«Αυτός είναι ο σωστός τρόπος για να καθαρίσει ο κόσμος από αυτή τη βρωμιά», έγραψε στο Χ ο ισραηλινός υπουργός Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Αμιχάι Ελιγιάχου, σχολιάζοντας τη δολοφονία του πολιτικού ηγέτη της Χαμάς, Ισμαήλ Χανίγια, στην Τεχεράνη.
Ηγετικό στέλεχος του ακροδεξιού κόμματος Otzma Yehudit του υπουργού Εθνικής Ασφάλειας, Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ, ο Ελιγιάχου είναι ο πρώτος και μοναδικός ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος που αντέδρασε στη δολοφονία του Χανίγια, όπως γράφουν οι Times of Israel.
«Όχι άλλες φαντασιακές συμφωνίες ειρήνης – παράδοσης, όχι άλλο έλεος», προσθέτει ο Ελιγιάχου στην «ενθουσιώδη» ανάρτησή του, υποστηρίζοντας ότι «το σιδερένιο χέρι που θα τους χτυπήσει είναι αυτό που θα φέρει ησυχία και λίγη παρηγοριά και θα ενισχύσει την ικανότητά μας να ζούμε ειρηνικά με αυτούς που αναζητούν ειρήνη».
Το Ισραήλ δεν έχει σχολιάσει πάντως επίσημα τον θάνατο του Χανίγια.
«Τα σχόλια του Ελιγιάχου έρχονται παρά τα δημοσιεύματα των εβραϊκών μέσων ενημέρωσης ότι ο πρωθυπουργός, Μπενιαμίν Νετανιάχου, διέταξε τους υπουργούς του να παραμείνουν σιωπηλοί και να μην αντιδράσουν δημοσίως για τη δολοφονία», γράφει η ισραηλινή εφημερίδα.
H είδηση του θανάτου του Χανίγια έρχεται λίγες ώρες αφότου το Ισραήλ επιβεβαίωσε ότι σκότωσε τον στρατιωτικό αρχηγό της λιβανέζικης Χεζμπολάχ, Φουάντ Σουκρ, σε «χειρουργική» πυραυλική επίθεση στη Βηρυττό. Ο Σουκρ ήταν ο δεύτερος στη στρατιωτική ιεραρχία της Χεζμπολάχ και στενός σύμβουλος του ηγέτη της οργάνωσης Χασάν Νασράλα.
Το Ισραήλ κατηγόρησε τον Σουκρ για τους θανάτους των 12 παιδιών και εφήβων στην επίθεση με ρουκέτα στην πόλη των Δρούζων Μαιντάλ Σαμς, στα κατεχόμενα και προσαρτημένα συριακά υψίπεδα του Γκολάν.
Μια επίθεση που αποδόθηκε στη Χεζμπολάχ, όσο και αν η φίλο-ιρανική οργάνωση το αρνείται.
«Η απάντησή μας θα έρθει και θα είναι σκληρή», είχε προειδοποιήσει ο ισραηλινός πρωθυπουργός, Νετανιάχου, που επισκέφθηκε την περιοχή της επίθεσης.
Ο ακροδεξιός υπουργός Οικονομικών, Μπεζαλέλ Σμότριτς, είχε ζητήσει μάλιστα έναν πόλεμο που θα καταστρέψει τη Χεζμπολάχ και θα οδηγήσει στην εκ νέου κατάληψη από το Ισραήλ του νότιου Λιβάνου.
Ακροδεξιό το «πάνω χέρι»
Στο Ισραήλ η η ακροδεξιά έχει το πάνω χέρι, καθώς ελέγχει ουσιαστικά την κυβέρνηση Νετανιάχου, υποκινώντας συνεχώς επιθέσεις εναντίον των Παλαιστινίων.
Την περασμένη Δευτέρα ένας ακροδεξιός όχλος μαζί με βουλευτές εισέβαλε σε στρατιωτική βάση όπου κρατούνται εννιά στρατιώτες με την κατηγορία ότι κακοποίησαν σεξουαλικά έναν Παλαιστίνιο κρατούμενο, τόσο σοβαρά, που χρειάστηκε να μεταφερθεί σε νοσοκομείο.
Στόχος των ακροδεξιών εξτρεμιστών ήταν προφανώς να απελευθερώσουν τους υπόπτους.
Ο ομοϊδεάτης υπουργός Εθνικής Ασφάλειας, Μπέν Γκβιρ, κατηγορείται ότι έδωσε εντολή στην αστυνομία να μην εμποδίσει τους διαδηλωτές να εισβάλουν, όπως γράφουν οι Times Of Israel.
Ο υπουργός Άμυνας του Ισραήλ, Γκάλαντ, έκανε μάλιστα λόγο για «σοβαρή απειλή για την κρατική ασφάλεια».
Όπως λέει η Ράχελ Έλιορ, καθηγήτρια στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, «υπάρχουν κύκλοι ανάμεσά μας που θέλουν να αρνηθούν το γεγονός ότι οι Παλαιστίνιοι είναι άνθρωποι, όπως εμείς, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Πολλοί δυστυχώς πιστεύουν ότι είμαστε ένας ιερός λαός και ότι οι μη Εβραίοι μπορούν να οριστούν ως ακάθαρτοι και άξιοι θανάτου».
