Βυθισμένη στο πένθος παραμένει η Νότια Κορέα, στη σκιά του αεροπορικού δυστυχήματος που στοίχισε τη ζωή σε 179 άτομα, ενώ οι προσωπικές ιστορίες των θυμάτων δίνουν ακόμη πιο δραματικές διαστάσεις στην τραγωδία.
Πέντε γυναίκες συνάδελφοι, που είχαν ταξιδέψει στην Μπανγκόκ για να γιορτάσουν την προαγωγή τους, συγκαταλέγονται στους επιβάτες της πτήσης 7C2216 που σκοτώθηκαν όταν το αεροσκάφος της Jeju Air συνετρίβη στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Μουάν, στο πιο πολύνεκρο αεροπορικό δυστύχημα που έχει σημειωθεί σε νοτιοκορεατικό έδαφος.
Τα γραφεία όπου πριν από λίγο καιρό σχεδίαζαν το ταξίδι τους είναι σήμερα άδεια γραφεία, ενώ σε ένα ημερολόγιο φαίνονται μαρκαρισμένες οι ημέρες μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων.
Σοκαρισμένοι από το δυστύχημα και τον χαμό των συναδέλφων και φίλων τους, οι εργαζόμενοι φορώντας τη μαύρη κορδέλα του πένθους στο μανίκι τους, έκλαιγαν καθισμένοι στα γραφεία τους βλέποντας άδεια εκείνα των συναδέλφων τους που σκοτώθηκαν.
Πάνω τους είχαν αποθέσει λευκά χρυσάνθεμα, ενώ σε ένα γραφείο υπήρχαν ακόμη οι κούτες με βιβλία και γραφική ύλη που ανήκαν σε ένα άλλο θύμα το οποίο επρόκειτο να αλλάξει γραφείο μετά την Πρωτοχρονιά.
«Μοιάζει με ψέμα»
«Μοιάζει με ψέμα» ανέφερε ο Λι Ντάε-κουν, αξιωματούχος στην Υπηρεσία Εκπαίδευσης του Τζεολανάμντο, ο οποίος εργαζόταν στην ίδια υπηρεσία με ένα από τα θύματα. «Σαν να την βλέπω μπροστά μου. Όποτε βλέπω τα λουλουδια στο άδειο γραφείο με κατακλύζει η θλίψη» πρόσθεσε.
Οι υπάλληλοι ήταν μια παρέα συναδέλφων και φίλων που ανυπομονούσαν να πάνε σε αυτό το ταξίδι, όπως περιγράφουν οι συνάδελφοί τους.
«Σαν συνάδελφος ήταν πολύ εργατική και καλή, ευγενική με τους υπόλοιπους. Πάντα μου έλεγε να παραμένω χαρούμενος και θετικός» ανέφερε ο Λι. Πρόσθεσε μάλιστα ότι πήγε στο αεροδρόμιο με άλλους συναδέλφους για να δώσει τρόφιμα και φορτιστή για τα κινητά τους στους συγγενείς που είχαν εγκατασταθεί εκεί.
Στο γραφείο, η διεύθυνση παραχώρησε ένα χώρο όπου μπορούν να πηγαίνουν οι συνάδελφοι και οι γείτονες να τιμούν τη μνήμη των θυμάτων. Εκεί βρίσκεται η Λι Κουί-σαν, μια σχολική μαγείρισσα που ολοφύρεται καθώς θυμάται σαν να’ταν σήμερα την τελευταία φορά που έπιασε το χέρι μιας άλλης συναδέλφου που σκοτώθηκε. «Τα ονόματά μας μοιάζουν. Ήμαστε σαν αδέλφια που είχαν χωριστεί και μόλις ξανασυναντήθηκαν. Κι έτσι είπαμε να ξανασυναντηθούμε, δώσαμε τα χέρια μας, γελάσαμε και οι δρόμοι μας χώρισαν. Της μιλούσα πολύ για τα προσωπικά αλλά και τα επαγγελματικά μου κι αυτό μου ραγίζει την καρδιά», πρόσθεσε.