Skip to main content

10 χρόνια από τη σφαγή του Charlie Hebdo: Πώς ο κόσμος απέκτησε… δυσανεξία στη σάτιρα

REUTERS/Stephane Mahe

Οι σκιτσογράφοι του Charlie Hebdo παραμένουν ακλόνητοι - Αλλά η δημόσια υποστήριξη για το δικαίωμα να σατιρίζεις, εξασθενεί - Τι έχει γίνει;

Το πρωί της 7ης Ιανουαρίου 2015, δύο άνδρες, οι Chérif και Saïd Kouachi, εισέβαλαν στα γραφεία του Charlie Hebdo, ενός γαλλικού σατιρικού περιοδικού. Οπλισμένοι με Καλάσνικοφ, δολοφόνησαν 12 άτομα σε λιγότερο από δύο λεπτά.

Οι δράστες, που συνδέονταν με την αλ-Κάιντα, δεν επέλεξαν το Charlie Hebdo τυχαία. Για χρόνια, η «ασεβής» εφημερίδα σατίριζε τις θρησκείες, συμπεριλαμβανομένου του Ισλάμ. Ήταν η αρχή του χειρότερου έτους τρομοκρατικών επιθέσεων από ισλαμιστές στο Παρίσι, που σκότωσαν σχεδόν 150 άτομα.

«Δέκα χρόνια μετά, το Charlie Hebdo παραμένει αλύγιστο και αμετανόητο, συνεχίζοντας να εκδίδει κάθε εβδομάδα με την ίδια “αχρείαστη”, “ανόητη” και προκλητική διάθεση. Αλλά τώρα λειτουργεί υπό προστασία», σχολιάζει ο Economist. Ο Laurent Sourisseau, σκιτσογράφος γνωστός ως Riss, επέζησε από τη σφαγή και ανέλαβε τη διεύθυνση μετά την επίθεση. Ιρανιστές ισλαμιστές έχουν ζητήσει τον θάνατό του, και ζει υπό την προστασία της αστυνομίας. Ο Economist τον συνάντησε σε μία μυστική τοποθεσία.

Από τότε τίποτα δεν είναι το ίδιο για το Charlie Hebdo. Παρά ταύτα, έχει ανασυγκροτήσει το προσωπικό του και έχει τονώσει την κυκλοφορία του, που ανέρχεται σε περίπου 50.000 αντίτυπα εβδομαδιαίως. Πρόκειται για αύξηση 25% σε σχέση με πριν από την επίθεση. «Το σκεφτόμαστε όλη την ώρα, αλλά δεν το συζητάμε όλη την ώρα», λέει ο Riss. «Δεν μπορείς να καταρρεύσεις από αυτήν την ιστορία».

Για να σηματοδοτήσει την επέτειο, το Charlie Hebdo δημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο «Charlie Liberty: Το Ημερολόγιο της Ζωής τους». Είναι ένας τρόπος για τους επιζώντες να κρατήσουν ζωντανούς στη μνήμη τους πρώην συναδέλφους τους. Πέντε εξ αυτών (Cabu, Charb, Honoré, Tignous και Wolinski), ήταν σκιτσογράφοι.

Μακρά παράδοση

Το Charlie Hebdo συνεχίζει μια γαλλική παράδοση πολιτικής γελοιογραφίας, συχνά σκωπτική και άσεμνη, με βαθιές ρίζες. Σκίτσα του 18ου αιώνα γελοιοποιούσαν τη Μαρία Αντουανέτα και τον Λουδοβίκο ΙΣΤ’. Περισσότερες από 1.500 σατιρικές χαρακτικές παρήχθησαν τη δεκαετία που ακολούθησε την επανάσταση του 1789.

Η αξία των σκίτσων, λέει ο Riss, είναι ότι αποτελούν «μια απλή οπτική γλώσσα, κατανοητή από όλους, για να μιλήσουν για δύσκολα πράγματα». Το Charlie Hebdo, που ιδρύθηκε το 1970, δεν χαρίζεται σε τίποτα και σε κανέναν. Η εφημερίδα εξαπολύει βολές τόσο κατά των Γάλλων πολιτικών όσο και κατά των καθεστώτων του Ιράν και της Τουρκίας, γελοιοποιώντας τους ηγέτες τους ή κάνοντας αστεία για το Ισλάμ.

