Έχετε προσέξει πόσο συχνά μπαίνουν τα social media στο στόχαστρο δικαστικών αρχών και κυβερνήσεων;
Στη Βραζιλία δικαστήριο μπλόκαρε την πρόσβαση στο X, ένα από τα πιο δημοφιλή μέσα κοινωνικής δικτύωσης στη χώρα (και παγκοσμίως) γιατί αρνήθηκε να παγώσει λογαριασμούς, με τον Έλον Μασκ να είναι σε ανοιχτή, δημόσια κόντρα με τις αρχές της χώρας. Καμία άλλη αντίστοιχη δράση δεν έχει αναληφθεί από τη Βραζιλία έναντι άλλων social media.
Στη Γαλλία συνέλαβαν τον ιδιοκτήτη του Telegram και απαγόρευσαν την έξοδό του από τη χώρα στο πλαίσιο έρευνας για παράνομο περιεχόμενο στην πλατφόρμα. Και για άλλες πλατφόρμες έχουν υπάρξει (και ερευνηθεί) καταγγελίες περί ανοχής σε παράνομο/εγκληματικό περιεχόμενο, αλλά ούτε οι γαλλικές αρχές, ούτε κάποιος άλλος διεθνώς προέβη σε σύλληψη των επικεφαλής.
Στις ΗΠΑ κυβέρνηση και Κογκρέσο επιχειρούν να απαγορεύσουν το Tik Tok – του οποίου η απήχηση στους νέους είναι εκρηκτική – γιατί φοβούνται ότι μεταφέρει τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών του στο Πεκίνο. Και τα άλλα social έχει αποδειχθεί ότι μεταφέρουν προσωπικά δεδομένα ακόμη και σε προεκλογικές καμπάνιες υποψηφίων, αλλά δεν σκέφτηκαν ποτέ να τα κλείσουν. Μεταξύ αυτών και το Facebook, που βρέθηκε στο στόχαστρο για την πολύκροτη υπόθεση της Cambridge Αnalytica.
Εκείνη την εποχή δικαίως οι ρυθμιστικές αρχές και ο πολιτικός κόσμος άνοιξαν τη συζήτηση για τον ρόλο των social media στην εκλογική διαδικασία, αλλά κάποιοι την τράβηξαν στα άκρα.
Είδαν μία ευκαιρία σε αυτήν, να απονομιμοποιήσουν άβολα εκλογικά αποτελέσματα, όπως η νίκη Τραμπ ή η ψήφος υπέρ του Brexit, αντί να δουν κατάματα τις οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους που οδήγησαν σε αυτά. Ακόμη και έτσι, κανείς ευτυχώς δεν μίλησε για «λουκέτα».
Επιλεκτική ευαισθησία
Η κάθε χώρα και η κάθε κυβέρνηση φαίνεται να τα βάζει επιλεκτικά με εκείνο το μέσο που θεωρεί αντίπαλο/ εχθρό. Η Βραζιλία συγκρούεται με τον Μασκ, η Γαλλία με το ρωσικό Telegram, οι ΗΠΑ με τους Κινέζους.
Σε όλες τις περιπτώσεις οι κινήσεις των αρχών φαίνεται να έχουν μία «επιλεκτική ευαισθησία», όσο και αν δεν είναι όλες οι περιπτώσεις το ίδιο.
Στην περίπτωση του Telegram οι καταγγελίες είναι αρκετά σοβαρές και πρέπει να διερευνηθούν (αν και αυτό δεν εξηγεί ακριβώς την ανάγκη για σύλληψη του Πάβελ Ντούροφ). Και στην περίπτωση του Tik Tok υπάρχει το επιχείρημα της προστασίας της «εθνικής ασφάλειας».
Σε όλες τις παραπάνω περιπώσεις όμως υπάρχει ένα κοινό στοιχείο. Η προσπάθεια λογοκρισίας, τα θολά όρια ανάμεσα στην επίκληση της ασφάλειας και την επίθεση στην ελευθερία του λόγου.
Όταν η Ινδία, το Ιράν, η Τουρκία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα τραβούν την πρίζα για λίγο από τα social media ή προσπαθούν να αποδυναμώσουν τις εφαρμογές κρυπτογραφημένων μηνυμάτων δεν διστάζουμε να μιλήσουμε για προσπάθεια φίμωσης. Γιατί πρέπει να δεχόμαστε ως de facto δικαιολογημένες τέτοιες κινήσεις όταν έρχονται από κυβερνήσεις της Δύσης;
Υπάρχουν όρια, αλλά είναι ίδια για όλους
Όλοι και όλα πρέπει να κρίνονται και παντού πρέπει να υπάρχουν όρια. Στη Βρετανία, όπως αναφέρει ο Economist, ενώ δικαίως οδηγούνται στη φυλακή όσοι ξεκάθαρα υποκινούν σε βία, μοιάζει πραγματικά ακατανόητη η καταδίκη σε ποινή κάθειρξης ενός χρήστη για ένα tweet που απλώς κρίθηκε «σκληρά προσβλητικό».
Ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου η παράδοση της ελευθερίας του λόγου είναι πολύ ισχυρή, ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ του Facebook αποκάλυψε πρόσφατα πως ο Λευκός Οίκος άσκησε πίεση στο μέσο να αφαιρέσει περιεχόμενο που ήταν απλώς… σάτιρα για τον Covid -19.
Μπορεί να υπάρξει μία ισορροπία; Να μην έχουμε ανεξέλεγκτα social media, αλλά ούτε και αδικαιολόγητους περιορισμούς από τις αρχές; Όσο δύσκολο και εάν είναι, πρέπει να το προσπαθήσουμε. Και πρέπει να το κάνουμε χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες και πρακτικές με δύο μέτρα και δύο σταθμά.
«Οι αντιπαραθέσεις για την ελευθερία του λόγου και την επιβολή του νόμου δεν φαινόμενο της εποχής του Facebook. Μαίνονται από την εφεύρεση του βιβλίου. Η θέση πρέπει να είναι σαφής: μόνο με την ελευθερία να κάνουν λάθος μπορούν οι κοινωνίες να προχωρήσουν αργά προς το σωστό. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι σήμερα οι πιο έντονες αντιρρήσεις για την καταστολή της ελευθερίας του λόγου προέρχονται από δεξιούς όπως ο Έλον Μασκ, το αφεντικό του X, ενώ πολλοί αυτοαποκαλούμενοι φιλελεύθεροι επικροτούν τη λογοκρισία αρκεί αυτή να είναι κατά των δισεκατομμυριούχων που υποστηρίζουν τον Τραμπ», σχολιάζει ο Economist. «Θα πρέπει και αυτοί να ξυπνήσουν. Οι περιορισμοί επηρεάζουν τους πάντες, όλους όσους χρησιμοποιούμε online πλατφόρμες και όχι μόνο τους δισεκατομμυριούχους ιδιοκτήτες τους».