Η ταχεία πρόοδος των Σύρων ανταρτών τις τελευταίες ημέρες δίνει στην Τουρκία περισσότερη δύναμη να περιορίσει τη ρωσική και ιρανική επιρροή στην περιοχή, αλλά επίσης κινδυνεύει να προκαλέσει νέα αστάθεια στο κατώφλι της.
Η Τουρκία έχει μακροχρόνιες σχέσεις με αντάρτες που εισήλθαν χθες, Πέμπτη στη Χάμα, τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, και κατέλαβαν τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας, το Χαλέπι. Η επίθεση σηματοδοτεί την πιο σκληρή πρόκληση των τελευταίων ετών για το καθεστώς του Σύρου Προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, το οποίο υποστηρίζεται από τη Μόσχα και την Τεχεράνη.
Όπως επισημαίνει σε ανάλυσή της η WSJ η αιφνίδια επέλαση των ανταρτών πρόκειται να ενισχύσει την επιρροή της Τουρκίας στο μέλλον της Συρίας, ειδικά με τη Ρωσία να έχει εστιάσει την προσοχή και τις δυνάμεις της στον πόλεμο στην Ουκρανία και το Ιράν να είναι εγκλωβισμένο σε αντιπαράθεση με το Ισραήλ. Η κυβέρνηση του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται τώρα σε ισχυρότερη θέση να ασκήσει πίεση στις Κούρδους πολιτοφυλακές, που έχουν δεσμούς με τις Η.Π.Α.
Η νέα θέση ισχύος της Τουρκίας θα μπορούσε να τη βοηθήσει να ακολουθήσει μια πιο σκληρή γραμμή στις διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία και το Ιράν για το μέλλον της Συρίας. Η Άγκυρα προτρέπει τώρα το καθεστώς Άσαντ να επιδιώξει μια πολιτική λύση στη σύγκρουση.
Η επίθεση των ανταρτών δίνει επίσης στην Άγκυρα ένα παράθυρο ευκαιρίας, σημειώνει η WSJ, για να μειώσει την πίεση στα νότια σύνορά της. Περισσότεροι από τρία εκατομμύρια Σύροι κατέφυγαν στην Τουρκία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, που ξεκίνησε πριν από περισσότερο από μια δεκαετία. Τώρα, καθώς οι αντάρτες καταλαμβάνουν περισσότερα εδάφη, ορισμένοι στην τουρκική κυβέρνηση ελπίζουν ότι κάποιοι από αυτούς τους πρόσφυγες μπορεί να αδράξουν την ευκαιρία να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
«Ο Ερντογάν θέλει οπωσδήποτε να το μετατρέψει σε ευκαιρία», εξηγεί στην αμερικανική εφημερίδα ο Γκονούλ Τολ, διευθυντής του προγράμματος Τουρκίας στο Ινστιτούτο Μέσης Ανατολής στην Ουάσιγκτον και συγγραφέας ενός βιβλίου για την τακτική του Ερντογάν στον πόλεμο της Συρίας. «Ο Άσαντ έχει αποδυναμωθεί. Η έκταση του εδάφους που κατέχουν οι αντάρτες είναι τόσο δραματικό και αυτό δίνει στην Τουρκία μεγαλύτερη μόχλευση».
Οι κίνδυνοι
Ταυτόχρονα, η προέλαση των ανταρτών εγκυμονεί νέους κινδύνους για την Τουρκία, μετά από αρκετά χρόνια κατά τα οποία οι μάχες στη Συρία υποχώρησαν σε μεγάλο βαθμό. Η Ρωσία και το συριακό καθεστώς ενέτειναν τις αεροπορικές επιδρομές στο Χαλέπι και σε άλλα εδάφη που ελέγχονται από τους αντάρτες τις τελευταίες ημέρες και η επιστροφή στις έντονες μάχες θα μπορούσε να στείλει κύματα προσφύγων στην Τουρκία, αντί να μειώσει την πίεση στα σύνορά της.
