Θα είναι η δεύτερη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ ίδια με την πρώτη; Παρά τις κραυγές και τον ηθικό πανικό των φιλελεύθερων ΜΜΕ στις ΗΠΑ περί «τέλους της δημοκρατίας», η αλήθεια είναι ότι η πρώτη θητεία του Τραμπ είχε αφήσει πίσω της, μέχρι να ενσκήψει η πανδημία, ελάχιστες απτές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους και της οικονομίας στις ΗΠΑ.
Το φετινό εκλογικό αποτέλεσμα αποτελεί άλλωστε την καλύτερη απόδειξη ότι, στο μυαλό του μέσου Αμερικάνου, ήταν η περίοδος Τραμπ αυτή της «κανονικότητας» και η προεδρία Μπάιντεν αυτή της διαρκούς κρίσης, του πληθωρισμού και των πολέμων.
Τώρα όμως οι ενδείξεις είναι πολύ διαφορετικές. Φυσικά υπάρχει πάντα η πιθανότητα και η νέα προεδρία του Τραμπ να εκφυλιστεί σε ένα γκροτέσκο θέατρο ακυβερνησίας, ημιτελών πρωτοβουλιών και ανοργανωσιάς. Όμως δεν είναι ο ίδιος Τραμπ με τον παλιό αυτός που έρχεται στην εξουσία, ή για την ακρίβεια, δεν είναι ίδιο το μπλοκ εξουσίας που ανέρχεται μαζί του. Αν το 2016 ήταν ένα αναπάντεχο σπάσιμο του «φράγματος» που έφερε μια ανέτοιμη λαϊκιστική πλημμύρα στην εξουσία, το 2024 η Τραμπική επανάσταση φαίνεται να μπαίνει στην «Βοναπαρτική» φάση της, έτοιμη να αλλάξει ουσιαστικά τις παραμέτρους άσκησης της εξουσίας.
Δίπλα στον Τραμπ ανέρχεται στην εξουσία, πέραν των παραδοσιακών Ρεπουμπλικανικών οικονομικών συμφερόντων στην βιομηχανία ενέργειας και τον τραπεζικό τομέα, και μια πτέρυγα του τομέα των νέων ψηφιακών τεχνολογιών, μιας οικονομικής δύναμης που μέχρι πρότινος κινούνταν περισσότερο στον χώρο των Δημοκρατικών. Πρόσωπα αυτής της νέας συντηρητικής έκφρασης της Σίλικον Βάλεϊ είναι ο μεγιστάνας και ιδιοκτήτης της πλατφόρμας Χ (πρώην Τουίτερ) Ίλον Μασκ και ο νέος αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς. Οι δυο τους ηγούνται μιας ιδεολογικής επανάστασης μεταξύ των παικτών των νέων τεχνολογιών.
Στα πρώτα 30 χρόνια γιγάντωσής του, αυτός ο τομέας είχε ταυτιστεί με τις ιδέες της διαρκούς αλλαγής και ανανέωσης, της προσωπικής ελευθερίας και επιλογής, της ανάδειξης των νέων ταυτοτήτων, αλλά και της ολοένα μεγαλύτερης αστυνόμευσης του λόγου, ιδέες που διαχέονταν μέσω των κοινωνικών δικτύων που αυτή η βιομηχανία ελέγχει. Με τον Μασκ και τον Βανς όμως το ιδεολογικό πρόσημο της ψηφιακής βιομηχανίας αλλάζει. Τώρα αυτές οι τεχνολογίες τίθενται στην υπηρεσία ενός, εκ πρώτης όψεως, παράδοξου μείγματος παραδοσιακών «οικογενειακών» αξιών και πλήρους ελευθερίας λόγου και έκφρασης, όπως βλέπουμε στο Χ. Στον Βανς ιδιαίτερα ο Τραμπισμός βρίσκει έναν συγκροτημένο εκφραστή αυτής της ιδεολογίας που επιζητά την ανατροπή συνολικά των αρχών και θεσμών ελέγχου και ρύθμισης του φιλελεύθερου κράτους.
