Καγκελάριος σε αναμονή για την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων του ο Χριστιανοδημοκράτης Φρίντριχ Μερτς, θα ηγηθεί της Γερμανίας στη δυσκολότερη ίσως φάση των τελευταίων ετών: Ο Μερτς θα πρέπει να χειριστεί τη νέα κατάσταση στην Ουκρανία και τις σχέσεις με τον Πούτιν.
Και, ακόμη χειρότερα, με τον Ντόναλντ Τραμπ, στον οποίο εξαπέλυσε μια σφοδρή επίθεση , εν μέσω των πανηγυρισμών για τη νίκη του, καθώς ο Έλον Μασκ υποστήριξε ανοιχτά την ακροδεξιά AfD.
Σήμερα το Βερολίνο δεν έχει πια τη θέση που είχε κάποτε, δεν είναι πλέον ο προνομιούχος συνομιλητής των Ηνωμένων Πολιτειών στη Γηραιά Ήπειρο, ακόμη και Αμερικανοί στρατιώτες έχουν φύγει πλέον από το γερμανικό έδαφος. Αλλά την ίδια στιγμή, η Γερμανία-μετά από δύο συνεχόμενες χρονιές σε ύφεση και με την απειλή μιας τρίτης για εφέτος- έχει γίνει ο «μεγάλος ασθενής» της Ευρώπης και δεν είναι ο αδιαμφισβήτητος πολιτικός ηγέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και έχει να αντιμετωπίσει στο εσωτερικό της μια ακροδεξιά αξιωματική αντιπολίτευση, που διπλασίασε τα ποσοστά της από τις προηγούμενες εκλογές.
«Πρώτα η Γερμανία»
Ο νέος καγκελάριος έχει θέσει ως στόχο το «Πρώτα η Γερμανία», ξεκαθαρίζοντας πώς δεν πρόκειται να θυσιάσει τα συμφέροντα της χώρας του χάριν της Ευρώπης. Το πρόβλημα είναι όμως ότι η Γερμανία δεν είναι μία, αλλά μια χώρα μοιρασμένη στα δυο, όπως έδειξαν και οι χθεσινές εκλογές.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η Ενωση CDU/CSU Φρίντριχ Μερτς επικράτησε στη Δύση, ενώ η ακροδεξιά AfD κυριαρχεί στην Ανατολή. Σε ορισμένες περιφέρειες, όπως το Γκέρλιτς και το Μιτελσάχσεν, η Alternative fur Deutschland υπερβαίνει ακόμη και το 40% των ψήφων.
Μια τάση που επιβεβαιώνει αυτό που συνέβη ήδη στα ανατολικογερμανικά κρατίδια την 1η Σεπτεμβρίου 2024, όταν το AfD στη Θουριγγία και τη Σαξονία ξεπέρασε το 30% των ψήφων.
Ο γνωστός Γερμανός κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Στρεκ εκτιμά ότι υπάρχει μια αυξανόμενη δυσπιστία στην Ανατολή ως προς το φιλοευρωπαϊκό πολιτικό ρεύμα στη Γερμανία, τονίζοντας την επίμονη διαίρεση της χώρας κατά μήκος των πρώην συνόρων μεταξύ Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας και ΛΔΓ.
Από οικονομικής άποψης, οι ανισότητες μεταξύ Ανατολής και Δύσης είναι σαφείς: οι μέσες ετήσιες απολαβές των εργαζομένων στη Δύση ξεπερνούν εκείνες στην Ανατολής πάνω από 12.000 ευρώ.
Επιπλέον, μόνο 37 από τις 500 μεγαλύτερες γερμανικές εταιρείες έχουν την έδρα τους στην Ανατολή, ένδειξη συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης στη Δύση. «Συμπερασματικά, η διαίρεση της Γερμανίας, που προέκυψε δυναμικά από τα εκλογικά αποτελέσματα, αντανακλά όχι μόνο μια βαθιά ριζωμένη δυσαρέσκεια στις πρώην κομμουνιστικές περιοχές , αλλά και ένα ιστορικό και δομικό χάσμα που συνεχίζει να διαμορφώνει την ταυτότητα της πρώην ατμομηχανής της Ευρώπης», λέει ο Στρεκ. «Οι κρίσεις που διαβρώνουν την εμπιστοσύνη στους παραδοσιακούς δημοκρατικούς θεσμούς πλήττουν περισσότερο τους ανατολικογερμανούς από τους Δυτικογερμανούς», τονίζει ο Γερμανός κοινωνιολόγος.
