Αν έχει κάτι συνόδευσε σε υπέρτατο βαθμό την προεκλογική εκστρατεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι αναμφίβολα η παραπληροφόρηση. Προσαρμοσμένη μάλιστα σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες και κυρίως στις ανησυχίες και τους φόβους τους.
Για παράδειγμα, ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός Onyx Impact που ερεύνησε το φαινόμενο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κοινότητες των εγχρώμων έλαβαν τη μεγαλύτερη παραπληροφόρηση από δεξιούς ακτιβιστές – μερικοί από τους οποίους ανήκαν σε αυτές τις ίδιες τις κοινότητες.
Σύμφωνα με τον Onyx, οι «ινφλουένσερς», Cadance Owens και το podcast “The Breakfast Club” ,πρωτοστάτησαν στο λεγόμενο Blexit – να απομακρυνθεί δηλαδή ο αφροαμερικανικός πληθυσμός από το Δημοκρατικό Κόμμα. «Βομβάρδισαν» τους αφροαμερικανούς με δήθεν υποσχέσεις που φέρεται να αθέτησε ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν.
Αλλά και οι ιδιωτικοί υποστηρικτές του Τραμπ μοόρασαν μοίρασαν ψευδείς πληροφορίες – μερικές φορές με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης. Αλλά και οι ιδιωτικοί υποστηρικτές του Τραμπ μοιράστηκαν ψευδείς πληροφορίες – μερικές φορές με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης. Για παράδειγμα, δημιουργήθηκε με τη βοήθεια της ΑΙ και διανεμήθηκε στα κοινωνικά δίκτυα μια εικόνα στην οποία υποτίθεται ότι φαίνεται ο Τραμπ να συνομιλεί εγκάρδια με Αφροαμερικανούς ψηφοφόρους. Ωστόσο, η εικόνα δεν είναι πραγματική.
Η στοχευμένη παραπληροφόρηση έχει αντίκτυπο
Όπως δείχνει έρευνα της αφροαμερικανικής οργάνωσης Πολιτικών Δικαιωμάτων NAACP, ένας στους τέσσερις Αφροαμερικανούς ψηφοφόρους κάτω των 50 ετών τείνουν να ψηφίζουν υπέρ του Τραμπ. Αυτή η τάση επιβεβαιώνεται και από έρευνα των New York Times και του Siena College. Η δημοσκόπηση διαπίστωσε ότι η υποστήριξη προς τους Δημοκρατικούς έχει μειωθεί από τις εκλογές του 2020.
Αυτό θα μπορούσε να έχει συνέπειες για το εκλογικό αποτέλεσμα, ειδικά στις λεγόμενες «αμφίρροπες» πολιτείες , όπως για παράδειγμα στην Τζόρτζια. Μια πολιτεία που ο Μπάιντεν κέρδισε οριακά το 2020.
Η αφήγηση της «συνοριακής κρίσης», προβλήθηκε επίσης από τους υποστηρικτές του Τραμπ, υποστηρίζοντας ότι οι λατινοαμερικανοί μετανάστες είναι υπεύθυνοι για την υποτιθέμενη απώλεια πόρων και θέσεων εργασίας στις αφροαμερικανικές κοινότητες.
Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία για την Αγωγήτου Πολίτη (BPB), πρόκειται για πρακτικές στις οποίες μικρές ομάδες προορίζονται να επηρεαστούν πολιτικά με βάση αναλύσεις δεδομένων. Όπως εξηγεί η Ιντα Χάμπρεχτ, καθηγήτρια Ψηφιοποίησης και Κοινού στο Πανεπιστήμιο Friedrich Schiller της Ιένα, ένας από τους λόγους για τους οποίους ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες βρίσκονται στο επίκεντρο ψευδών αναφορών είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι συχνά πιο επιρρεπείς σε αυτές.
«Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν συχνά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ειδικά μέσα σε κλειστά δίκτυα ή κοινότητες, είναι πιο επιρρεπείς στην παραπληροφόρηση», τονίζει η Γερμανίδα καθηγήτρια.
Και οι Ισπανόφωνοι στο στόχαστρο
Η παραπληροφόρηση παράγεται και διανέμεται κατάλληλα και για την ομάδα πληθυσμού των Ισπανοφώνων Λατίνων. «Πάνω απ’ όλα, χρησιμοποιούνται αφηγήσεις στις οποίες αυτοί οι άνθρωποι είναι ιδιαίτερα δεκτικοί», εξηγεί ο Σαμ Γούλεϊ, διευθυντής του Ερευνητικού Εργαστηρίου Προπαγάνδας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας.
Η Ταμόα Καλάντζιλα από την «Factchequado», μια πλατφόρμα που ελέγχει την ισπανική παραπληροφόρηση στις ΗΠΑ, λέει χαρακτηριστικά: «Ζω στο Μαϊάμι σε μια κοινότητα με πολλούς Βενεζουελάνους και πολλούς Κουβανούς που φοβούνται τις δικτατορίες». Κάποιες ομάδες το γνώριζαν αυτό και το χρησιμοποίησαν για να φοβίσουν τον κόσμο. Υπήρχε ήδη μια καμπάνια στο YouTube το 2020 που ισχυριζόταν ψευδώς ότι η κυβέρνηση στη Βενεζουέλα υποστήριζε τον Μπάιντεν.
