Η συντηρητική «Neue Zürcher Zeitung» παρουσίασε την είδηση πρωτοσέλιδα και σχεδόν σε πανηγυρικό τόνο. «Η Ελβετία έρχεται πιο κοντά στην ΕΕ σε στρατιωτικό επίπεδο».
Στο σχόλιο της στις εσωτερικές σελίδες μιλούσε για «ένα ξεκάθαρο σήμα ενάντια στην απομόνωση». Αφορμή έδωσε η απόφαση της κυβέρνησης της χώρας για τη συμμετοχή της Ελβετίας σε δύο προγράμματα της PESCO (Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία), ενός προγράμματος πλαισίου για την ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, που είναι ικανά και πρόθυμα να συμμετέχουν σε αυτήν.
Πρόκειται προφανώς για μια σημαντική εξέλιξη, που αγγίζει τον πυρήνα της ελβετικής ουδετερότητας, η οποία εδώ και αιώνες αποτελεί ένα «ταυτοτικό» ζήτημα για τη χώρα. Οι υποστηρικτές της πρωτοβουλίας αυτής μιλούν για μια αναθεώρηση της «ρομαντικής» αντίληψης, ότι η χώρα μπορεί να αισθάνεται ασφαλής κάτω από την ομπρέλα της άνευ όρων ουδετερότητας, σε ένα κόσμο με νέες απειλές και σε τομείς εντελώς «ανεξερεύνητους» πριν από μερικές δεκαετίες, όπως το κυβερνο-έγκλημα.
Τα επιχειρήματά τους αφορούν όμως και την παραδοσιακή μορφή της άμυνας, αφού κατά τη γνώμη τους ήταν λάθος η απόφαση για μείωση της στρατιωτικής ισχύος της χώρας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Αντιδρούν οι εθνικιστές
Στον αντίποδα υπάρχει η κριτική από το ευρωσκεπτικό και ακραία συντηρητικό, εθνικιστικό Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα (SVP), που παραδοσιακά τάσσεται κατά της συνεργασίας οποιασδήποτε μορφής με την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά και με το ΝΑΤΟ. Το ακροδεξιό κόμμα δεν αρνείται την ανάγκη ενίσχυσης της στρατιωτικής ισχύος της χώρας, αλλά θεωρεί ότι αυτό θα πρέπει να συμβεί στο πλαίσιο της αυτονομίας της. Κατακρίνει την κυβέρνηση και ζητά μια τόσο μεγάλου βεληνεκούς απόφαση για το μέλλον της χώρας να έρθει άμεσα προς συζήτηση και έγκριση στο κοινοβούλιο. Στο στόχαστρο έχει βρεθεί ιδιαίτερα η σημερινή πρόεδρος Βιόλα Άμχερντ, που χαρακτηρίζεται ως βασική υπεύθυνη για το «πολιτικό αυτό σκάνδαλο».
Φυσικά πρόκειται για ένα πρώτο και προσεκτικό βήμα, όσο και αν οι διαφωνούντες φτάνουν να το συγκρίνουν με την είσοδο της χώρας στην ΕΕ. Η PESCO περιλαμβάνει συνολικά 68 τομείς συνεργασίας και η Ελβετία έχει την πρόθεση σε αυτή τη φάση να συμμετάσχει σε δύο εξ αυτών. Στην απόφασή της αυτή έχει προφανώς επηρεαστεί και από την επιλογή άλλων χωρών, όπως η Φινλανδία και η Σουηδία που θεώρησαν ότι πρέπει να εγκαταλείψουν την ουδετερότητά τους και να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ.
Στο «Σένγκεν των στρατών»
Το πρώτο πρόγραμμα αφορά την κινητικότητα των στρατιωτικών δυνάμεων (Military Mobility) και αποκαλείται στην αργκό των ειδικών ως «Σένγκεν των στρατών», αφού έχει το στόχο να διευκολύνει και να επιταχύνει την μετακίνηση στρατιωτικών δυνάμεων μεταξύ των χωρών, ξεπερνώντας χρονοβόρες και γραφειοκρατικές διαδικασίες που υφίστανται μέχρι σήμερα. Αυτό μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια πολυεθνικών στρατιωτικών ασκήσεων, στο πλαίσιο ειρηνευτικών αποστολών ή σε έκτακτες περιστάσεις, όπως η αντιμετώπιση μεγάλων φυσικών καταστροφών.
Το δεύτερο πρόγραμμα προωθεί τη συνεργασία του ελβετικού στρατού με ανάλογες υπηρεσίες χωρών της ΕΕ για την αντιμετώπιση κυβερνοεπιθέσεων. Σε πρώτη φάση θα αφορά προσομοιώσεις επιθέσεων, με αντιμετώπιση από κοινού διαφόρων καταστάσεων και απειλών. Στο σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία και το ενδιαφέρον της Ουκρανίας για ενεργότερη συμμετοχή στο συγκεκριμένο πρόγραμμα.
Κυβερνοάμυνα με το ΝΑΤΟ
Πάντως η Ελβετία έχει ήδη συνεργαστεί σε κάποιες ασκήσεις με το Κέντρο Κυβερνοάμυνας του ΝΑΤΟ, που έχει εγκατασταθεί στην Εσθονία. Σε μια από αυτές υπήρξε και ουκρανική συμμετοχή. Οι διαφωνούντες με τη συμμετοχή στην PESCO μαζί με την Ουκρανία φοβούνται ότι αυτό θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια έμμεση συμμετοχή στην πολεμική σύγκρουση. Σημαντικό ρόλο για το συγκεκριμένο βήμα έπαιξε η εκτίμηση ότι υπάρχουν κάποια κενά στο επίπεδο της κυβερνοασφάλειας και το «άνοιγμα» σε ξένες αδερφές υπηρεσίες θα μπορούσε να οδηγήσει στην πλήρωσή τους.
Σε κάθε περίπτωση οι σχετικές αποφάσεις έχουν προκαλέσει έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις και έχουν ανοίξει μια συζήτηση, που πριν μερικά χρόνια θα ήταν αδιανόητη. Φυσικά κανείς δεν απορρίπτει ανοιχτά και συνολικά την ουδετερότητα. Απλώς κάποιοι ζητούν μια μάλλον πιο ελαστική ερμηνεία της, «προσαρμοσμένη στα νέα δεδομένα». Αν βεβαίως υπάρξει μια τέτοια αντιμετώπιση, πολλοί θεωρούν ότι θα ακολουθήσουν και άλλα βήματα, που μπορεί τελικά να αγγίξουν την ίδια την ουσία της. Η πρόσφατη προσεκτική προσέγγιση είναι μάλλον ένα πρώτο βήμα, που έχει υπό μια έννοια και δοκιμαστικό χαρακτήρα.
Πηγή: Deutsche Welle