Όλα τα βλέμματα είναι σήμερα στραμμένα στη σύγκρουση Ισραήλ – Ιράν, η οποία οδηγεί τη Μέση Ανατολή στο χείλος του ολοκληρωτικού πολέμου. Ωστόσο δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τα πάντα άρχισαν πριν από έναν χρόνο, όταν η Χαμάς εισέβαλε στο νότιο Ισραήλ, σφάγιασε 1.200 ανθρώπους, προέβη σε κάθε είδους φρικαλεότητες και πήρε στα χέρια της πάνω από 250 ομήρους.
Στις 7 Οκτωβρίου 2023 η Χαμάς αιφνιδίασε απόλυτα τις φημισμένες στρατιωτικές και μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ. Και οι δύο γνώριζαν, εδώ και χρόνια, τις προετοιμασίες της παλαιστινιακής τρομοκρατικής ομάδας να εισβάλει στο Ισραήλ, για να σκοτώσει και να απαγάγει στρατιώτες και πολίτες της. Δεν πίστευαν όμως ότι θα τολμούσε ή θα κατάφερνε να εκτελέσει μια τέτοια πρωτοφανή επιχείρηση. Ο ισραηλινός στρατός και οι υπηρεσίες πληροφοριών, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπέντζαμιν Νετανιάχου· και κατά συνέπεια το ευρύτερο ισραηλινό κοινό πίστευαν ότι τα οχυρωμένα νότια σύνορα της χώρας τους ήταν αδιαπέραστα και η ισορροπία δυνάμεων τόσο ευνοϊκή για το Ισραήλ, που η Χαμάς δεν θα αμφισβητούσε ποτέ το status quo, όπως αναφέρει σε ανάλυσή του στο Foreign Affairs, ο Άλουφ Μπεν, αρχισυντάκτης της ισραηλινής εφημερίδας Haaretz.
Αλλά η Χαμάς το αμφισβήτησε. Τις μέρες και τις εβδομάδες μετά την έναρξη της καταστροφικής της επίθεσης, μια κοινή επωδός μεταξύ των Ισραηλινών ήταν ότι «όλα έχουν αλλάξει». Και για ένα διάστημα, φάνηκε ότι πράγματι είχαν τα πάντα αλλάξει. «Η επίθεση διέλυσε τη θεμελιώδη αυτοπεποίθηση των Ισραηλινών, ανατρέποντας τις μακροχρόνιες πεποιθήσεις για την ασφάλεια, την πολιτική και τους κοινωνικούς κανόνες της χώρας. Η ηγεσία των ισραηλινών αμυντικών δυνάμεων έχασε το κύρος της σχεδόν εν μία νυκτί καθώς εμφανίστηκαν λεπτομέρειες για το πώς απέτυχε να αποτρέψει την επίθεση και στη συνέχεια έφτασε πολύ αργά για να σώσει συνοριακές κοινότητες, τα στρατιωτικά φυλάκια και ανυπεράσπιστους παρευρισκόμενους σε ένα μουσικό φεστιβάλ», σχολιάζει ο Ισραηλινός αρθρογράφος.
Το πολιτικό δράμα που είχε κυριεύσει το Ισραήλ τους εννέα μήνες πριν από τις 7 Οκτωβρίου – η προσπάθεια του Νετανιάχου για μια ριζική αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος, με στόχο τον περιορισμό της ανεξαρτησίας κρατικών θεσμών όπως το Ανώτατο Δικαστήριο και το γραφείο του γενικού εισαγγελέα εξαφανίστηκε από το προσκήνιο. Ο Νετανιάχου συγκέντρωσε ένα πολεμικό υπουργικό συμβούλιο ενότητας που αντιπροσώπευε πολύ διαφορετικές πολιτικές φατρίες και, μέσα σε λίγες μέρες, κάλεσε περίπου 250.000 εφέδρους για να εξαπολύσουν μια αντεπίθεση στη Γάζα.
