Οσοι είναι ακόμα ζωντανοί -οι περισσότεροι είναι μεταξύ 80 και 90 ετών– θυμούνται μια μεγάλη λάμψη στον ουρανό. Ένα εκτυφλωτικό λευκό φως που κυρίευσε τα πάντα και τους πάντες. Τα τζάμια να θρυμματίζονται και τα γυαλιά να τρυπούν το δέρμα. Μια φωτιά να καίει τα σώματα. Και μετά: θάνατος και ολοκληρωτική καταστροφή παντού.
Στις 6 Αυγούστου 1945, στις 8:15 το πρωί, ένα αμερικανικό βομβαρδιστικό έριξε στη Χιροσίμα την πρώτη ατομική βόμβα στην ιστορία –το όνομά της Little Boy. Τρεις μέρες μετά στις 10:58 το πρωί μια δεύτερη βόμβα έπεφτε στο Ναγκασάκι.
Οι βόμβες της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι έβαλαν τέλος στη ζωή δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων σε μια στιγμή.Δεν υπάρχουν οριστικά στοιχεία για το πόσοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από τους βομβαρδισμούς της 6ης και της 9ης Αυγούστου 1945. Οι πιο συντηρητικές εκτιμήσεις υπολογίζουν ότι πέντε μήνες μετά τις επιθέσεις, περίπου 110.000 άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους και στις δύο πόλεις.
Άλλες μελέτες επιβεβαιώνουν ότι ο συνολικός αριθμός των θυμάτων, στο τέλος εκείνου του έτους, θα μπορούσε να ήταν πάνω από 210.000.
Οι επιζώντες «Χιμπάκουσα»
Οσοι επέζησαν από τον ατομικό βομβαρδισμό ονομάστηκαν «χιμπάκουσα» και 79 χρόνια μετά σε αυτούς απονεμήθηκε εφέτος το Νόμπελ Ειρήνης: Στον οργανισμό Nihon Hidankyo, που ιδρύθηκε το 1956, για τις προσπάθειές του για έναν κόσμο απαλλαγμένο από πυρηνικά όπλα, όπως ανακοίνωσε η νορβηγική επιτροπή Νόμπελ, στο Όσλο. Η ιαπωνική κυβέρνηση έχει αναγνωρίσει περίπου 650.000 ανθρώπους ως «Χιμπάκουσα». Στις 31 Μαρτίου 2024 ήταν ζωντανοί 106.825 και ξεπερνούν τον αριθμό των επιζώντων βετεράνων του Παγκόσμιου Πολέμου των ΗΠΑ.
Η Τόσικο Τανάκα ήταν έξι ετών και περίμενε κάτω από μια κερασιά έναν συμμαθητή της στη Χιροσίμα για να πάνε μαζί στο σχολείο, όταν η ατομική βόμβα εξερράγη στον ουρανό, μόλις δυόμισι χιλιόμετρα μακριά .«Κάποιος φώναξε «Ένα εχθρικό αεροπλάνο»! και σήκωσα το βλέμμα μου για να δω να πετάει από πάνω. Ξαφνικά, άναψε ένα μεγάλο φως και ενστικτωδώς κάλυψα το πρόσωπό μου με το μπράτσο μου. Το δεξί μου χέρι, το κεφάλι και το πίσω μέρος του λαιμού μου κάηκαν», θυμάται σήμερα η 85χρονη Τόσικο. «Εκλαιγα στο σκοτάδι και δεν ήξερα πού να πάω ανάμεσα σε όλη τη σκόνη. Δεν ξέρω πόσο καιρό μου πήρε να φτάσω σπίτι, αλλά το σπίτι ήταν σε τρομερή κατάσταση.» Μόλις μπήκε, ανέβασε γρήγορα πυρετό και έχασε τις αισθήσεις της για περίπου μια εβδομάδα. Η μητέρα της δεν πίστευε ότι η Τόσικο θα τα κατάφερνε. Οταν τελικά άνοιξε τα μάτια της στο κατεστραμμένο σπίτι, ήταν το θέαμα ενός γαλάζιου καλοκαιρινού ουρανού που τη χαιρετούσε, μέσα από μια μεγάλη τρύπα στην κατεστραμμένη στέγη.
Η Τόσικο προσπαθεί μέχρι σήμερα να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη του δράματος. «Δεν βλέπουμε πολλούς νέους στην Ιαπωνία να μιλούν ανοιχτά πλέον ενάντια στα πυρηνικά όπλα αυτές τις μέρες . Κάποιος πρέπει να μεταφέρει αυτό το μήνυμα».
«Γκρεμίστηκε η ζωή μου»
Η Σάνταε Κασάοκα 92 ετών δεν σταμάτησε ποτέ να μιλάει για όσα έζησε. Παρά την προχωρημένη ηλικία της θυμάται κάθε στιγμή, κάθε δευτερόλεπτο της αποφράδας ημέρας της 6ης Αυγούστου 1945, που θα άλλαζε την ύπαρξή της για πάντα. Συγκινείται κάθε φορά που μιλάει από τη σκηνή στο Μουσείο Ειρήνης της Χιροσίμα. Η φωνή της είναι χρωματισμένη από θλίψη αλλά και θυμό. Η Σάνταε μίλησε δημόσια για πρώτη φορά πριν από 20 χρόνια. Από από τότε, δεν σταμάτησε ποτέ. «Σαν παιδί είχα όνειρα, ήθελα να γίνω δασκάλα. Αλλά με μια μόνο ατομική βόμβα, τα όνειρα, οι ελπίδες και το μέλλον μου, γκρεμίστηκε Σκέφτηκα ότι ήταν δουλειά μου να μεταδώσω τη μνήμη αυτής της τραγωδίας και να φροντίσω να μην ξανασυμβεί ποτέ. Θέλω να μείνει στην ιστορική μνήμη για πάντα και θέλω να συνεχίσει να λέγεται η ιστορία μου», είπε η Σάνταε κατά τη διάρκεια μιας από τις ομιλίες της.
«Ακόμα φοβάμαι ότι οι συνέπειες της ραδιενέργειας θα μπορούσαν να εκδηλωθούν και θα μπορούσα να πεθάνω ανά πάσα στιγμή », λέει ο Γιασουάκι Γιαμασίτα , ένας επιζών από το Ναγκασάκι που ήταν 6 ετών την ημέρα της έκρηξης. Αυτός ο φόβος οδήγησε σε μια ζωή με άγχος, σύγχυση, αβεβαιότητα και άγχος. Ζούσαν ακόμη και με τον φόβο μήπως μεταδώσουν τις επιπτώσεις της ραδιενέργειας στα παιδιά τους.
«Οι επιπτώσεις της ακτινοβολίας είναι αόρατες, που τους έκανε να αισθάνονται ασταθείς και ανήσυχοι , μη γνωρίζοντας τι επρόκειτο να συμβεί στο μέλλον τους», λέει ο Χιμπίκι Γιαμαγκούτσι , ερευνητής στο Κέντρο για την Κατάργηση των Πυρηνικών Όπλων στο Πανεπιστήμιο του Ναγκασάκι.
Ο αιώνιος φόβος
«Υπάρχουν πολλοί Χιμπάκουσα που δεν μπορούν να πουν τη δική τους ιστορία στα παιδιά τους», λέει ο Γιούκα Καμίτε, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Χιροσίμα, ο οποίος έχει μελετήσει την ψυχική υγεία των επιζώντων των βομβαρδισμών.
Η Λούλι φαν ντερ Ντόες, καθηγήτρια στο Κέντρο Ειρήνης του Πανεπιστημίου της Χιροσίμα, έχει μελετήσει τις επιπτώσεις της βόμβας στους επιζώντες και αναφέρει μερικά παραδείγματα για το πώς ο φόβος κόλλησε αιωνίως στο μυαλό τους .«Μερικοί δεν μπορούν να φάνε αποξηραμένα ψάρια γιατί τους θυμίζει τη μυρωδιά των καμένων σωμάτων », λέει η φαν ντερ Ντόες. «Άλλοι έπρεπε να φύγουν από τη Χιροσίμα και δεν επισκέφτηκαν ποτέ ξανά την πόλη τους. Αλλοι λένε ότι δεν μπορούν να φάνε αγγούρια, γιατί λόγω της έλλειψης φαρμάκων μετά τη βόμβα ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να επουλώσουν τις πληγές τους».
Κοινωνικός αποκλεισμός
Ο φόβος ότι οι επιπτώσεις της ακτινοβολίας θα μπορούσαν να είναι μεταδοτικές και τα ψυχολογικά τραύματα των Χιμπάκουσα , τους απέκλεισαν από την κοινωνία. Εγιναν αντικείμενο διακρίσεων για την κατάστασή τους.«Οι άνθρωποι φοβήθηκαν ότι οι επιζώντες είχαν μια μεταδοτική ασθένεια», θυμάται ο Γιαμασίτα. Πολλοί έλεγαν: «Πρέπει να τους απομακρύνουμε, δεν χρειάζεται να τους παντρευτείς , δεν χρειάζεται να είσαι φίλος μαζί τους».
Ο φόβος των διακρίσεων οδήγησε πολλούς να κρύψουν την ιδιότητα του Χιμπάκουσα ή να αρνηθούν να μιλήσουν γι’ αυτό.