Οι ακροδεξιές ιδέες δεν απαντώνται όμως μόνο στους θρησκευτικούς κύκλους. Οι υπερεθνικιστικές και ρατσιστικές απόψεις είναι επίσης ευρέως διαδεδομένες στη μη θρησκευτική κοινωνία στο Ισραήλ. Για παράδειγμα, ο ποδοσφαιρικός σύλλογος της Ιερουσαλήμ Beitar Jerusalem είναι ένας χώρος συγκέντρωσης ακροδεξιών και ρατσιστών οπαδών που δεν κρύβουν τις ισλαμοφοβικές τους απόψεις. Αυτό έγινε σαφές όταν ο σύλλογος υπέγραψε με δύο μουσουλμάνους παίκτες από την Τσετσενία πέρυσι. Οι οπαδοί της Beitar, που οργανώνονται στο υπερεθνικιστικό fan club “La Familia”, αποδοκίμασαν τους παίκτες. Αλλά όταν η μαχητική κραυγή τους «Θάνατος στους Άραβες» ηχεί στο γήπεδο, δεν προκαλεί καμία αντίδραση.
«Ultras» στην Κνεσέτ
Τέτοιες απόψεις δεν είναι πλέον περιθωριακές στο Ισραήλ. Έχουν γίνει κοινωνικά αποδεκτές. Το ακροδεξιό περιθώριο έχει μετακινηθεί στο κέντρο της Κνεσέτ και στο κέντρο της κοινωνίας.
Η έκτη κυβέρνηση Νετανιάχου, που σχηματίστηκε μετά τις βουλευτικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 2022, είναι ένας συνασπισμός που αποτελείται από έξι δεξιά και ακροδεξιά κόμματα. Αυτή η κυβέρνηση θεωρείται η πιο εξτρεμιστική στην ιστορία του Ισραήλ με ρατσιστικά, ομοφοβικά και μισογυνιστικά στοιχεία. Και μόνο μέσα από συνεχείς υποχωρήσεις στην άκρα δεξιά ο Μπενιαμίν Νετανιάχου μπόρεσε να δημιουργήσει έναν συνασπισμό 64 εδρών από τις 120 της Κνεσέτ, για να γλιτώσει από νέες εκλογές.
Τα αποτελέσματα ήταν άμεσα: τα μικρά, πιο εξτρεμιστικά κόμματα έλαβαν τα σημαντικότερα υπουργικά χαρτοφυλάκια, όπως το υπουργείο Εθνικής Ασφάλειας από τον Μπεν Γκβιρ, ο οποίος στο παρελθόν είχε ανακριθεί πολλές φορές από την αστυνομία για πράξεις που θεωρήθηκαν τρομοκρατικές.
Ο Μπεν Γκβιρ απειλεί ευθέως τον Νετανιάχου ότι θα τον ανατρέψει αν προχωρήσει σε κατάπαυσης του πυρός ή απελευθέρωση Παλαιστινίων κρατουμένων που έχουν «αίμα στα χέρια».
«Πέμπτη φάλαγγα»
Οι ακροδεξιές εξτρεμιστικές και ρατσιστικές δηλώσεις αποτελούν πλέον την ημερήσια διάταξη στο κοινοβούλιο του Ισραήλ, την Κνεσέτ.
Η 49χρονη βουλευτής του Λικούντ και υπουργός Μεταφορών, Μίρι Ρεγκέβ, για παράδειγμα, είναι ανοιχτά αφοσιωμένη στον φασισμό. Πρώην εκπρόσωπος του στρατού, η Ρεγκέβ ζητά να αποκλειστούν τα αραβικά κόμματα από την Κνεσέτ. Τους αποκαλεί «πέμπτη φάλαγγα» και δεν είναι η μόνη.
Ο βουλευτής του Λικούντ Ντάνι Ντάνον αποκάλεσε τους Άραβες βουλευτές «μασκοφόρους τρομοκράτες» και ο συνάδελφός του στο κόμμα Οφίρ Ακούνις είπε ότι η κατεχόμενη Δυτική Όχθη ανήκει μόνο στον εβραϊκό λαό. Οι Παλαιστίνιοι δεν έχουν δικαιώματα εκεί. «Αυτή είναι η χώρα μας», είπε.
Η 48χρονη βουλευτής και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, Αγελέτ Σάκεντ, από το κόμμα «Ha Bajit Hajehudi», το Εβραϊκό Σπίτι, δεν είναι σε καμία περίπτωση κατώτερη από τους συναδέλφους της από το Λικούντ. Πρόσφατα έγραψε στη σελίδα της στο Facebook ότι το Ισραήλ δεν διεξάγει πόλεμο εναντίον τρομοκρατών, αλλά πόλεμο εναντίον του παλαιστινιακού λαού. Οι Παλαιστίνιοι στο σύνολό τους πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εχθρός του οποίου το αίμα πρέπει να χυθεί.
Κάποιοι βασίζονται πράγματι σε αρχαία και παραδοσιακά εβραϊκά κείμενα, λέει η καθηγήτρια Έλιορ. Αυτό όμως δεν νομιμοποιεί τον ρατσισμό που προπαγανδίζουν. Εξάλλου, ο εβραϊκός λαός μπορεί να ανατρέξει σε μια ιστορία άνω των 3.000 ετών. Η συλλογική μνήμη διαμορφώνεται από κείμενα, μερικά από τα οποία γράφτηκαν όταν οι Εβραίοι ζούσαν ως διωκόμενη μειονότητα μεταξύ άλλων λαών. Πολλές γραπτές πηγές είναι 3.000 ετών, διευκρινίζει η Έλιοτ, και είναι ξεκάθαρο «ότι για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα υπάρχουν κάθε είδους πεποιθήσεις που δεν είναι πλέον αποδεκτές σήμερα. Όπως δεν έχουμε πια δούλους και υπηρέτριες σήμερα, «αν και υπάρχουν θρησκευτικοί νόμοι που το επιτρέπουν, δεν μπορούν να επιτραπούν ρατσιστικές δηλώσεις που βασίζονται σε πηγές του Ισραήλ».