Στην πρώτη του εκλογή το 2016 ο Ντόναλντ Τραμπ παρουσιάστηκε από μεγάλη μερίδα των αναλυτών ως ένας «μαύρο κύκνος», δηλαδή ένα απρόβλεπτο, σοκαριστικό γεγονός. Σήμερα δεν μπορούμε να μιλάμε για κάτι τέτοιο.
Ακόμη και αν δεν περίμενε κανείς την τόσο άνετη, θριαμβευτική επικράτησή του, αντιλαμβανόταν ότι έχει σε κάθε περίπτωση το προβάδισμα. Η νίκη του ήταν μια από καιρό προβλέψιμη «αναταραχή», αυτό που ονομάζουμε… γκρι ρινόκερο.
Το 2016 μεγάλο μέρος της συζήτησης τότε περιστράφηκε γύρω από τα ερωτήματα για το πώς θα κυβερνούσε και πόσο δραματικά θα μπορούσε να επιδιώξει να αλλάξει τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο. Λόγω του απρόβλεπτου και συχνά μεταβαλλόμενου στυλ του αυτά τα ίδια ερωτήματα παραμένουν εν μέρει ανοιχτά σήμερα. Αλλά έχουμε πολύ περισσότερες πληροφορίες στη διάθεσή μας, καθώς τον είδαμε να κυβερνά επί 4 χρόνια και ο κόσμος…δεν έφτασε στο τέλος του.
Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής είδαμε αποτυχίες – όπως την υποτιθέμενη προσέγγιση με τη Βόρεια Κορέα, που δεν έβγαλε κάτι περισσότερο από μία περίεργη ανταλλαγή κολακειών με τον Κιμ Γιονγκ Ουν. Είδαμε επίσης να εξελίσσεται το δόγμα του απομονωτισμού των ΗΠΑ (που πάντως είχε αρχίσει επί Ομπάμα και συνεχίστηκε επί Μπάιντεν) και την απόσυρση μεταξύ άλλων της χώρας από την πολυμερή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Θυμόμαστε ακόμη τις σφοδρές επιθέσεις στο ΝΑΤΟ (σε επίπεδο ρητορικής), που όμως δεν έφτασαν στο σημείο να το κηρύξουν «εγκεφαλικά νεκρό», όπως ο Μακρόν.
Και είδαμε και επιτυχίες, όπως οι Συμφωνίες του Αβραάμ για την προσέγγιση του Ισραήλ με τα αραβικά κράτη. Ήταν επίσης ο άνθρωπος που έβγαλε από τον «πάγο» τον Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν μετά τη δολοφονία Κασόγκι. Αν και άκρως αμφιλεγόμενη, η γραμμή αυτή της επαναπροσέγγισης με τη Σαουδική Αραβία, ακολουθήθηκε από όλους τους Ευρωπαίους ηγέτες, αλλά και τον Μπάιντεν. Η σταθερή στήριξη του Ισραήλ, αλλά και οι στενές σχέσεις με τις μοναρχίες του Αραβικού Κόλπου θα είναι αναμφίβολα στοιχείο και της δεύτερης θητείας του.
Αυτό που επισημαίνουν οι υποστηρικτές του με έμφαση είναι πως επί θητείας του κανένας νέος πόλεμος δεν ξέσπασε – σε αντίθεση με την τελευταία τετραετία κατά την οποία ο πλανήτης έφτασε ακόμη και στο χείλος του παγκοσμίου πολέμου.
Μητσοτάκης και Ερντογάν απέναντι στον Τραμπ: Ποιος έχει καλύτερη πρόσβαση στον Λευκό Οίκο;
Δύο μεγάλοι πόλεμοι
Σήμερα υπάρχουν δύο μεγάλοι πόλεμοι σε εξέλιξη, ένας στην Ουκρανία και ένας στη Μέση Ανατολή. Μπορούμε να περιμένουμε ότι θα επιδιώξει τον ταχύ τερματισμό και των δύο. Στη δεύτερη περίπτωση ποντάρει σίγουρα στο γεγονός ότι ο Μπενιαμίν Νετανιάχου έχει σε μεγάλο βαθμό πετύχει ήδη να αποδυναμώσει αισθητά Χεζμπολάχ και Χαμάς. Παραμένει ωστόσο το μεγάλο ερώτημα τι ακριβώς θα γίνει με το Ιράν. Το πιο πιθανό σενάριο θέλει όλες τις πλευρές να αποφεύγουν τον ολοκληρωτικό πόλεμο, που θα σήμαινε περιφερειακή και ίσως και το πρώτο βήμα για μία παγκόσμια σύρραξη.
