Skip to main content

Γιατί οι επαναστάτες αγαπούν τόσο τον «Χαμένο Παράδεισο»

Το ποίημα καταλήγει με τη διαβεβαίωση ότι το «να υπακούς» είναι το καλύτερο. Παρόλα αυτά έχει εμπνεύσει επαναστάτες σε όλο τον κόσμο

Οι επαναστάτες άγγελοι κείτονται ηττημένοι μέσα στην πύρινη λίμνη της Κόλασης, κεραυνοβολημένοι από τη θεϊκή ισχύ.

Ο αρχηγός τους, ο Σατανάς δηλαδή, όταν συνέρχεται, απευθύνεται στον Βελζεβούλ, τον δεύτερο στην τάξη εκπεσόντα άγγελο. Του λέει πως δεν μετανιώνει που επαναστάτησε και πως το μίσος του για τον Θεό είναι αμείωτο. Αναρωτιέται σε τι ωφελεί ο πόθος για εκδίκηση, αν είναι να υφίστανται την αιώνια τιμωρία. Ο Σατανάς του απαντά ότι δεν πρόκειται ο ίδιος να υποταχθεί ποτέ και ότι ο σκοπός τους πρέπει να είναι να αντιπαρατίθενται με κάθε μέσο στο θέλημα του Θεού, πράττοντας το κακό.

Όλα αυτά εκτυλίσσονται στον Χαμένο Παράδεισο (Paradise Lost), το επικό ποίημα του Τζον Μίλτον. Ο Σατανάς παρουσιάζεται ως ο πρώτος επαναστάτης της δυτικής κουλτούρας, ο κακός που τόλμησε να αμφισβητήσει την εξουσία. Έχει επίσης, όπως σχολιάζει σε ανάλυσή του ο Economist, τις καλύτερες ατάκες. «Καλύτερα να βασιλεύεις στην Κόλαση παρά να υπηρετείς στον Παράδεισο», δηλώνει στο έπος του Μίλτον. Ο Θεός, αντίθετα, λέει βαρετά πράγματα για την καλοσύνη. Ο «τρομερός μονάρχης του Παραδείσου» είναι, στην πραγματικότητα, ένας τύραννος. Ο Σατανάς και οι επαναστάτες του δεν υποτάσσονται στα «υποχρεωτικά αλληλούια».

Το «Χαμένος Παράδεισος» (1667) ξαναδιηγείται την ιστορία της πτώσης του ανθρώπου. Ο Μίλτον, σχολιάζει ο Economist, επιδίωξε να «δικαιολογήσει τις οδούς του Θεού προς τον άνθρωπο» εξετάζοντας θέματα όπως η αμαρτία και η αθωότητα, η ηθική υπακοή και η ελεύθερη βούληση. Όμως, όπως γράφει ο Ορλάντο Ριντ, ακαδημαϊκός, σε ένα νέο βιβλίο, το ποίημα του Μίλτον έχει βρει άλλες, πιο γήινες σημασίες. Από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι την Αραβική Άνοιξη, οι αναγνώστες έχουν στραφεί στο «Χαμένο Παράδεισο» σε περιόδους πολιτικής αναταραχής.

Γιατί ενέπνευσε τους επαναστάτες ανά τον κόσμο

Το ποίημα έχει εμπνεύσει επαναστάτες σε όλο τον κόσμο, εν μέρει επειδή γράφτηκε μετά από μια αποτυχημένη επανάσταση. Κατά τη διάρκεια του Αγγλικού Εμφυλίου Πολέμου, ο Μίλτον υποστήριξε τον κοινοβουλευτικό αγώνα κατά της απόλυτης μοναρχίας του Καρόλου Α’. Μετά την εκτέλεση του βασιλιά το 1649, εντάχθηκε στη νέα δημοκρατική κυβέρνηση και έγραψε πραγματείες υπέρ της αποκαθήλωσης του βασιλιά. Οι βασιλόφρονες τον κατηγόρησαν ως τέρας.

Όταν η μοναρχία αποκαταστάθηκε το 1660, η πολιτική καριέρα του Μίλτον έλαβε άμεσο τέλος. Φυλακίστηκε και του επιβλήθηκε πρόστιμο, και στη συνέχεια αφιερώθηκε στο έργο του. Μέχρι τότε, είχε χάσει την όρασή του. Συνέγραψε τον «Χαμένο Παράδεισο» υπαγορεύοντάς τον στους γραμματείς του.

