Ήταν ένα μάλλον παράξενο θέαμα για τη Γερμανία αυτό που παρουσιάστηκε χθες στην Bundestag- την Ομοσπονδιακή βουλή: Ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Όλαφ Σολτς ζήτησε ουσιαστικά να εκφράσουν οι βουλευτές την έλλειψη εμπιστοσύνης στον ίδιο και την υπό κατάρρευση κυβέρνησή του.
Και οι βουλευτές το έπραξαν με μεγάλη πλειοψηφία: 394 τον καταψήφισαν, μόλις 207 τον στήριξαν-ήταν μόνο οι βουλευτές του κόμματός του- και περισσότεροι από 100 απείχαν.
Ήταν μια κοινοβουλευτική διαδικασία που οδηγεί την Γερμανία σε πρόωρες εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου.
Το Βερολίνο ξεμπλοκάρει έτσι μια κατάσταση μη βιώσιμης παράλυσης χωρίς λύση για μια κυβέρνηση που πρακτικά απέτυχε στο έργο της. Σε μια χώρα σε ύφεση για δύο συνεχόμενες χρονιές και σε βαθιά κρίση, εν μέρει λόγω της απουσίας μεταρρυθμίσεων και της έλλειψης επενδύσεων τον τελευταίο καιρό.
Μια ύφεση που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται και στην απώλεια του φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου, μετά τις κυρώσεις που επέβαλε η Ευρώπη στη Μόσχα λόγω της εισβολής στην Ουκρανία.
Ο Σολτς και οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες πληρώνουν με άλλα λόγια το τίμημα της εισόδου της Γερμανίας και της ΕΕ σε νέα εποχή γεωπολιτικών αλλαγών και μεγάλων ανταγωνισμών, απέναντι στις δύο μεγάλες υπερδυνάμεις –τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα.
Στην ουσία, η ήττα του Σολτς οφείλεται στο γεγονός ότι δεν μπόρεσε να εισαγάγει μεγάλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά περιορίστηκε σε δημαγωγικές εκκλήσεις για κοινωνική δικαιοσύνη.
Θα μπορούσε να ειπωθεί, ειρωνικά, αλλά χωρίς να απομακρυνόμαστε πολύ από την πραγματικότητα, ότι οι ελλείψεις της διακυβέρνησης Σολτς περιγράφονται πολύ εύστοχα στο παρατσούκλι που επινόησαν οι αντίπαλοί του: «Σόλτσεν»- μια λέξη που παίζει με το επίθετό του καγκελάριου και σημαίνει «αναβάλλω»- καθώς ανέβαλε συνεχώς κρίσιμες αποφάσεις.
Αλλαγή εποχής
Η Γερμανία , όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη άλλωστε άργησαν να καταλάβουν την Zeitenwende –τη ριζική αλλαγή εποχής-που φέρνει παγκοσμίως και η είσοδος του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, που απειλεί με το ενδεχόμενο νέων δασμών στις ευρωπαϊκές και γερμανικές εξαγωγές.
Αυτό ήταν μεγάλο λάθος του Όλαφ Σολτς. Δεν προχώρησε σε καμία διαρθρωτική μεταρρύθμιση, παρόλο που βρέθηκε να διαχειρίζεται την αποτυχία του μοντέλου που κληρονόμησε από την Άνγκελα Μέρκελ. Ένα μοντέλο βασισμένο στην εισαγόμενη ενέργεια πολύ χαμηλού κόστους από τη Ρωσία και στο κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών που αποφασίστηκε μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα το 2011.
Η κυβέρνηση Σολτς δεν έλαβε επίσης κανένα μέτρο για να αντιμετωπίσει τη ριζική μείωση των γερμανικών εξαγωγών στην κινεζική αγορά, ιδιαίτερα στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Και, κυρίως, απέφυγε να δρομολογήσει ένα φιλόδοξο διαρθρωτικό επενδυτικό σχέδιο τύπου Ρούσβελτ, το οποίο είναι απαραίτητο για την αναβίωση μιας χώρας όπου πολλά πράγματα δεν λειτουργούν πλέον και κινδυνεύει να γίνει -αν δεν έχει γίνει κιόλας- ο Μεγάλος Ασθενής της Ευρώπης.