Πηγές από το περιβάλλον του Τραμπ αναφέρουν ότι θα ενεργοποιήσει εκ νέου την τακτική της «μέγιστης πίεσης» στην Τεχεράνη, μέσω οικονομικών κυρώσεων, που θα έχουν ως στόχο να λυγίσουν την ιρανική οικονομία και να τροφοδοτήσουν την ήδη υπάρχουσα κοινωνική δυσφορία, ώστε να εξελιχθεί σε αναβρασμό και οξεία αναταραχή.
Όσον αφορά στον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν θα τον δούμε σίγουρα σε μετωπική με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, με τον οποίο είχε ήδη τηλεφωνική επικοινωνία, σύμφωνα με πληροφορίες της Washington Post. Πιθανότατα θα πιέσει τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι να δεχθεί μία συμφωνία ειρήνευσης με υποχωρήσεις. Πάντως σύμβουλός του, ο οποίος δήλωσε ότι «η Κριμαία έχει χαθεί» και θα πρέπει ο Ουκρανός πρόεδρος να την ξεχάσει, απομακρύνθηκε από την ομάδα του.
Δύο ξεκάθαρα στοιχεία
Όπως επισημαίνει το Foreign Affairs, παρόλους τους άγνωστους Χ, δύο βασικά πράγματα είναι ξεκάθαρα. Πρώτον, όπως και στην πρώτη θητεία του Τραμπ (αλλά και σε όλες ανεξαιρέτως τις προεδρίες των ΗΠΑ), το προσωπικό του Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα διαμορφώσει την πολιτική και διάφορες φατρίες θα επιδιώξουν επιρροή—άλλες θα έχουν ριζοσπαστικές και άλλες πιο συμβατικές. Αυτή τη φορά, ωστόσο, υπάρχει η αίσθηση, σύμφωνα με το Foreign Affairs, πως είναι οι πιο ριζοσπαστικές φατρίες εκείνες που θα έχουν το πάνω χέρι και που θα θελήσουν να εξαφανίσουν τις τάξεις των πολιτικών και επαγγελματιών στρατιωτικών που βλέπουν ως «το βαθύ κράτος».
Δεύτερον, η ουσία της προσέγγισης του Τραμπ στην εξωτερική πολιτική παραμένει αμετάβλητη: Είναι η συναλλαγή, ένα ιδιότυπο dealmaking. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο εύκολα όσο στην πρώτη του θητεία, καθώς ο κόσμος σήμερα είναι ένα πολύ πιο επικίνδυνο μέρος από ό,τι ήταν τότε. Η προεκλογική ρητορική του Τραμπ σκιαγράφησε άλλωστε τον κόσμο με όρους αποκάλυψης. Το αν ο Τραμπ μπορεί πράγματι να προστατεύσει τα αμερικανικά συμφέροντα σε αυτό το περίπλοκο περιβάλλον, θα εξαρτηθεί και από το πώς θα αντιδράσουν οι άλλες δυνάμεις στις κινήσεις του.
Και η μεγάλη σύγκρουση
Για τον Τραμπ τίποτα δεν έχει μεγαλύτερη σημασία από τον ανταγωνισμό με την Κίνα. Αν υπάρχει ένας λόγος για τον οποίο θέλει να κλείσει γρήγορα τα μέτωπα με Ρωσία και Μέση Ανατολή είναι για να μπορεί να εστιάσει στην αντιμετώπιση του δράκου της Ασίας.
Μπορούμε να περιμένουμε ότι θα κάνει πράξη την απειλή του για ραγδαία αύξηση των δασμών, για έναν εμπορικό πόλεμο δηλαδή από τον οποίο πιστεύει ότι οι ΗΠΑ μπορούν να βγουν κερδισμένες. Προσεγγίζει όμως την Κίνα γεω- οικονομικά και όχι γεωπολιτικά. Δεν τον ενδιαφέρει να εμπλακεί στην όποια σύγκρουση Κίνας – Ταϊβάν.