Έναν αιώνα αργότερα, το ποίημα διαβάστηκε από επαναστάτες στην Αμερική. Ο Τόμας Πέιν το ανέφερε στην μπροσούρα του «Common Sense», καλώντας τις αποικίες να αποτινάξουν το βρετανικό ζυγό: «Ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή συμφιλίωση εκεί όπου πληγές θανάσιμου μίσους έχουν διαπεράσει τόσο βαθιά». Ο Τόμας Τζέφερσον επίσης αντέγραψε αποσπάσματα από το ποίημα στο προσωπικό του βιβλίο σημειώσεων. Ιδιαίτερα του άρεσαν οι λόγοι του Σατανά, που επηρέασαν τις φράσεις του στην Καταγγελία του Γεωργίου Γ’ στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. «Άραγε ο Τζέφερσον διαισθάνθηκε ότι ο εχθρός του Σατανά, ο απόμακρος τύραννος, έμοιαζε με τον Βασιλιά της Βρετανίας;» αναρωτιέται ο Ριντ. «Ή απλώς θαύμαζε την αδιάκοπη δέσμευση του Σατανά;».

Πολλαπλές ερμηνείες

Οι Πέιν και Τζέφερσον δεν ήταν οι μόνοι που συμπάθησαν τον διάβολο του Μίλτον. Στη Γαλλία, οι Ιακωβίνοι εξυμνούσαν τον Μίλτον ως «φίλο της ελευθερίας»· στη Βρετανία, οι Ρομαντικοί ποιητές έβλεπαν τον Σατανά ως τον ήρωα του ποιήματος. «Ο λόγος που ο Μίλτον έγραφε με περιορισμούς όταν έγραφε για αγγέλους και τον Θεό, και με ελευθερία όταν έγραφε για δαίμονες και την Κόλαση, είναι ότι ήταν ένας αληθινός ποιητής και μέλος της παράταξης του Διαβόλου χωρίς να το ξέρει», έγραψε ο Γουίλιαμ Μπλέικ, υπονοώντας ότι ο Μίλτον, αν και ευσεβής, κατά βάθος προτιμούσε τον Σατανά.

Αργότερα, το ποίημα ενέπνευσε αγωνιστές για την ισότητα. Ωστόσο δεν έδωσαν όλοι ίδιες ερμηνείες. Η φεμινίστρια συγγραφέας Μαίρη Γουόλστονκραφτ επέκρινε την σεξιστική απεικόνιση της Εύας από τον Μίλτον.

Ο Ζαν Λουί Βαστέι, Αϊτινός δοκιμιογράφος, υποστήριξε ότι δεν ήταν οι ανυπάκουοι Αϊτινοί αλλά οι πρώην αποικιοκράτες αφέντες τους που έμοιαζαν με τα πνεύματα της Κόλασης. Οι καταργητές της δουλείας παρομοίαζαν τη σκλαβιά με την Κόλαση του Μίλτον. Ο Μάλκομ Χ, ακτιβιστής για τα δικαιώματα των μαύρων, διάβασε το ποίημα στη φυλακή και ένιωσε ότι συνδεόταν με τις διδασκαλίες του Ισλάμ.

Για ένα θρησκευτικό έργο του 17ου αιώνα που εκτείνεται σε 10.565 συναρπαστικούς στίχους ανομοιοκατάληκτης ιαμβικής πενταμέτρου, η κληρονομιά του είναι αξιοσημείωτη. Είναι συναρπαστικό να διαβάζει κανείς τις διαφορετικές, συχνά αντιφατικές, ερμηνείες. Και το κείμενο παραμένει επίκαιρο τον 21ο αιώνα. Ο Καναδός ψυχολόγος Τζόρνταν Πίτερσον, αγαπητός στους συντηρητικούς «bros», έχει δηλώσει ότι «το μεγάλο ποίημα του Μίλτον ήταν μια προφητεία». Βλέπει τον Σατανά ως μια γεμάτη μνησικακία φιγούρα—παρόμοια, θεωρεί, με τους δυσαρεστημένους αριστερούς σήμερα.

Και η αξία της επιμονής

Το ποίημα καταλήγει με την αποβολή του Αδάμ και της Εύας από την Εδέμ, και με τη διαβεβαίωση ότι το «να υπακούς» στον Θεό «είναι το καλύτερο». Οι τύραννοι, βλέποντας τον εαυτό τους ως θεϊκές φιγούρες, αγαπούν αυτό το μήνυμα.

Έτσι, όταν μια αραβική μετάφραση του «Χαμένου Παράδεισου» δημοσιεύτηκε στη Συρία το 2011, μια ελεγχόμενη από το καθεστώς εφημερίδα υποστήριξε ότι το ποίημα δείχνει την αναπόφευκτη αποτυχία των επαναστάσεων. Μην αντισταθείτε, γιατί μπορεί να καταλήξετε όπως ο Σατανάς και ο Βελζεβούλ, να επιπλέετε στη φλεγόμενη λίμνη της Κόλασης σαν «δυο σαύρες σε τζακούζι» (όπως το θέτει ο Ριντ).

Οι υπήκοοι του Μπασάρ αλ-Άσαντ φαίνεται να προτίμησαν μια διαφορετική ερμηνεία, και τον ανέτρεψαν τον Δεκέμβριο. Η «επίμονη υπομονή» τους, σε αντίθεση με του Σατανά, ανταμείφθηκε τελικά.