Ωστόσο, οι επικριτές του Charlie Hebdo δεν είναι μόνο θρησκευτικοί ή πολιτικοί ηγέτες. Λίγο μετά τις δολοφονίες του 2015, μια ομάδα Αμερικανών συγγραφέων μποϊκόταρε ένα γκαλά στη Νέα Υόρκη, κατά το οποίο θα ελάμβανε βραβείο για το θάρρος του, με το επιχείρημα ότι οι γελοιογραφίες του εξευτελίζουν τους Μουσουλμάνους. Στη Γαλλία, ο νόμος απαγορεύει τον λόγο μίσους ή την υποκίνηση βίας, αλλά προστατεύει την βλασφημία.

Η Mediapart, μια αριστερή εφημερίδα, πρόσφατα καταδίκασε μια γελοιογραφία της σύγκρουσης μεταξύ της κοσμικής Γαλλίας και του σφοδρού Ισλαμισμού, την οποία το Charlie Hebdo παρουσίασε ως μια γυναίκα με μπούρκα και έναν άνδρα με γενειάδα. Ήταν, είπε η Mediapart, μια «δυσάρεστη» μορφή ισλαμοφοβίας που προήλθε κατευθείαν από το εγχειρίδιο της άκρας δεξιάς. (Η εφημερίδα απορρίπτει τέτοιες κατηγορίες ως αστείες. Έχει εξάλλου επανειλημμένα βάλει στο στόχαστρό της την Μαρίν Λεπέν).

Σήμερα, η γαλλική υποστήριξη στο πνεύμα του Charlie Hebdo, το λεγόμενο «Je suis Charlie», φαίνεται εύθραυστη. Ήταν ισχυρή το 2020, μετά τη αποκεφαλισμό του δασκάλου Samuel Paty από έναν τρομοκράτη. (Είχε δείξει στους μαθητές του γελοιογραφίες του Μωάμεθ σε μάθημα για την ελευθερία της έκφρασης.) Ωστόσο, το 2023 μόνο το 58% των Γάλλων δήλωσαν σε δημοσκόπηση «Je suis Charlie», ποσοστό αισθητά μειωμένο σε σχέση με το  71% το 2016.

Αυτολογοκρισία και πίεση

Αυτό μπορεί να αντικατοπτρίζει μια γενικότερη τάση στην δυτική κοινωνία. Μία τάση «δυσανεξίας» στη σάτιρα και την προκλητική κριτική. Αμερικανοί κωμικοί, όπως ο Dave Chappelle, έχουν μιλήσει εναντίον της αυξανόμενης λογοκρισίας απέναντι στη σάτιρα. Το 2019, μετά από αντιδράσεις λόγω μιας γελοιογραφίας του Μπενιαμίν Νετανιάχου, οι New York Times σταμάτησαν τη δημοσίευση πολιτικών γελοιογραφιών. Στις 3 Ιανουαρίου η Ann Telnaes παραιτήθηκε από την Washington Post μετά την απόρριψη της γελοιογραφίας της που απεικόνιζε τον ιδιοκτήτη της, Jeff Bezos, και άλλους τεχνολογικούς μεγιστάνες να προσκυνούν τον Ντόναλντ Τραμπ.

Όχι, στη Δύση δεν είναι ο νόμος που βάζει όρια στη σάτιρα, όπως επισημαίνει ο Economist. Είναι η αυτολογοκρισία και ο φόβος της ακύρωσης. Ο Plantu, σκιτσογράφος του Le Monde, έχει υποστηρίξει ότι η κοινωνική πίεση σημαίνει ότι οι σκιτσογράφοι «δεν έχουν πια την ίδια ελευθερία». Ο Riss υποστηρίζει ότι το Charlie Hebdo «δεν είναι υπερβολικά προκλητικό», αλλά φαίνεται έτσι επειδή «το περιθώριο ανεκτικότητας» στενεύει. Δέκα χρόνια μετά, η φωνή του είναι “χοντροκομμένη” αλλά πολύτιμη. «Κάνουμε ακριβώς το ίδιο που κάναμε πριν», επιμένει ο Riss. «Αλλά γύρω μας, οι άνθρωποι είναι πολύ πιο διστακτικοί».