Επιπλέον, άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Η.Π.Α. και η Ρωσία, μπορεί να αναζητήσουν βοήθεια από την Άγκυρα στην προσπάθεια να χαλιναγωγήσουν τον ηγέτη των ανταρτών, Αμπού Μοχάμεντ Αλ Τζουλάνι, τζιχαντιστή που είχε κάποτε στενούς δεσμούς με Αλ Κάιντα και ISIS, αλλά έχει δηλώσει ότι έχει εγκαταλείψει εδώ και χρόνια τον εξτρεμισμό.
Ο Τζουλάνι ηγείται της μεγαλύτερης ανταρτικής ομάδας, της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS), οργάνωσης που χαρακτηρίζεται τρομοκρατική από τις ΗΠΑ. Η Τουρκία έχει μακροχρόνια σχέση με την HTS μέσω των υπηρεσιών πληροφοριών της, αν και η Άγκυρα δεν ελέγχει άμεσα την ομάδα.
Οι ΗΠΑ έχουν πει ότι στόχος τους στην τρέχουσα κρίση στη Συρία είναι να αποκλιμακώσουν τις μάχες και να προστατεύσουν τους αμάχους και τις μειονοτικές ομάδες. «Όλοι πρέπει να εργαστούν για να επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός το συντομότερο δυνατό. Αυτό σημαίνει να συμμετάσχουν οι Τούρκοι. Σημαίνει επίσης να συμμετάσχουν οι Ρώσοι και οι Ιρανοί και η συριακή κυβέρνηση», δήλωσε στη WSJ ο Ρόμπερτ Φορντ, Αμερικανός πρώην πρέσβης στη Συρία. «Εάν πρόκειται να υπάρξει κατάπαυση του πυρός, η HTS, πρέπει να είναι μέρος της».
Πίεση στις κουρδικές φατρίες
Μετά την αρχική συγκράτηση, άλλες φατρίες ανταρτών που υποστηρίζονται από την Τουρκία έχουν ενταχθεί στην επίθεση υπό την ηγεσία της HTS κατά του Άσαντ. Μεταξύ άλλων έχουν καταλάβει εδάφη από κουρδικές φατρίες κοντά στο Χαλέπι, σε ακόμη μία ένδειξη του πώς η Τουρκία σκοπεύει να χρησιμοποιήσει την κατάσταση προς όφελός της.
Ο Ερντογάν ήταν κάποτε ο σημαντικότερος ξένος υποστηρικτής της ένοπλης εξέγερσης κατά του Άσαντ μετά την εξέγερση του 2011 κατά της διακυβέρνησής του. Ο Τούρκος πρόεδρος επέτρεψε σε μαχητές και όπλα να περάσουν από τα σύνορα της Τουρκίας στη Συρία.
Όμως ο πόλεμος σύντομα έγινε βάρος για τον Ερντογάν. Ο Άσαντ παρέμεινε στην εξουσία με στρατιωτική υποστήριξη από τη Ρωσία και το Ιράν, και εξτρεμιστικές ομάδες όπως το Ισλαμικό Κράτος κατέλαβαν τμήματα της Συρίας και εξαπέλυσαν επιθέσεις στην Τουρκία. Μια εισροή προσφύγων προκάλεσε εθνικιστική κριτική στην τουρκική κυβέρνηση.
«Δεν έχουμε καμία εμπλοκή»
Τα τελευταία χρόνια, ο Ερντογάν άλλαξε την προσέγγισή του, σφραγίζοντας τα σύνορα στους πρόσφυγες και ξεκινώντας διαπραγματεύσεις με τη συριακή κυβέρνηση με την ελπίδα να διευθετηθεί η σύγκρουση. Ως μέρος μιας συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός το 2020, η Τουρκία εγκατέστησε στρατιωτικές δυνάμεις στον θύλακα των ανταρτών, στη βόρεια επαρχία Ιντλίμπ της Συρίας.
Τούρκοι αξιωματούχοι δήλωσαν ότι η κυβέρνηση δεν είχε κανένα ρόλο στην υποστήριξη ή την παροχή άδειας για την πρόσφατη επίθεση των ανταρτών. «Η Τουρκία δεν εμπλέκεται στις συγκρούσεις στο Χαλέπι», δήλωσε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν.