Στις κρισιμότερες, ίσως, εκλογές όχι μόνο για τη Γερμανία, αλλά και την Ευρώπη, κάπου 60 εκατομμύρια Γερμανοί θα προσέλθουν την προσεχή Κυριακή στις κάλπες για να εκλέξουν τους 630 αντιπροσώπους τους στη Bundestag.
«Η Γερμανία ετοιμάζεται για μια πολιτική αλλαγή, με τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριος Όλαφ Σολτς να δίνει πιθανότατα τη θέση του στον Χριστιανοδημοκράτη Φρίντριχ Μερτς. Η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες προέκυψε ουσιαστικά, όταν στις 6 Νοεμβρίου 2024, ο απερχόμενος καγκελάριος Όλαφ Σολτς απέλυσε τον υπουργό Οικονομικών του, Κρίστιαν Λίντνερ, ηγέτη του Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (FDP), οδηγώντας στην κατάρρευση του τρικομματικού συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ισχυρότερο κόμμα είναι αυτή τη στιγμή η Ένωση Χριστιανοδημοκρατών-Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) με μέσο όρο 30,2%.
Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία ( AfD) με 20,7% και ακολουθούν οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) με 15,4% και οι Πράσινοι με 13,5%Το όριο το 5% για την εκπροσώπηση στη νέα Ομοσπονδιακή Βουλή αναμένεται να ξεπεράσει η Αριστερά (Die Linke), ενώ –προς το παρόν- δεν φαίνεται να το υπερβαίνουν η Συμμαχία της Σάρα Βάγκενκνεχτ (4,5%) και οι Φιλελεύθεροι (FDP) με 4,1%. Η μεγάλη, αλλά αναμενόμενη έκπληξη στις εκλογές της Κυριακής, είναι πάντως η AfD.
Το ακροδεξιό κόμμα αναμένεται να διπλασιάσει το σκορ του σε σύγκριση με τις τελευταίες εκλογές του 2021,που είχε λάβει 10,3%. Αν αυτά τα ποσοστά επιβεβαιωθούν στις κάλπες, η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί θα είναι ένας συνασπισμός με καγκελάριο τον Χριστιανοδημοκράτη ηγέτη Φρίντριχ Μερτς. Το ερώτημα είναι βέβαια ποιοι θα είναι οι πιθανοί κυβερνητικοί εταίροι των Χριστιανοδημοκρατών, καθώς έχουν απορρίψει κατηγορηματικά μια συμμαχία με την ακροδεξιά AfD. Κάτι που επανέλαβε άλλωστε και ο ίδιος ο Μερτς στην τηλεμαχία της περασμένης Κυριακής με τους υποψήφιους καγκελάριους του SPD, Ολαφ Σολτς, των Πρασίνων, Ρόμπερτ Χάμπεκ και της AfD, Αλις Βάιντελ. Οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν μάλιστα ως πιθανότερο, τη συγκρότηση κυβερνητικού συνασπισμού μεταξύ του CDU/CSU και του SPD ή του CDU/CSU και των Πρασίνων. Χωρίς να αποκλείεται πάντως και ένας συνασπισμός και των τριών αυτών κομμάτων.
Όπως γράφει η βαυαρική SZ, «στη χθεσινή τηλεμαχία μερικά πράγματα έγιναν περισσότερο από ξεκάθαρα: το CDU/CSU, το SPD και οι Πράσινοι θα μπορούν να καθίσουν ειρηνικά σε ένα τραπέζι για συγκρότηση συνασπισμού μετά τις εκλογές. Τα τρία κόμματα ενώνει άλλωστε και η κοινή απόρριψη του AfD.
Ειδικά στο θέμα της Ουκρανίας και της εξωτερικής πολιτικής, οι τρεις κορυφαίοι υποψήφιοι ήθελαν και μπόρεσαν να τονίσουν την κοινή τους θέση» Στην τηλεμαχία φάνηκε ότι οι Πράσινοι θα μπορούσαν να παίξουν «συγκολλητικό ρόλο» στο νέο κυβερνητικό συνασπισμό, με τον Γερμανικό Τύπο να χαρακτηρίζει τον ηγέτη τους ως τον «μεγάλο συμφιλιωτή».
Αξιωματική αντιπολίτευση η AfD
Σε ό,τι αφορά την AfD πάντως, η υποψήφια καγκελάριος Αλις Βάιντελ τόνισε ότι στόχος της είναι να κάνει ξανά τη Γερμανία «ευημερούσα και ασφαλή, με μια πραγματική πολιτική αλλαγή». Επανέλαβε τις γνωστές θέσεις για τερματισμό της παράνομης μετανάστευσης, την ασφάλεια των συνόρων, την απέλαση των παράτυπων προσφύγων, αλλά και την επιστροφή στην πυρηνική ενέργεια, τον άνθρακα και το φυσικό αέριο. «Το πιο πιθανό σενάριο είναι ότι η AfD να γίνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και θα συνεχίσει να αυξάνει τη δύναμή της», λέει ο διάσημος δημοσιογράφος και συγγραφέας, Βόλφγκανγκ Μινχάου. «Δεν βλέπω μια κυβέρνηση συνασπισμού να δίνει καμία λύση. Θα κάνει το ίδιο πράγμα που έκανε πριν, με μερικές επιδερμικές αλλαγές. Για παράδειγμα, δεν θα σταματήσει την τάση της αποβιομηχάνισης της Γερμανίας .Έτσι η AfD θα μεγαλώνει. Πήρε το 10% των ψήφων στις τελευταίες εκλογές, θα πάρει το 20% τώρα και θα φτάσει το 30% στις επόμενες εκλογές. Με αυτό το 30% μπορεί να παίξει πολύ μεγάλο παιγνίδι. Είναι ακόμη δυνατό να σχηματιστεί ένας συνασπισμός εναντίον τους, αλλά αυτό γίνεται όλο και πιο δύσκολο», λέει ο 64χρονος Μινχάου, πρώην ιδρυτής των Financial Times Deutschland και διευθυντής της υπηρεσίας ειδήσεων Eurointelligence.