Στην άκρη οι εκφραστές της «πολιτικής ορθότητας»
Πρόκειται ουσιαστικά για μια εσωτερική επανάσταση στον πιο δυναμικό τομέα της αμερικανικής οικονομίας, με την ρισκαδόρικη επένδυση του Έλον Μασκ στο Χ, που μέχρι πρότινος ήταν αντικείμενο χλευασμού, να αποδεικνύεται τελικά υψηλής απόδοσης, αφού αυτός γίνεται πια ντε φάκτο συγκυβερνήτης της μεγαλύτερης δύναμης στον κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο παραμερίζονται άλλοι μεγιστάνες των νέων τεχνολογιών, όπως ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ και ο Τιμ Κουκ, εκφραστές της «πολιτικής ορθότητας» και συνομιλητές των κρατικών ρυθμιστικών αρχών από τα χρόνια της προεδρίας Ομπάμα. (Ενδιάμεση είναι η θέση του Τζεφ Μπέζος, που φρόντισε να καλύψει τα νώτα του απαγορεύοντας την τελευταία στιγμή στην εφημερίδα ιδιοκτησίας του Γουάσινγκτον Ποστ να υποστηρίξει την Κάμαλα Χάρις πριν τις εκλογές.)
Το τι επιζητά αυτό το νέο δυνητικό μπλοκ εξουσίας δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο. Το πιθανότερο είναι οι τεχνολογίες και οι πλατφόρμες του Μασκ και των ομοϊδεατών του να χρησιμοποιηθούν σε μια δραστική μεταρρύθμιση, περικοπή και ντε φάκτο ιδιωτικοποίηση των κρατικών θεσμών στην Ουάσιγκτον, η οποία θα παρουσιαστεί στο κοινό του Τραμπ ως επίθεση στο «βαθύ κράτος». Με αυτόν τον τρόπο θα εξαφανιστούν οι όποιοι περιορισμοί (π.χ. προστασίας της ιδιωτικότητας) στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, ιδιαίτερα της τεχνητής νοημοσύνης. Η ρητορική του Τραμπ περί εθνικού μεγαλείου και ανταγωνισμού στην κούρσα τεχνολογίας με την Κίνα, όπου οι ΗΠΑ πρέπει πάση θυσία να ανακτήσουν την πρωτοκαθεδρία, θα νομιμοποιήσει αυτήν την επιλογή.
Ο αντίκτυπος στην εξωτερική πολιτική
Το τι θα σημάνει κάτι τέτοιο για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο είναι επίσης ακόμα νεφελώδες. Αυτό το οποίο φαίνεται βέβαιο είναι ότι το νέο καθεστώς δεν έχει σε καμία προτεραιότητα την Ευρώπη και την Ουκρανία, όπου ένα είδος συν-διαχείρισης με την Ρωσία θεωρείται ένας αποδεκτός τρόπος να κλείσει η εκκρεμότητα. Παρά την άνευ όρων στήριξη στον Νετανιάχου αυτήν την στιγμή, δεν πρέπει να λησμονείται επίσης ότι στην πρώτη του θητεία ο Τραμπ είχε προχωρήσει ένα σχέδιο πολλαπλών «συνθηκών ειρήνης» στην Μέση Ανατολή, κάτι που ίσως επιδιώξει ξανά αφού όμως πρώτα το Ισραήλ πετύχει το μεγαλύτερο μέρος των στόχων του. Ακόμα και με την Κίνα δεν είναι επίσης βέβαιο ότι ο νέος πρόεδρος θα επιδιώξει σύγκρουση, δεδομένων των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων που έχει εκεί ο Μασκ.
Αντί για σύγκρουση, ένα σενάριο είναι οι ΗΠΑ του Τραμπ να ακολουθήσουν στο εξωτερικό την ίδια αντι-θεσμική τακτική του τεχνο-λαϊκισμού που πιθανώς θα εφαρμόσουν και στο εσωτερικό των ΗΠΑ: μια εγκατάλειψη και αποσάθρωση εκ των έσω των βασικότερων διεθνών θεσμών, και αντικατάστασή τους από ένα σύστημα προσωπικών σχέσεων και συναντήσεων διαφόρων «μεγάλων ηγετών», στο αυταρχικό πρότυπο του Τραμπ οι περισσότεροι, οι οποίοι θα κάνουν και τα σχετικά deal. Όπως στο εσωτερικό των ΗΠΑ, η διεθνής σκηνή θα κληθεί να αλλάξει στα πρότυπα ενός μεταμοντέρνου συντηρητισμού, που θα συνδυάζει τις μεθόδους της εποχής της διπλωματίας των μεγάλων δυνάμεων του 19ου αιώνα με έναν υφέρποντα αλλά εντεινόμενο ανταγωνισμό στο πεδίο των νέων τεχνολογιών.
Το αν αυτή η νέα ισορροπία θα αποτελέσει το υπόβαθρο για μια νέα σταθερή διεθνή τάξη μένει να φανεί. Φυσικά ακόμα περισσότερο σημαντικό είναι αν τελικά ο Τραμπισμός επανέρχεται στην εξουσία περισσότερο προετοιμασμένος από την πρώτη φορά.
*Ο Άγγελος Χρυσόγελος είναι Αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σχέσεων του London Metropolitan University