Η Γερμανία βρίσκεται σε σημείο χωρίς επιστροφή. Οι επιχειρηματικοί ηγέτες το γνωρίζουν, ο λαός στη χώρα το αισθάνεται, αλλά οι πολιτικοί δεν έχουν βρει λύσεις.
Αυτό έχει θέσει τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης σε τροχιά παρακμής που απειλεί να γίνει μη αναστρέψιμη, προειδοποιεί σε ανάλυσή του το Bloomberg.
Μετά από πέντε χρόνια στασιμότητας, η γερμανική οικονομία είναι πλέον 5% μικρότερη από ό,τι θα ήταν αν είχε διατηρηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης πριν από την πανδημία. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Bloomberg Economics, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της υστέρησης θα είναι δύσκολο να ανακτηθεί, λόγω δομικών πληγμάτων όπως η απώλεια φθηνής ρωσικής ενέργειας και η δυσκολία κολοσσών όπως οι Volkswagen AG και Mercedes-Benz Group AG να ανταγωνιστούν τις κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες.
Η μείωση της εθνικής ανταγωνιστικότητας σημαίνει ότι κάθε νοικοκυριό βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση κατά περίπου €2.500 ετησίως.
Η Ευρώπη παρασύρεται μαζί της
Μετά την απώλεια ψήφου εμπιστοσύνης από τον Καγκελάριο Όλαφ Σολτς τη Δευτέρα, οι πρόωρες εκλογές προσφέρουν μια ευκαιρία αλλαγής πορείας, αλλά η τάση της σταδιακής φθοράς δεν δημιουργεί αίσθηση επείγοντος. Ο κίνδυνος είναι να υπάρξουν χλιαρές πολιτικές απαντήσεις που στερούνται φιλοδοξίας να αντιμετωπίσουν τις υποκείμενες προκλήσεις.
«Η Γερμανία δεν καταρρέει από τη μια μέρα στην άλλη. Αυτό είναι που κάνει αυτό το σενάριο τόσο απολύτως συγκλονιστικό», δήλωσε στο Bloomberg, η Έιμι Γουέμπ, ιδρύτρια και CEO του Future Today Institute, που συμβουλεύει γερμανικές εταιρείες για στρατηγική. «Είναι μια πολύ αργή, πολύ παρατεταμένη παρακμή. Όχι μιας εταιρείας, όχι μιας πόλης, αλλά ολόκληρης της χώρας, και η Ευρώπη παρασύρεται μαζί της».
Η μεγαλύτερη κρίση από την επανένωση
Το κλείσιμο του εργοστασίου σωλήνων Vallourec SACA στο Ντίσελντορφ, που λειτουργούσε για περισσότερο από έναν αιώνα, αποτελεί ένα από τα πολλά σημάδια της βιομηχανικής υποχώρησης της Γερμανίας.
Η Γερμανία χάνει όλο και περισσότερη από την ενεργοβόρα μεταποιητική της παραγωγή και οι εξαγωγές μειώνονται καθώς οι ανήσυχες εταιρείες περιορίζουν τις εγχώριες επενδύσεις. Καθώς τα επίπεδα διαβίωσης επιδεινώνονται, οι ψηφοφόροι αναζητούν κάποιον να κατηγορήσουν, και οι κοινωνικές εντάσεις διώχνουν το ξένο ταλέντο που η χώρα απεγνωσμένα χρειάζεται. Το τοξικό μείγμα επιφυλακτικότητας και αγανάκτησης θα εξαπλωθεί σταδιακά σε ολόκληρη την Ευρώπη.
«Η ζωή όλων, λίγο-λίγο, γίνεται λίγο χειρότερη για το υπόλοιπο της ύπαρξής τους,» εξηγεί η Γουέμπ.
Χρόνια κακών αποφάσεων και λίγης ατυχίας έχουν διαλύσει το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας, ακριβώς όταν η υπόλοιπη Ευρώπη χρειάζεται τη βιομηχανική της δύναμη για να συμβαδίσει με την Κίνα, να αντιμετωπίσει τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία και να ανταποκριθεί στις ολοένα και πιο απομονωτικές πολιτικές των ΗΠΑ. Αντίθετα, η Γερμανία αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη κρίση της από την επανένωση.
Τριάντα πέντε χρόνια πριν, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου ένωσε τους Γερμανούς γύρω από ένα τεράστιο σχέδιο δαπανών για την ενσωμάτωση της πρώην κομμουνιστικής Ανατολής. Τώρα η χώρα είναι πικρά διχασμένη και το πολωμένο εκλογικό σώμα είναι απίθανο να δώσει σαφή εντολή για την κυβέρνηση που θα αναλάβει μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου.
«Η ανταγωνιστική θέση της γερμανικής βιομηχανίας έχει επιδεινωθεί,» τόνισε ο Γιοαχίμ Νάγκελ, πρόεδρος της Bundesbank, σε ομιλία του στο Λουξεμβούργο νωρίτερα αυτόν τον μήνα. «Οι αναπτυσσόμενες ξένες αγορές δεν παρέχουν πλέον τις ίδιες αναπτυξιακές ώθησεις όπως στο παρελθόν.»
Πολλά χρόνια υποεπένδυσης και εξάρτησης
«Τα προβλήματα της Γερμανίας δεν θα εξαφανιστούν από μόνα τους. Η αναδιαμόρφωση της οικονομίας για το μέλλον, η βελτίωση της παραγωγικότητας και η αντιμετώπιση των αιτιών του υψηλού ενεργειακού κόστους απαιτούν άμεση προσοχή από την επόμενη κυβέρνηση. Το ποια θα είναι αυτή, είναι ένα ερώτημα, σε ένα βαθιά κατακερματισμένο πολιτικό σύστημα.
Οι οικονομολόγοι και οι επιχειρηματικοί ηγέτες ζητούν απεγνωσμένα μείωση της γραφειοκρατίας, εκσυγχρονισμό των υποδομών και επιτάχυνση των ψηφιακών πρωτοβουλιών. Ωστόσο, η πολιτική διαίρεση απειλεί να κρατήσει τη Γερμανία σε μια πορεία που επικεντρώνεται στη διατήρηση του status quo, αντί να στραφεί προς το μέλλον.
H τάση αυτή προϋπήρχε του Σολτς. Κατά τη διάρκεια των 16 ετών της Άνγκελα Μέρκελ ως καγκελαρίου, το αμφιλεγόμενο φρένο χρέους θεσμοθετήθηκε, συμβάλλοντας στην υποεπένδυση σε άμυνα, μεταφορές και εκπαίδευση. Επίσης, εμβάθυνε την εξάρτηση της Γερμανίας από τη φθηνή ρωσική ενέργεια, μια αδυναμία που αποκαλύφθηκε όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν διέταξε την πλήρους κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.