«Το τέλος του γερμανικού θαύματος»
Ο Μινχάου, στο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο: «Καπούτ-Το τέλος του Γερμανικού θαύματος» , τονίζει μάλιστα ότι «οι ψηφοφόροι του CDU δεν είναι υπερβολικά ενθουσιασμένοι με την προοπτική μιας άλλης κυβέρνησης συνασπισμού. Γνωρίζουν ότι ο Μερτς χρησιμοποιεί επιθετική γλώσσα, αλλά ότι στο τέλος θα επιδιώξει μια ευρεία συμφωνία. Έχει πει μόνο ότι θα τραβήξει κόκκινη γραμμή με το AfD και αυτό σημαίνει ότι δεν έχει άλλες επιλογές. Όσο περισσότερες κόκκινες γραμμές σχεδιάζονται, τόσο λιγότερες επιλογές υπάρχουν. Πρέπει να πω ότι οι Γερμανοί αγαπούν πολύ τις κόκκινες γραμμές, αλλά μερικές φορές στη ζωή πρέπει να κάνεις τα πράγματα λίγο διαφορετικά. Η ΑfD μπορεί να γνωρίσει περαιτέρω κινητοποίηση των υποστηρικτών του χάρη και στην υποστήριξη του Ελον Μασκ.
Δεν είμαι οπαδός του AfD. Νομίζω ότι οι οικονομικές του πολιτικές είναι φρικτές και δεν συμβάλλει θετικά στη συζήτηση στη Γερμανία. Αλλά η Γερμανία έχει μετατραπεί από μοντέλο οικονομικής επιτυχίας σε μοντέλο τεχνολογικής οπισθοδρόμησης».
Τι καγκελάριο χρειάζεται η Γερμανία;
Ο Μινχάου θεωρεί τον Ολαφ Σολτς ως τον χειρότερο καγκελάριο από την επανένωση της Γερμανίας. Τονίζει όμως ότι στην πραγματικότητα, όλοι οι καγκελάριοι τις τελευταίες δεκαετίες έχουν υποστηρίξει το ίδιο ξεπερασμένο μοντέλο. Ειδικά η Άνγκελα Μέρκελ, που δεν έλυσε ποτέ κανένα πρόβλημα. Πάντα έδινε προτεραιότητα στον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού έναντι της ηγεσίας της χώρας. Υπάρχει μια κάποια ανησυχία στη Γερμανία με αυτό που αντιπροσώπευε και με αυτό που αποκαλώ «κεντρισμό».
Η Γερμανία χρειαζόταν μια πολύ πιο δυναμική οικονομία και κανένας καγκελάριος δεν το ενθάρρυνε αυτό. Επιπλέον, η χώρα είχε κακή τύχη με τις αλλαγές που συνέβησαν στον κόσμο: Ρωσία, Κίνα, ΗΠΑ με τον Τραμπ»… Το έργο που περιμένει την επόμενο καγκελάριο είναι κολοσσιαίο. Η έξοδος της Γερμανίας από μια εξαετή οικονομική στασιμότητα απαιτεί εκ νέου θεμελίωση ενός οικονομικού μοντέλου που βασίζεται στην τεχνολογική ηγεσία, τις τεράστιες εξαγωγές, τη φθηνή ενέργεια και ένα από τα πιο ισχυρά κράτη πρόνοιας.
Καταρρέει το γερμανικό μοντέλο
Τα θεμέλια αυτού του μοντέλου είναι κλονισμένα ή έχουν εξαφανιστεί. Άλλες χώρες παράγουν προϊόντα- που ήταν κάποτε το καμάρι της Γερμανίας- το ίδιο καλά ή καλύτερα, και σε κάθε περίπτωση πιο φθηνά.
Το παράδειγμα του αυτοκινήτου είναι εύγλωττο. Η Κίνα δεν χρεάζεται πλέον να αγοράζει γερμανικά αυτοκίνητα, γιατί τα κατασκευάζει η ίδια . Η Γερμανία έχασε το τρένο καινοτομίας των ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Οι εμπορικοί φραγμοί, τους οποίους υπερασπίζεται ο Τραμπ, είναι άλλο ένα θανατηφόρο πλήγμα στο εξαγωγικό μοντέλο. Το προβλέψιμο τέλος της αμερικανικής στρατιωτικής ομπρέλας, αναγκάζει το Βερολίνο σε δραματική αύξηση των αμυντικών δαπανών. Αυτό μπορεί να αναγκάσει τη νέα κυβέρνηση να επανεξετάσει τους αυστηρούς κανόνες δανεισμού που επιβάλει το συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο χρέους» και περιορίζει το περιθώριο για επενδύσεις. Όπως σοφά γράφει ο Μινχάου στον επίλογό του βιβλίου του: «Όταν μια οικονομία αρχίζει να αποδυναμώνεται, οι άνθρωποι θυμώνουν και δυσαρεστούνται, και αν δεν υπάρχει αντιπολίτευση, καταλήγουν να ψηφίζουν εξτρεμιστικά κόμματα».