Η αντεπίθεση του στρατού – χωρίς νίκη
Ξεπερνώντας το αρχικό του σοκ, ο Ισραηλινός Στρατός αντεπιτέθηκε με εκδίκηση. Επιφορτισμένος με την εξάρθρωση των στρατιωτικών και κυβερνητικών δυνατοτήτων της Χαμάς, ισοπέδωσε πλήρως μεγάλα τμήματα της Γάζας, δημιούργησε σχεδόν δύο εκατομμύρια εσωτερικούς πρόσφυγες στον θύλακα και σκότωσε περισσότερους από 41.000 Παλαιστίνιους – με περίπου το ένα τρίτο εξ αυτών να είναι μαχητές της Χαμάς και οι υπόλοιποι άμαχοι, σύμφωνα με επίσημες ισραηλινές εκτιμήσεις. Ο Ισραηλινός Στρατός σταμάτησε ουσιαστικά την εκτόξευση ρουκετών της Χαμάς προς το Ισραήλ και διέλυσε μεγάλο μέρος του υπόγειου συστήματος τούνελ της Γάζας. Λέει ότι έχει συνθλίψει την πρώην καλά οργανωμένη τρομοκρατική ομάδα σε διάσπαρτες ομάδες ανταρτών.
Αλλά ακόμη και έτσι, για πολλούς Ισραηλινούς, η τρέχουσα κατάσταση μοιάζει με ήττα, επισημαίνεται στην ανάλυση του Μπεν. Παρά την πλήρη κινητοποίηση και τη σχεδόν αταλάντευτη υποστήριξη της κυβέρνησης των ΗΠΑ, ο IDF – ακόμα υπό την ίδια διοίκηση όπως ήταν στις 7 Οκτωβρίου – δεν κατάφερε να κερδίσει. Ο ηγέτης της Χαμάς, Γιαχία Σινουάρ, δεν έχει παραδοθεί. Και περίπου 100 Ισραηλινοί όμηροι εξακολουθούν να αγνοούνται στη Γάζα. Οι μισοί εξ αυτών υπολογίζεται ότι είναι ακόμα ζωντανοί.
«Αυτή η καταστροφική στάση, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη παγκόσμια απομόνωση του Ισραήλ και τις ολοένα και πιο ζοφερές οικονομικές προοπτικές, συμβάλλουν σε μια εθνική αίσθηση απελπισίας και απόγνωσης. Οι πολίτες των παραμεθόριων κοινοτήτων στον βορρά και τον νότο εξακολουθούν να μην μπορούν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Αντί να ενώσει τους Ισραηλινούς ενάντια σε έναν κοινό εξωτερικό εχθρό, η πλέον πολυμέτωπη μάχη του Ισραήλ ενάντια στους εξωτερικούς εχθρούς του έχει διευρύνει μόνο τις προϋπάρχουσες κοινωνικές και πολιτικές ρωγμές μεταξύ των αντιπάλων του Νετανιάχου και των υποστηρικτών του», αναφέρει το άρθρο.
Η μετατόπιση της προσοχής
Από τις 17 Σεπτεμβρίου ο ισραηλινός στρατός μετατόπισε την προσοχή του από τη Γάζα και τη Χαμάς, στον Λίβανο και τη Χεζμπολάχ. Το Ισραήλ δολοφόνησε τον ηγέτη της Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλα, και εξαπέλυσε χερσαία επίθεση στο νότιο Λίβανο. Μεγάλο μέρος του σχολιασμού των μέσων ενημέρωσης του Ισραήλ έχει παρουσιάσει τις επεκτεινόμενες εχθροπραξίες στο βορρά του Ισραήλ ως ευκαιρία: όχι μόνο για το Ισραήλ να συντρίψει τη Χεζμπολάχ αλλά και για τη χώρα να αποδείξει ότι έχει έναν ικανό στρατό. Αλλά όπως ο πόλεμος στη Γάζα δεν άλλαξε πολλές από τις απειλητικές υποκείμενες πραγματικότητες του Ισραήλ, όπως περίμεναν οι Ισραηλινοί, ούτε αυτό το νέο μέτωπο μάλλον θα το κάνει, εκτιμά ο αρθογράφος.
Μια εβδομάδα μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου, αν έλεγες σε έναν απλό Ισραηλινό – ακόμη και θαυμαστή του Νετανιάχου- ότι ο «Μπίμπι» θα ήταν ακόμη πρωθυπουργός ένα χρόνο αργότερα, με την εξουσία του να καλύπτεται από τον ίδιο δεξιό συνασπισμό – μάλλον δεν θα σε πίστευε. Σε όλη την ιστορία του Ισραήλ, μετά τις χειρότερες καταστροφές ασφαλείας της χώρας, η κυβέρνηση έπεφτε. Κατά τη διάρκεια δεκαετιών στην πολιτική, ο Νετανιάχου έχει παρουσιάσει τον εαυτό του ως «Mr. Ασφάλεια». Ισχυρίστηκε ότι καταλάβαινε πώς να κρατήσει τη χώρα ασφαλή καλύτερα από τους στρατηγούς του Ισραήλ, τους οποίους θεωρούσε δειλούς, χωρίς φαντασία και πολύ προσεκτικούς στις επιθυμίες των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι πιο σκληροί πολιτικοί του αντίπαλοι ήταν πρώην στρατιωτικοί διοικητές που υπηρέτησαν επίσης ως πρωθυπουργοί ή υπουργοί Άμυνας του Ισραήλ.
