Ο Ελον Μασκ έκανε την αρχή, ανακοινώνοντας ότι στηρίζει πλέον τον Ντόναλντ Τραμπ για την προεδρία των ΗΠΑ.
Και με πολλά χρήματα. Ο Μασκ έφερε μαζί του και άλλους δισεκατομμυριούχους της τεχνολογίας, όπως οι αδελφοί Γουίνκλβος-συνιδρυτές κάποτε του Facebook- και τον Τζο Λονσντέιλ, ιδρυτή της εταιρείας λογισμικού παρακολούθησης Palantir.
Τον Τραμπ υποστηρίζει και ο Μαρκ Αντριεσεν, ο οποίος δημιούργησε το πρώτο πρόγραμμα περιήγησης Netscape στο Διαδίκτυο τη δεκαετία του 1990 και τώρα είναι επικεφαλής μιας εταιρείας επιχειρηματικών κεφαλαίων.
Με την πρώτη ματιά, η δέσμευση του Μασκ και των άλλων δισεκατομμυριούχων τεχνολογίας υπέρ του Τραμπ, εκπλήσσει πολλούς, είναι περίεργη, αν όχι αντιφατική.
Η Silicon Valley θεωρείται παραδοσιακά αριστερή, φιλελεύθερη και πράσινη. Θα έπρεπε λογικά να είναι κατά του Τραμπ. Ιδιαίτερα μετά την επιλογή του Τζ. Ντ. Βανς ως υποψηφίου αντιπροέδρου του Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Βανς έχει κηρύξει προσωπικά τον πόλεμο σε τεχνολογίες που στοχεύουν στη μείωση του CO2 σε αρκετές περιπτώσεις. Αν ήταν στο χέρι του, είχε πει το 2023 ο Βανς, θα επιδοτούσε τα αυτοκίνητα εσωτερικής καύσης και όχι τα ηλεκτρικά, με χρήματα των φορολογουμένων. Και δεν θα κατασκευαζόταν ούτε μια ανεμογεννήτρια σε αμερικανικό έδαφος.
Γυρίζει η παλίρροια
Γιατί γυρίζει λοιπόν η παλίρροια για τη μεγάλη τεχνολογία στις Ηνωμένες Πολιτείες; Στις αρχές Αυγούστου, ένας δικαστής στην Ουάσιγκτον έκρινε ότι η Google είχε ενεργήσει παράνομα για να διατηρήσει το μονοπώλιό της στην διαδικτυακή αναζήτηση.
Συγκεκριμένα, ο όμιλος κατηγορείται ότι πλήρωνε δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως στους κολοσσούς των smartphone Apple και Samsung για να κάνουν την Google την προεπιλεγμένη μηχανή αναζήτησης στις συσκευές τους. «Η Google είναι μονοπώλιο και ενήργησε ως τέτοια για να διατηρήσει τη θέση της», έκρινε ο δικαστής Αμιτ Μέχτα στην ετυμηγορία του.
Σχεδόν 20 χρόνια μετά την αντιμονοπωλιακή δικαστική απόφαση κατά της Microsoft, η οποία παραλίγο ξέφυγε από τη διάλυση, αυτή η απόφαση κατά της Google είναι η πρώτη που θα μπορούσε να έχει σημαντικές συνέπειες. Στην Google πρώτα από όλα, επειδή το Υπουργείο Δικαιοσύνης εξετάζει πιθανή διάλυση και του ομίλου Alphabet, της μητρικής εταιρείας, σύμφωνα με το Bloomberg και τους New York Times .
Στη συνέχεια, αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει όλους τους τεχνολογικούς κολοσσούς, επειδή το αμερικανικό σύστημα κοινού δικαίου δίνει μεγάλη σημασία στη νομολογία του δεδικασμένου, που υποχρεώνει τους δικαστές να ακολουθούν αποφάσεις που έχουν ληφθεί προηγουμένως από τα δικαστήρια.
Με άλλα λόγια, αυτή η απόφαση είναι πιθανό να επηρεάσει άλλες εν εξελίξει δίκες για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης κατά της Google, της Apple, της Amazon και της Meta, οι οποίες θα διεξαχθούν τους επόμενους μήνες και χρόνια.
Αντιμονοπωλιακή στροφή
Αυτή η απόφαση, η οποία έρχεται στο τέλος της θητείας του Τζο Μπάιντεν, σηματοδοτεί μια προεδρία που χαρακτηρίστηκε από μια σημαντική «αντιμονοπωλιακή» τακτική, που στράφηκε κατά της μεγάλης τεχνολογίας. Αν και στην αρχή της προεδρίας του ο Μπάιντεν υποστηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη Silicon Valley, μόλις μπήκε στον Λευκό Οίκο υιοθέτησε μια σκληρή γραμμή, επιλέγοντας συστηματικά πρόσωπα κατά των λεγόμενων GAFAM ( Google, Amazon, Facebook, Apple Microsoft ) σε θέσεις-κλειδιά, ζητώντας να δράσουν για την τόνωση του ανταγωνισμού και την προστασία των καταναλωτών από τα μονοπώλια.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης ξεκίνησε σειρά ερευνών κατά των κολοσσών της τεχνολογίας. Εκτός από την Google, η Apple κατηγορήθηκε για κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της στην αμερικανική αγορά smartphone, όπου κατέχει μερίδιο αγοράς 65%.
Η Facebook βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο των ρυθμιστικών αρχών για την εξαγορά του WhatsApp και του Instagram, κάτι που θα επέτρεπε στην εταιρεία να εξαλείψει τον ανταγωνισμό στην αρχή. Αλλά και η Amazon κατηγορείται ότι δίνει προτεραιότητα στα δικά της προϊόντα και απαγορεύει στους πωλητές που χρησιμοποιούν την πλατφόρμα της να πωλούν τα προϊόντα τους φθηνότερα αλλού. «Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει δώσει στις αντιμονοπωλιακές πολιτικές μια δυναμική πρωτοφανή τα τελευταία 50 χρόνια», καταργώντας τη χαλαρή προσέγγιση στις συγχωνεύσεις και τις ρυθμιστικές καταχρήσεις που χαρακτήριζαν την κυβέρνηση Τραμπ», λέει ο Μαρκ Λέμλι, καθηγητής στη Νομική Σχολή του Στάνφορντ, που ειδικεύεται στο δίκαιο νέων τεχνολογιών
Τι θα κάνει η Κάμαλα Χάρις
Η υποψήφια των Δημοκρατικών για την Προεδρία, Κάμαλα Χάρις, ως γερουσιαστής της Καλιφόρνια, ήταν βέβαια παραδοσιακά κοντά στη βιομηχανία της τεχνολογίας και πολλοί αμφισβητούν ότι θα συνεχίσει τις πολιτικές του Μπάιντεν, αν εκλεγεί. Αλλά οι τεχνολογικοί κολοσσοί δεν την εμπιστεύονται και φαίνεται πώς θα προτιμούσαν μια δεύτερη προεδρία Τραμπ. Με την ελπίδα ότι θα σηματοδοτήσει μια επιστροφή σε μια πιο φιλική προς τους τεχνολογικούς κολοσσούς προσέγγιση, στον Λευκό Οίκο.