Άλλες αφηγήσεις που στοχεύουν τις κοινότητες των Λατίνων έχουν να κάνουν με τον πληθωρισμό, σύμφωνα με την Καλάντζιλα. Απευθύνονται κυρίως σε άτομα από την Αργεντινή και τη Βενεζουέλα. Οι ψευδείς ειδήσεις για τις αμβλώσεις στόχευαν επίσης τους Λατινοαμερικανούς επειδή είναι ως επί το πλείστον Καθολικοί, εξηγεί.
Δεν είναι ακόμη σαφές εάν η παραπληροφόρηση έχει αντίκτυπο στην εκλογική συμπεριφορά. Ωστόσο, σύμφωνα με έρευνες, οι Λατίνοι συνεχίζουν να κλίνουν προς τους Δημοκρατικούς – αν και το χάσμα σε αυτούς που ψηφίζουν Ρεπουμπλικάνους έχει μειωθεί σημαντικά με τα χρόνια.
Συγκριτικά, το 2012, το 71% των Ισπανόφωνων ψήφισε Δημοκρατικούς και το 27%, Ρεπουμπλικανούς. Μέχρι το 2020, αυτό το χάσμα μειώθηκε στο 66% και στο 32%, αντίστοιχα.
Η πρακτική της στοχευμένης παραπληροφόρησης δεν είναι ουσιαστικά νέα στις ΗΠΑ, εξηγεί ο πολιτικός επιστήμονας Γιοχάνες Τιμ, αναπληρωτής επικεφαλής ερευνητικής ομάδας στο Science and Politics Foundation (SWP). Ανεξάρτητα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η στόχευση είναι πολύ πιο διαδεδομένη εκεί και έχει μεγαλύτερη παράδοση.
Η στήριξη του Μασκ στον Τραμπ
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια νέα ποιότητα στο γεγονός ότι ο Έλον Μασκ χρησιμοποιεί την επιρροή του ως ιδιοκτήτης της Πλατφόρμας Χ για να στηρίξει τον Τραμπ, λέει ο Τιμ. Ο Μασκ όχι μόνο διαδίδει αποδεδειγμένα ψευδείς αναφορές στον λογαριασμό του στο Χ , αλλά χρησιμοποιεί επίσης τον έλεγχο του στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης για να αυξήσει την απήχησή του Τραμπ.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι μια ομάδα λόμπι που υποστηρίζεται οικονομικά από τον Μασκ- η Επιτροπή Πολιτικής Δράσης (PAC). Ειδικά στους Αφροαμερικανούς ψηφοφόρους στις ΗΠΑ παρουσιάστηκαν διαφημίσεις στην υπηρεσία σύντομων μηνυμάτων Snapchat που ανέφεραν ότι η Κάμαλα Χάρις θέλει να απαγορεύσει τα τσιγάρα μενθόλης. Και αυτό γιατί οι έρευνες έχουν δείξει ότι το 81% των Αφροαμερικανών καπνιστών χρησιμοποιούν τσιγάρα μενθόλης. Δεδομένου ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ήδη σκεφτεί να απαγορεύσει τα τσιγάρα μενθόλης, αυτό δεν είναι κλασική παραπληροφόρηση – αλλά οι διαφημίσεις υποδηλώνουν στους Αφροαμερικανούς ψηφοφόρους ότι ο τρόπος ζωής τους απειλείται από μια Πρόεδρο Χάρις.
Η επικοινωνιολόγος Ιντα Χάμπρεχτ λέει ότι «η παραπληροφόρηση παίζει ρόλο στην προεκλογική εκστρατεία, ακόμα κι αν δεν είναι θέμα μεμονωμένων ιστοριών που οδηγούν σε αυτό». Εξηγεί πάντως ότι η παραπληροφόρηση «δεν αλλάζει το παιχνίδι με την έννοια ότι θα βγει μια ψεύτικη ιστορία και όλοι όσοι είναι αναποφάσιστοι θα ψηφίσουν έναν υποψήφιο, αλλά ενισχύει ορισμένες διαιρέσεις».
Παραπληροφόρηση και υπέρ της Χάρις
Την τελευταία εβδομάδα στις Ηνωμένες Πολιτείες ήρθε πστο φως μια πιθανή περίπτωση «παρέμβασης» από το YouTube, την Google και κυρίως τους New York Times, που φαίνεται να έχει δημιουργήσει ένα πραγματικά πολύπλοκο «σύστημα», για να βοηθηθεί η Κάμαλα Χάρις να νικήσει τον Τραμπ. Ένα μάλλον συγκλονιστικό γεγονός, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι κολοσσοί όπως η Google και το YouTube έχουν περίπου 4,97 δισεκατομμύρια χρήστες παγκοσμίως και ως εκ τούτου είναι σε θέση να επηρεάσουν την κοινή γνώμη.
Οι υποστηρικτές του Τραμπ κατηγόρησαν τους New York Times ότι προσπαθούν να ασκήσουν πίεση σε πολιτικά κανάλια κοντά στους Ρεπουμπλικάνους και να τα απονομιμοποιήσουν, με την κατηγορία της «παραπληροφόρησης».
Το σίγουρο είναι ότι η μάχη των αμερικανικών εκλογών δίνεται όλο και λιγότερο μέσα από πραγματικές πολιτικές συζητήσεις , και όλο και περισσότερο με προσπάθειες επηρεασμού της κοινής γνώμης μέσω των social media.