 30% σε επίπεδο ομίλου και μεταξύ 35% και 40% στον τομέα της άμυνας. Ταυτόχρονα, η συναίνεση της αγοράς προβλέπει ότι τα κέρδη της Rheinmetall θα αυξάνονται κατά 37% ετησίως μέχρι το 2027.
Ισχυρά κέρδη καταγράφουν όμως και άλλες ευρωπαϊκές μετοχές στον τομέα της άμυνας, όπως η γαλλική Thales , η βρετανική BAE Systems και η ιταλική Leonardo. Για την BAE Systems, η εκτίμηση της αγοράς είναι ένας σύνθετος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης 10% έως το 2027. Η πρόκληση τώρα θα είναι να δούμε εάν αυτές οι εταιρείες μπορούν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες αύξησης των κερδών που έχουν οι επενδυτές για να δικαιολογήσουν την ιλιγγιώδη άνοδο των μετοχών τους.
Θα επωφεληθούν οι ΗΠΑ
Η JP Morgan, υποστηρίζει όμως ότι «υπάρχει ακόμη μεγαλύτερο περιθώριο ανάπτυξης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, ανεξάρτητα από μια πιθανή κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία».
Το σχέδιο ReArm Europe για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης προβλέπει πάντως,πρόσθετες αμυντικές δαπάνες ύψους 650 δισεκατομμυρίων ευρώ σε τέσσερα χρόνια από τα κράτη μέλη, επιπλέον των 150 δισεκατομμυρίων ευρώ σε δάνεια της Κομισιόν για αμυντικές επενδύσεις. Οι αμυντικές δαπάνες της ΕΕ προσεγγίζουν το 2% του ΑΕΠ, αλλά με ετήσια αύξηση 200 δισεκατομμυρίων ευρώ, θα σκαρφαλώσουν στο 3,5% του ΑΕΠ.
Η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία εξακολουθεί πάντως να υστερεί σε σχέση με την αμερικανική, αλλά και με βάση τις δυνατότητές της.
Οι εμπειρογνώμονες της Barclays αναμένουν ότι οι μεγαλύτεροι ωφελούμενοι από αυτές τις επενδύσεις δεν θα είναι ευρωπαϊκές εταιρείες αλλά εκείνες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. «Οι αμερικανικές αμυντικές βιομηχανίες λαμβάνουν έως και το 7% των εσόδων τους από χώρες της Γηραιάς Ηπείρου. « Η Lockheed Martin εισπράττει από την Ευρώπη το 11% των εσόδων, ακολουθούμενη από την Northrop Grumman με 7%,» σχολιάζουν οι αναλυτές της βρετανικής τράπεζας.
«Η Ευρώπη δεν διαθέτει αυτήν τη στιγμή την ικανότητα να κατασκευάζει drones, ένα κρίσιμο στοιχείο στον σύγχρονο πόλεμο. Ούτε κατασκευάζει πυραύλους, οι περισσότεροι από αυτούς που παράγονται στις ΗΠΑ», εξηγεί ο Στίβεν Μπελ, επικεφαλής οικονομολόγος της «Columbia Threadneedle» για την περιοχή Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής. «Θα μπορούσε όμως να γίνει σημαντικός παίκτης στην παγκόσμια αμυντική βιομηχανία», πρόσθεσε o Αμερικανός οικονομολόγος.
Πού θα βρεθούν τα χρήματα
Για τη χρηματοδότηση του ευρωπαϊκού σχεδίου επανεξοπλισμού, πάντως η Κομισιόν κατέστησε σαφές πώς δεν προτίθεται να αναθεωρήσει τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας. Το μόνο «άνοιγμα» που προβλέπεται από τις Βρυξέλλες αφορά τη δυνατότητα να επιτραπεί στα κράτη μέλη να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες κατά 1,5% του ΑΕΠ για τέσσερα χρόνια χωρίς αυτό να συνεπάγεται «κυρώσεις».
Ο Επίτροπος Οικονομίας Βάλντις Ντιμπρόβσκις επανέλαβε ότι η Επιτροπή δεν σκοπεύει να αλλάξει το πλαίσιο των κανόνων που τέθηκαν πρόσφατα σε ισχύ.