Τα μαύρα βρέφη στην Αμερική έχουν δύο φορές υψηλότερες πιθανότητες να πεθάνουν πριν γιορτάσουν τα πρώτα τους γενέθλια από τα λευκά βρέφη. Το σοκαριστικό αυτό στατιστικό δεδομένο δεν έχει αλλάξει εδώ και δεκαετίες. Αλλά πού οφείλεται;
Το 2020 ερευνητές υποστήριξαν ότι βρήκαν έναν παράγοντα, ο οποίος φαινόταν να μειώνει δραστικά τον κίνδυνο θανάτου για τα μαύρα μωρά. Στη μελέτη τους που δημοσιεύτηκε στο Proceedings of the National Academy of Sciences (PNAS), έγραψαν πως «όταν τα μαύρα νεογέννητα λαμβάνουν φροντίδα από μαύρους γιατρούς, η διαφορά του ποσοστού θνησιμότητας από εκείνη των λευκών μωρών μειώνεται στο μισό».
Ήταν ένα εύρημα που πρωταγωνίστησε σε τίτλους αμερικανικών και διεθνών μέσων, πυροδότησε έντονες συζητήσεις και εντάχθηκε σε περισσότερες από 700 εργασίες. Η μελέτη ερμηνεύτηκε ευρέως – εσφαλμένα, λένε οι συγγραφείς – ως απόδειξη ότι τα νεογέννητα πρέπει να λαμβάνουν φροντίδα αό γιατρούς της ίδιας φυλής και πολύ περισσότερο ως απόδειξη ότι οι λευκοί γιατροί έτρεφαν φυλετική εχθρότητα εναντίον των μαύρων μωρών ή επηρεάζονταν από αδιαφορία. Ήταν με λίγα λόγια ρατσιστές. Η μελέτη χρησιμοποιήθηκε ακόμη και σε δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως επιχείρημα, ενώ μια ενημέρωση από την Ένωση Αμερικανικών Ιατρικών Κολλεγίων και 45 άλλους οργανισμούς την ανέφερε ως απόδειξη του ακόλουθου ισχυρισμού: «Για τα μαύρα νεογέννητα υψηλού κινδύνου, το να έχουν μαύρο γιατρό ισοδυναμεί με θαυματουργό φάρμακο».
Τώρα μια νέα μελέτη φαίνεται να καταρρίπτει το εύρημα, με πολύ λιγότερες φανφάρες, σημειώνει ο Economist. Μια εργασία των George Borjas και Robert VerBruggen, που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα στο PNAS, εξέτασε το ίδιο σύνολο δεδομένων από 1,8 εκατομμύρια γεννήσεις στη Φλόριντα μεταξύ 1992 και 2015 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν το χρώμα του δέρματος του γιατρού που εξηγούσε καλύτερα το χάσμα θνησιμότητας μεταξύ των φυλών, αλλά το βάρος γέννησης του μωρού. Αν και οι συγγραφείς της αρχικής μελέτης του 2020 είχαν ελέγξει διάφορους παράγοντες, δεν είχαν συμπεριλάβει καθόλου το εξαιρετικά χαμηλό βάρος γέννησης (δηλαδή, μωρά που γεννήθηκαν με βάρος λιγότερο από 1.500 γραμμάρια, που ευθύνονται περίπου για το ήμισυ της βρεφικής θνησιμότητας). Από τη στιγμή που λήφθηκε υπόψη αυτό το δεδομένο, δεν υπήρχε μετρήσιμη διαφορά στα αποτελέσματα για λευκά και μαύρα νεογέννητα. Το εξαιρετικά χαμηλό βάρος ήταν ο παράγοντας που υπερίσχυε οποιουδήποτε άλλου.
Η νέα μελέτη εντυπωσιάζει για τρεις λόγους, σχολιάζει ο Economist.
- Πρώτον, και πιο σημαντικό, γιατί μας λέει ότι η πρωταρχική εστίαση για τη διάσωση των μαύρων βρεφών πρέπει να είναι η πρόληψη των πρόωρων τοκετών και των λιποβαρών μωρών.
- Δεύτερον, εγείρει ερωτήματα σχετικά με το γιατί η επιλογή των ερευνητών να αφήσουν εκτός έναν τόσο σημαντικό παράγοντα, όπως το βάρος της γέννησης, δεν επικρίθηκε κατά τη διαδικασία αξιολόγησης της μελέτης από ομοτίμους.