Η ρίζα του προβλήματος
Αυτή η δυσαρέσκεια έχει μακρινές ρίζες. Η γερμανική επανένωση μετά το 1989 είχε καταστροφικές επιπτώσεις στην Ανατολή και οδήγησε σε αποβιομηχάνιση, ανεργία και ερήμωση. Η Ανατολή έγινε πεδίο δοκιμών για μια σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική με χαμηλούς μισθούς και παρά τις κρατικές ενισχύσεις που μείωσαν το χάσμα (το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι στο 80% της Δύσης), οι ανατολικογερμανοί πιστεύουν ότι είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Η θεωρία ότι ο πληθυσμός μετατοπίζεται προς τα δεξιά ως ο λόγος για την ταχεία άνοδο του AfD κρύβει επίσης τη ρίζα του προβλήματος. Άλλωστε, το πρόγραμμα του AfD είναι νεοφιλελεύθερο και η εφαρμογή του θα έκανε τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους.
Αν κοιτάξει κανείς τη μακροπρόθεσμη εξέλιξη, μεγάλο μέρος των σημερινών ψηφοφόρων δεν είναι κατά κύριο λόγο ακροδεξιοί εξτρεμιστές. Λίγοι ψηφοφόροι του AfD περιγράφουν τον εαυτό τους ως δεξιούς εξτρεμιστές. Και παρόλο που υπάρχει τεράστιο αίσθημα κατά της προστασίας του κλίματος και το AfD απορρίπτει την κλιματική αλλαγή, τουλάχιστον το ένα τέταρτο των ψηφοφόρων του θεωρεί ότι είναι αναγκαία η ενεργειακή «πράσινη» μετάβαση.
Αυτό που στην πραγματικότητα φαίνεται να συμβαίνει είναι ότι όλο και μεγαλύτερα τμήματα των ψηφοφόρων οδηγήθηκαν από το λεγόμενο «ακραίο κέντρο» στην αγκαλιά του AfD. Κατά μία έννοια, η πολιτική τάξη θερίζει ό,τι έσπειρε και τώρα χύνει κροκοδείλια δάκρυα για τα αποτελέσματα.
Το «ακραίο κέντρο»
Το «Extreme Centre» είναι ένας όρος που επινοήθηκε από τον Βρετανό διανοούμενο Τάρεκ Αλι πριν από δέκα χρόνια στο βιβλίο του “The Extreme Centre: A Warning”
Σύμφωνα με τον Τάρεκ Αλι, τα κόμματα του λεγόμενου «κέντρου» έχουν γίνει αδιακρίτως παρόμοια σε βασικούς τομείς πολιτικής από τη δεκαετία του 1980. Το ρεύμα αυτό ξεκίνησε και διατήρησε ακραίες πολιτικές θέσεις, ενάντια στις ανάγκες του ευρύτερου πληθυσμού. Η πολιτική λιτότητας για τους φτωχούς και πολλούς απλούς πολίτες καθώς και το κράτος πρόνοιας για τους πλούσιους και τους υπερπλούσιους οδήγησε τη Γερμανία να διχάζεται όλο και περισσότερο – ιδιαίτερα στα ανατολικά ομοσπονδιακά κράτη επλήγησαν σκληρά από την πολιτική ανισότητας μετά την επανένωση.
Ο αριθμός των εκατομμυριούχων στη Γερμανία, για παράδειγμα, αυξήθηκε από 2,1 σε 2,8 εκατομμύρια μεταξύ 2019 και 2024, ένα άλμα 30% μέσα σε λίγα μόλις χρόνια.
Σύμφωνα με την Global Wealth Report «η ανισότητα στον πλούτο στη Γερμανία είναι υψηλότερη από ό,τι σε άλλες μεγάλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Ο συντελεστής Gini, που μετράει την ανισότητα από το 100% και σημαίνει ότι όλος ο πλούτος είναι σε λίγα χέρια, ως το 0, όπου όλοι θα είχαν τον ίδιο πλούτο, στη Γερμανία, για παράδειγμα, είναι 82%: Οι Γερμανοί υπερπλούσιοι, το κορυφαίο 0,1% (περίπου 85.000 άτομα), διαθέτουν το 20% του πλούτου.
Η ανισότητα οδηγεί όμως σε διάβρωση της αλληλεγγύης, της πρόνοιας για τις μελλοντικές γενιές, της κοινωνικής συνοχής και προωθεί την τάση όλο και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού να ψηφίζουν ακροδεξιά λαϊκίστικα κόμματα- πρώτα από διαμαρτυρία και μετά όλο και περισσότερο, από πεποίθηση.
Όλες οι εξελίξεις στη Γερμανία από το liveblog της Ναυτεμπορικής