«Όσοι είχαν αλλοιώσεις στο σώμα τους φορούσαν μακριά μανίκια για να καλύπτουν τις ουλές τους , ακόμη και στο απόγειο του καλοκαιριού», λέει η καθηγήτρια Καμίτε. Πολλοί δυσκολεύτηκαν είτε να βρουν δουλειά είτε και παραμείνουν στις εργασίες που είχαν πριν την ατομική βόμβα. «Όταν άφησα το Λύκειο άρχισα να δουλεύω και σχεδόν ταυτόχρονα άρχισα να υποφέρω από τις επιπτώσεις της ακτινοβολίας. Άρχισα να χάνω αίμα, να κάνω εμετό, οπότε δεν μπορούσα να δουλέψω. Πολλοί μου έλεγαν ότι ήμουν τεμπέλης, ότι δεν ήθελα να δουλέψω, αλλά δεν ήταν αυτό, ήταν ότι απλά δεν μπορούσα να δουλέψω . Έπρεπε να δουλέψω, αλλά δεν μπορούσα», λέει η Σετσούκο Θάρλοου.
Η Κέικο Ογκούρα, μια άλλη επιζών της Χιροσίμα, θυμάται ότι βίωσε απίστευτες διακρίσεις: « Ήμουν 8 χρονών, απλώς ένα κοριτσάκι στο δημοτικό, αλλά δεν θέλαμε να πούμε ότι ήμασταν στην πόλη εκείνη τη μέρα. Αν λέγαμε κάτι σχετικό με την ακτινοβολία, δεν θα μπορούσαμε να παντρευτούμε. Δεν είπαμε ότι είμαστε χιμπάκουσα . Είχαμε πιστοποιητικό επιζώντος και δείχνοντάς το στο νοσοκομείο μπορούσαμε να λάβουμε ιατρική περίθαλψη για την οποία η κυβέρνηση πλήρωνε τα αναγκαία έξοδα.Ωστόσο, ο κόσμος μας είπε «μην το δείξετε αυτό… Όταν έφτασα σε ηλικία γάμου, στα 18 ή στα 20 μου, νεαροί άντρες εκτός πόλης με ρωτούσαν «Κέικο, πού ήσουν;» την ώρα της βόμβας;»
Ντετέκτιβ ενάντια στους επιζώντες
Η καθηγήτρια φαν ντερ Ντόες λέει ότι όταν ερχόταν η ώρα να παντρευτούν, μερικοί άνθρωποι προσελάμβαναν ντετέκτιβ για να ερευνήσουν εάν το ζευγάρι ήταν στη Χιροσίμα τη στιγμή της βόμβας.
Σε μια πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε η φαν ντερ Ντόες μεταξύ 1.652 χιμπάκουσα στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, διαπίστωσε ότι το 31% είχαν υποστεί διάφορες μορφές διακρίσεων σε όλη τους τη ζωή.
Αυτές οι διακρίσεις υπήρχαν μερικές φορές και μεταξύ των ίδιων των επιζώντων. «Οι χιμπάκουσα ήξεραν καλύτερα από τον καθένα τι τους συνέβαινε, γι’ αυτό συχνά έκαναν διακρίσεις μεταξύ τους», λέει ο ο καθηγητής Γιαμαγκούτσι.
Όπως λέει η Κέικο Ογκούρα,« εγώ, όπως και το 90% των επιζώντων , είχα ένα αίσθημα ενοχής επειδή είδα την οικογένεια και τους φίλους να πεθαίνουν. Μετά την έκρηξη είδαμε ανθρώπους κάτω από τα κτίρια που κατέρρευσαν να ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούσαμε να τους βοηθήσουμε, είχαν παγιδευτεί… Μετά την έκρηξη, δύο βαριά τραυματισμένοι με πλησίασαν και μου είπαν «νερό, νερό». Τους έδωσα να πιουν και μετά πέθαναν μπροστά μου . Δεν το καταλάβαινα τότε, ήμουν ένα κοριτσάκι 8 ετών, αλλά άρχισα να κατηγορώ τον εαυτό μου γιατί ένιωθα ότι τους είχα σκοτώσει. Ένιωθα ότι αν δεν τους είχε δώσει νερό , δεν θα ήταν νεκροί. «Ένιωθα έτσι για πάνω από 10 χρόνια».
Ακτιβιστές ενάντια στα πυρηνικά
Κάποιοι χιμπάκουσα έγιναν ακτιβιστές κατά των πυρηνικών όπλων. Καταπολέμησαν τον φόβο και μοιράστηκαν τις ιστορίες τους με τα μέσα ενημέρωσης ή ως μέρος εκστρατειών κατά της διάδοσης των πυρηνικών όπλων. «Κάποιοι υποκινούνται από τον θυμό, άλλοι από την αίσθηση της κοινωνικής αποστολής και άλλοι μπορεί να παρακινούνται από την αντίδραση του τραύματος».
Το σίγουρο είναι ότι πολλοί χιμπάκουσα έγιναν «ηγέτες στον αγώνα για τον πυρηνικό αφοπλισμό», λέει η καθηγήτρια φαν ντερ Ντόες. «Από θύματα έγιναν αγωνιστές ενός νέου κόσμου, χωρίς πυρηνικά». Κερδίζοντας επάξια το Νόμπελ Ειρήνης. Σε μια περίοδο που έχει μπει στην καθημερινότητά μας , ο φόβος ενός Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου…