Μία έντονη, «εντυπωσιακή» την χαρακτηρίζει το BBC, αντίφαση προκάλεσε η ποινή («απαλλαγή άνευ όρων») που επιβλήθηκε την Παρασκευή στον Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Τραμπ έγινε ιστορικά ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που αναλαμβάνει καθήκοντα έχοντας στην πλάτη του μια καταδίκη για κακούργημα.
Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου Μέρτσαν αιτιολόγησε την ποινή που επέβαλε -χωρις φυλάκιση ή χρηματικό πρόστιμο- στον Τραμπ, με το γεγονός ότι το Σύνταγμα των ΗΠΑ προστατεύει τους προέδρους από την ποινική δίωξη. Ωστόσο, είπε ότι οι προστασίες που παρέχονται στον θεσμό γραφείο «δεν μειώνουν τη σοβαρότητα ενός εγκλήματος ούτε δικαιολογούν τη διάπραξή του με οποιονδήποτε τρόπο».
Ωστόσο, και παρότι είχε επισήμως προεξαγγελθεί εδώ και εβδομάδες ότι η ποινική αντιμετώπιση του Τραμπ θα ήταν η πλέον επικεικής, οι φράσεις που ακούστηκαν στην αίθουσα για τα αδικήματα Τραμπ σε συνδυασμό με την ποινή προκαλούσαν έντονη αντινομία.
Από τη μία. ο εισαγγελέας Τζόσουα Στάινγκλας έκανε λόγο για «συντριπτικά στοιχεία» που οδήγησαν στην ποινική καταδίκη του Τραμπ και εξηγούσε πώς ο εκλεγμένος πρόεδρος επέδειξε «περιφρόνηση για τους θεσμούς μας και το κράτος δικαίου».
Επίσης ότι ο Τραμπ «προκάλεσε μόνιμη ζημιά στη δημόσια αντίληψη για το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης» και έθεσε σε κίνδυνο δικαστικούς λειτουργούς.
Και για όλο αυτό, κατέληξε ο Στάινγκλας, ο Τραμπ δεν θα έπρεπε να λάβει καμία ουσιαστική τιμωρία.
Στις απαντήσεις τους, τόσο ο Τραμπ όσο και ο δικηγόρος του ήταν προβλέψιμοι. Αμφότεροι δύο αμφισβήτησαν τα κίνητρα και το timing πίσω από τη δίωξη του νεοεκλεγμένου προέδρου, αποκαλώντας την όλη υπόθεση «απόπειρα εκλογική παρέμβασης».
Και οι δύο επικαλέστηκαν τη νίκη του Τραμπ τον Νοέμβριο ως δικαίωση. Ειδικά ο Τραμπ υποστήριξε ξανά την αθωότητά του, λέγοντας ότι του συμπεριφέρθηκαν «πολύ, πολύ άδικα».
Όταν ήρθε η ώρα του δικαστή Χουάν Μερτσάν να επιβάλει την ποινή του εκείνος -ίσως κάπως απροσδόκητα- δεν καταδίκασε τη συμπεριφορά του εκλεγμένου προέδρου. Αντιθέτως επέμεινε στο ότι οι παρασχεθείσες ασυλίες στον Τραμπ προήλθαν από την ιδιότητά του ως προέδρου.
Ο Τραμπ καταδικάστηκε τελικά σε απαλλαγή άνευ όρων για 34 κακουργήματα που αφορούσαν πλαστογράφηση αρχείων πληρωμών με σκοπό να εξαγoρασθεί η σιωπή της Στόρμι Ντάνιελς.
Και αντί για φυλάκιση ή πρόστιμο, καταδικάστηκε (και κατευοδώθηκε) την Παρασκευή το πρωί, με ένα «Στην ευχή του Θεού», από τον δικαστή.
Τραμπ: Στημένη υπόθεση για να μην επανεκλεγώ
Ο Τραμπ έδωσε το «παρών» στη δικαστική αίθουσα, όπως είχε το δικαίωμα, μέσω video call.
Στην εν είδει απολογίας τοποθέτησή του, ο Τραμπ έκανε λόγο για ένα τρομακτικό πισωγύρισμα τόσο για τη Νέα Υόρκη όσο και για το δικαστικό της σύστημα.
Χαρακτήρισε επίσης «φρικτή εμπειρία» την διαδικασία ακρόασης της ποινής.
Ο ίδιος δήλωσε ακόμη ότι η όλη υπόθεση στήθηκε ώστε να εμποδίσει την επανεκλογή του και λέει ότι κέρδισε τις εκλογές του 2024 τόσο στη λαϊκή ψήφο όσο και στο εκλογικό σώμα.
«Το γεγονός είναι ότι είμαι εντελώς αθώος, δεν έκανα τίποτα κακό», είπε ο Τραμπ.
Συμβολική ποινή
Οπως ήταν ήδη γνωστό, η απόφαση επρόκειτο να έχει συμβολικό και μόνο χαρακτήρα, αφού ο δικαστής Χουάν Μέρτσαν έχει ήδη δηλώσει ότι δεν επροκειτο να επιβάλει ποινή φυλάκισης ή έστω πρόστιμο στον Ντόναλντ Τραμπ.
Ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ είχε κριθεί ένοχος για την συγκεκριμένη υπόθεση στα ποινικά δικαστήρια και είχε προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας να μην ανακοινωθεί η ποινή του πριν από την ορκωμοσία του.
Στο έγγραφο της προσφυγής τους, οι συνήγοροι του εκλεγμένου προέδρου ζητούσαν «να παυθεί κατεπειγόντως» η ποινική διαδικασία στα δικαστήρια της Νέας Υόρκης, συμπεριλαμβανομένης και της σημερινής ακροαματικής διαδικασίας κατά τη διάρκεια της οποίας ανακοινώθηκε η ποινή του.
Το επιχείρημα της υπεράσπισης -για την αιτηθείσα μη δημοσιοποίηση της ποινής- ήταν ότι ο εντολέας τους χαίρει «προεδρικής ασυλίας» αν και δεν έχει ορκιστεί και ότι η απαγγελία της ποινής πλήττει τον προεδρικό θεσμό και «τη λειτουργία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης».
Η υπόθεση Στόρμι Ντάνιελς
Στις 30 Μαΐου 2024 ο Τραμπ κατέστη ο πρώτος πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ που καταδικάστηκε από ποινικό δικαστήριο.
Δώδεκα ένορκοι τον είχαν κρίνει ένοχο για παραποίηση 34 λογιστικών εγγράφων με στόχο να αποκρύψει από τους ψηφοφόρους ότι κατέβαλε 130.000 δολάρια στην ηθοποιό Στόρμι Ντάνιελς, ώστε να αποφύγει ένα σκάνδαλο πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2016.
Ο Τραμπ – που εξακολουθεί να αρνείται ότι συνευρέθηκε με την Ντάνιελς- επιμένει ότι επρόκειτο για πολιτική δίωξη, ενορχηστρωμένη από τους πολιτικούς αντιπάλους του.