- Και τρίτον, η αποτυχία των ευρημάτων της νέας μελέτης να προσελκύσει εξίσου μεγάλη προσοχή με εκείνη του 2020, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, υποδηλώνει ότι μελετητές, ιατρικά ιδρύματα και μέλη των μέσων ενημέρωσης εφαρμόζουν δύο μέτρα και δύο σταθμά σε τέτοιες μελέτες. Και οι δύο μελέτες δείχνουν συσχέτιση και όχι αιτιότητα, που σημαίνει ότι οι επιπτώσεις των ευρημάτων θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή. Ωστόσο, ενώ η πρώτη μελέτη έγινε γρήγορα αποδεκτή ως «γεγονός», η νέα σε μεγάλο βαθμό αγνοήθηκε.
Πώς φτάσαμε στο λάθος συμπέρασμα
Ο λόγος για τον οποίο οι λευκοί γιατροί στην αρχή έμοιαζαν με έναν τόσο «θανατηφόρο» συνδυασμό με μαύρα μωρά, λένε οι συγγραφείς της πρόσφατης εργασίας, ήταν ότι ένα δυσανάλογα υψηλό ποσοστό λιποβαρών μαύρων μωρών υποβλήθηκαν σε θεραπεία από λευκούς γιατρούς, ενώ ένα δυσανάλογα υψηλό ποσοστό μαύρων βρεφών με κανονικό βάρος έλαβαν θεραπεία από μαύρους γιατρούς. Το να γεννηθεί κανείς εξαιρετικά λιποβαρής είναι ένας από τους μεγαλύτερους προγνωστικούς παράγοντες θανάτου βρεφών. Περίπου το 1% των μωρών στην Αμερική γεννιούνται με βάρος μικρότερο από 1.500 γραμμάρια, αλλά μεταξύ των μαύρων μωρών το ποσοστό είναι σχεδόν 3%.
Το γεγονός ότι οι συγγραφείς της πρώτης έρευνας μοιράστηκαν τα δεδομένα και τη δουλειά τους με τους αμφισβητίες τους θα πρέπει να επαινεθεί, όπως και η απόφαση του PNAS να δημοσιεύσει αυτή τη δεύτερη εργασία και ένα σχόλιο επισκέπτη. Σε αυτό, ο Θίοντορ Τζόις, από το City University της Νέας Υόρκης, προσφέρει αρκετούς λόγους για τους οποίους οι συγγραφείς και οι κριτικοί τους μπορεί να είχαν παραλείψει αυτόν τον κρίσιμο παράγοντα, συμπεριλαμβανομένου του ότι ήταν τεχνικά δύσκολο να αποσπαστούν τα δεδομένα. Ωστόσο ο κυριότερος λόγος φαίνεται να ήταν άλλος. Η πρώτη μελέτη δημοσιεύτηκε δύο μήνες μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ. «Είμαστε άνθρωποι. Και αυτά τα γεγονότα μπορεί να έχουν επηρεάσει τον τρόπο ερμηνείας των αποτελεσμάτων», σχολίασε.
Και γιατί αγνοείται η νέα μελέτη
Είναι κατανοητό το πώς ένα ελαττωματικό εύρημα της κοινωνικής επιστήμης που ταίριαζε άψογα στο Ζeitgeist έγινε ευρέως αποδεκτό ως απόλυτη αλήθεια. Λιγότερο κατανοητό είναι το γιατί τόσοι λίγοι άνθρωποι φαίνονται πλέον πρόθυμοι να διορθώσουν το λάθος. «Η νέα μελέτη είχε μόνο μία αναφορά στο Google Scholar και καμία κύρια κάλυψη ειδήσεων. Αυτό υποδηλώνει ότι οι διαμορφωτές κοινής γνώμης, στην καλύτερη περίπτωση, δεν έχουν προσέξει το νέο άρθρο (δημοσιεύτηκε πριν από έναν μήνα). Στη χειρότερη, το έχουν αγνοήσει εσκεμμένα», σημειώνει ο Economist.
Σημειώνεται ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν σημαίνει ότι η φυλή ενός γιατρού – ή το φύλο του – δεν είναι ποτέ σχετική. Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι η κοινή ταυτότητα μεταξύ γιατρού και ασθενή μπορεί να βελτιώσουν την επικοινωνία, την εμπιστοσύνη, την εμπειρία του ασθενούς ακόμη και τον βαθμό συμμόρφωσης των ασθενών με τις εντολές των γιατρών.