Μέχρι σήμερα, ο Νετανιάχου έχει αρνηθεί να παραδεχτεί οποιαδήποτε ευθύνη για τους θανάτους 1.200 Ισραηλινών, τον τραυματισμό και τις απαγωγές εκατοντάδων ακόμη. Μια δημοσκόπηση που διεξήχθη μετά τη δολοφονία του Νασράλα από το Keshet 12, το κύριο ειδησεογραφικό κανάλι του Ισραήλ, διαπίστωσε ότι αν πραγματοποιούνταν εκλογές στο Ισραήλ σήμερα, ο συνασπισμός του Νετανιάχου —ο οποίος κατέχει σήμερα 68 έδρες στην Κνεσέτ— θα κέρδιζε μόνο 46. Ο Νετανιάχου γνωρίζει ότι το ισραηλινό κοινό είναι θυμωμένο και έχει ακολουθήσει μια πολύπλευρη στρατηγική για να παραμείνει στην εξουσία. Επί ένα χρόνο, ο Νετανιάχου και οι υποστηρικτές του υποστήριξαν σταθερά ότι η ευθύνη για την 7η Οκτωβρίου βαρύνει τον στρατό και τη Shin Bet, την υπηρεσία ασφαλείας που είναι επιφορτισμένη με την παρακολούθηση των Παλαιστινίων.
Η στρατηγική του Νετανιάχου
Απορρίπτοντας την ευθύνη και κάνοντας προσεκτικούς ελιγμούς για να διατηρήσει το πολιτικό του μπλοκ, ο Νετανιάχου απέτρεψε μια δυνητικά καταστροφική έρευνα για την πολιτική συνύπαρξής του με τη Χαμάς, την απόρριψη των επανειλημμένων προειδοποιήσεων του στρατού και των υπηρεσιών πληροφοριών για μια επικείμενη επίθεση στο Ισραήλ και προσπάθειες αποδυνάμωσης της Παλαιστινιακής Αρχής, του πρώην ειρηνευτικού εταίρου του Ισραήλ. Ο Νετανιάχου, φοβούμενος την ήττα στην κάλπη – και αναζητώντας έναν τρόπο να αναβάλει τη δίκη του για διαφθορά, κατάφερε επίσης να αποφύγει πρόωρες εκλογές. Βασικό συστατικό της στρατηγικής του ήταν να παρατείνει τον πόλεμο στη Γάζα, να τον επεκτείνει στον Λίβανο και να αποφύγει μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός με τη Χαμάς, τονίζει ο Άλουφ Μπεν.
Για να προφυλαχθεί, ο Νετανιάχου έχει παραχωρήσει μια εξαιρετική εξουσία στους ακροδεξιούς του συνασπισμού, οποίοι αντιτίθενται φωναχτά σε οποιαδήποτε συμφωνία που θα συνεπαγόταν την αποχώρηση του Ισραήλ από τη Γάζα ή την απελευθέρωση Παλαιστινίων μαχητών από τις ισραηλινές φυλακές.
Αντί να εξετάσουν τα βαθύτερα αίτια της 7ης Οκτωβρίου, συνειδητοποιώντας τη μη βιωσιμότητα του προβληματικού status quo, να αναγνωρίσουν την αυταπάτη που εμπλέκεται στην προσπάθεια «διαχείρισης» του παλαιστινιακού ζητήματος, οι Ισραηλινοί οδηγούνται στο να αποδεχτούν βαθύτερο θεσμοθετημένο απαρτχάιντ στη Δυτική Όχθη, μόνιμη κατοχή στη Γάζα και ίσως στο νότιο Λίβανο και αυξανόμενο αυταρχισμό στο εσωτερικό. Και αυτό είναι μία ήττα, σχολιάζει το Foreign Affairs.