Οι χώρες της ΕΕ «ψωνίζουν» όπλα κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και φυσικά, το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών πηγαίνει στα ταμεία των αμερικανικών κολοσσών του αμερικανικού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος.
Ο Μάριο Ντράγκι χτύπησε την καμπάνα του κινδύνου στην Ευρώπη και στον τομέα της άμυνας, στην έκθεσή του για την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ. Ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ κατέγραψε με τον πιο επίσημο τρόπο ένα πρόβλημα που έχει μεγεθυνθεί καθώς οι αμυντικές δαπάνες των Ευρωπαίων αυξάνονται, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Αυτή είναι μια τάση που ξεκίνησε όμως, όχι μόνο λόγω της σύγκρουσης στην Ουκρανία: την περίοδο 2017-2021 η Νορβηγία επένδυσε το 83% του αμυντικού της προϋπολογισμού της σε οπλικά συστήματα κατασκευής των ΗΠΑ, η Ιταλία το 72% και το Ολλανδία ακόμη και 95%.
Η επιστροφή των αμυντικών δαπανών στο «Ευρωπαϊκό σπίτι», είναι μία από τις 10 προτάσεις που έκανε ο Ντράγκι. Την περίοδο μεταξύ Ιουνίου 2022 και Ιουνίου 2023, οι χώρες της ΕΕ δαπάνησαν για την άμυνα 75 δισεκατομμύρια ευρώ. Περίπου το 63% αυτών των χρημάτων πήγαν απευθείας στις ΗΠΑ.
Η αγορά όπλων από τις ΗΠΑ μπορεί να δικαιολογείται σε ορισμένες περιπτώσεις.Ένας από τους λόγους για τους οποίους ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες προτιμούν να «ψωνίζουν» στις ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη ταχύτητα παραγωγής και παράδοσης: η αμερικανική αμυντική βιομηχανία είναι τόσο μεγάλη που δεν χρειάζεται μεγάλος χρόνος αναμονής για την ανάπτυξη όπλων αιχμής. Τα όπλα που παράγονται πέρα από τον Ατλαντικό έχουν επίσης το πλεονέκτημα ότι σχεδόν όλα δοκιμάζονται στη μάχη , σε αντίθεση με τα περισσότερα ευρωπαϊκά.
Προτιμούν τα αμερικανικά μαχητικά
Όπως αναφέρει η ιστοσελίδα «Geopolitika», παρά τις εκκλήσεις για αγορά εγχώριων ευρωπαϊκών όπλων, χώρες όπως η Ολλανδία, η Γερμανία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Ελλάδα, το Βέλγιο, η Δανία, η Τσεχία και άλλες σχεδιάζουν να αγοράσουν αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη F-35 της Lockheed Martin.
Ως εκ τούτου, ο Ντράγκι ζήτησε να υπάρξουν «σημαντικοί μηχανισμοί για την προώθηση της εγχώριας παραγωγής», πιθανώς σε συνδυασμό με χρηματοδότηση της ΕΕ για να ενθαρρύνουν τις κυβερνήσεις να αγοράζουν ευρωπαϊκά οπλικά συστήματα. Μια προσέγγιση θα μπορούσε να είναι η σύνδεση της χρηματοδότησης με μηχανισμούς κριτηρίων επιλεξιμότητας, όπως αυτοί που ήδη υπάρχουν στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας (ΕΤΑ) και στο προτεινόμενο Ευρωπαϊκό Αμυντικό Βιομηχανικό Πρόγραμμα (EDIP).
Ωστόσο, η πρόσφατη πρόταση για ένα επταετές επενδυτικό σχέδιο για την επέκταση της μεσοπρόθεσμης έως μακροπρόθεσμης παραγωγής πυρομαχικών είναι το πιο αδύναμο, καθώς εξαρτάται από τη μελλοντική χρηματοδότηση από τον κοινό προϋπολογισμό της ΕΕ (EPF), η οποία δεν έχει επικαιροποιηθεί και θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μακρών διαπραγματεύσεων.
Πολλές παγίδες
Οι μικρές δαπάνες στην Ευρώπη έχουν σοβαρό αντίκτυπο στη βιομηχανία της Γηραιάς Ηπείρου, που αντιμετωπίζει επίσης τη μεγαλύτερη ζήτηση πυρομαχικών για την Ουκρανία , όσον αφορά τις επενδύσεις για Ερευνα και Ανάπτυξη. Ενας τομέας που είναι ο κινητήριος μοχλός ολόκληρης της αλυσίδας εφοδιασμού στην Αμυνας και γενικότερα ολόκληρης της βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το 2022, στις 27 χώρες που εξετάστηκαν από την έκθεση Ντράγκι, οι δαπάνες για Ερευνα και Ανάπτυξη στον αμυντικό τομέα ανήλθαν συνολικά σε μόλις 10,7 δισεκατομμύρια ευρώ , ή μόλις 4,5% του συνόλου. Όταν την ίδια ώρα στις ΗΠΑ ανέρχονται σε 140 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή περίπου 16 % των χορηγήσεών τους στον ίδιο τομέα.
Ο Γιαν Πι, διευθύνων σύμβουλος της Ένωσης Αεροδιαστημικής, Ασφάλειας και Αμυντικής Βιομηχανίας της Ευρώπης, που συμβουλεύει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είπε ότι πρέπει να ξεπεραστούν πολλές παγίδες και το ιστορικό της ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας είναι «πολύ φτωχό» μέχρι στιγμής.
Οι ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες χρειάζονται διαβεβαίωση ότι οι κυβερνήσεις θα δεσμευτούν για σημαντική επέκταση των προμηθειών σε μια πολυετή περίοδο για να δικαιολογήσουν την επέκταση της παραγωγικής ικανότητας. Εάν η ΕΕ θέλει να αποκτήσει αξιοπιστία ως αμυντικός παράγοντας, το σχέδιο πρέπει να λειτουργήσει καλύτερα. Όμως τα πρώτα σημάδια δεν είναι ενθαρρυντικά. «Οι αποφάσεις των ευρωπαϊκών χωρών του ΝΑΤΟ να εισάγουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του στόχου της διατήρησης των διατλαντικών σχέσεων», τονίζει ο διευθυντής του ινστιτούτου SIPRI της Στοκχόλμης, Νταν Σμιθ και προσθέτει:«Εάν οι διατλαντικές σχέσεις αλλάξουν τα επόμενα χρόνια, θα μπορούσαν να διαφοροποιηθούν και οι πολιτικές αμυντικών προμηθειών των ευρωπαϊκών κρατών».