Την αθώωση του 88χρονου Ιουάο Χακαμάντα, ο οποίος παρέμεινε σε κελιά θανατοποινιτών επί σχεδόν μισό αιώνα, αποφάσισε δικαστήριο στη Σιζουόκα της Ιαπωνίας.
Ο 88χρονος, πρώην πυγμάχος και εργαζόμενος σε επιχείρηση παρασκευής μίσο (σόγια που έχει υποστεί ζύμωση), αντιμετώπιζε κατηγορίες πως το 1966 είχε δολοφονήσει τον εργοδότη του και τρία μέλη της οικογένειας του. Δύο χρόνια αργότερα, είχε καταδικαστεί σε θανατική ποινή.
Η καταδίκη του βασίστηκε σε ομολογία του, την οποία όμως ο ίδιος ανακάλεσε, επικαλούμενος βίαιες μεθόδους από τους ανακριτές του. Η καταδίκη του σε θάνατο επικυρώθηκε πάντως το 1980 από το ιαπωνικό Ανώτατο Δικαστήριο.
Οι δικηγόροι του υποστήριζαν ότι τα στοιχεία για την ενοχή του πιθανόν κατασκευάστηκαν από τις αρχές, προκειμένου να δικαιολογηθεί η σύλληψή του.
Το τεστ DNA και οι ανατροπές στην υπόθεση
Το 2014, δικαστήριο είχε αποδεχθεί την ύπαρξη αμφιβολιών για την ενοχή του, καθώς γενετικά τεστ είχαν διαψεύσει στοιχεία στα οποία βασιζόταν το κατηγορητήριο: το DNA που είχε βρεθεί σε ματωμένα ρούχα, δεν αντιστοιχούσε στο δικό του. Τότε, είχε αποφυλακιστεί.
Έπειτα από προσφυγή της εισαγγελίας, δικαστήριο του Τόκιο είχε αμφισβητήσει το 2018 την αξιοπιστία των τεστ DNA και είχε ακυρώσει την απόφαση του 2014, χωρίς ωστόσο να ξαναστείλει τον Χακάντα στη φυλακή.
Το 2020, ακολούθησε μια νέα ανατροπή: το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την απόφαση που εμπόδιζε να δικαστεί και πάλι ο Χακαμάντα. Τον Μάιο, στη νέα δίκη του, οι εισαγγελείς ζήτησαν και πάλι τη θανατική ποινή, υποστηρίζοντας πως είναι ένοχος.
Οι οικείοι του Χακαμάντα καταγγέλλουν σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχική του υγεία, καθώς ο 88χρονος πέρασε σχεδόν πέντε δεκαετίες (από το 1968 έως το 2014) στα κελιά των μελλοθανάτων, συχνά σε απομόνωση, και κάθε ημέρα μπορούσε να είναι η τελευταία του. Οι καταδικασμένοι σε θάνατο στην Ιαπωνία συχνά ενημερώνονται την τελευταία στιγμή ότι πρόκειται να απαγχονιστούν μερικές ώρες αργότερα.
Η υπόθεση θεωρείται εμβληματική για τους υποστηρικτές της κατάργησης της θανατικής ποινής στην Ιαπωνία.