Μέσα σε διάστημα λίγων ημέρων, οι δύο σημαντικότερες γυναίκες πολιτικοί στις δύο μεγαλύτερες δυνάμεις της Δύσης κέρδισαν δύο κρίσιμες πολιτικές μάχες. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν κέρδισε μια δύσκολη ψηφοφορία στο Ευρωκοινοβούλιο και επανεξελέγη πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Και η Κάμαλα Χάρις φαίνεται να κερδίζει το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο, μετά την απόφαση του προέδρου Μπάιντεν να μην είναι ξανά υποψήφιος.
Η εκπροσώπηση των φύλων είναι, όμως, το μοναδικό θετικό σε δύο διαδικασίες που κατά τ’ άλλα εγείρουν ερωτήματα και αναδεικνύουν εξόχως ανησυχητικές τάσεις για τη λειτουργία της δημοκρατίας στη Δύση.
Η «στέψη» της Χάρις
Η περίπτωση Χάρις είναι η εμφανέστερα προβληματική. Η κατ’ ουσίαν της στέψη από τον Μπάιντεν και από το κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος προφανώς γίνεται υπό την πίεση του χρόνου και της αντιπαλότητας με τον Τραμπ, όμως δεν παύει να αποτελεί μια παράκαμψη κάθε έννοιας εσωκομματικής δημοκρατίας, κάτι που παραδόξως όλα τα μεγάλα ΜΜΕ στις ΗΠΑ αποφεύγουν να θίξουν.
Μπορεί να είχε περάσει απαρατήρητο, αλλά το Δημοκρατικό Κόμμα είχε διεξαγάγει προκριματικές εκλογές, τις οποίες ο Μπάιντεν, ως εν ενεργεία πρόεδρος, είχε κερδίσει άνετα. Το χρονικό σημείο της παραίτησης και η συσπείρωση γύρω από τη Χάρις σημαίνει ότι για πρώτη φορά στα χρονικά, από τότε τουλάχιστον που οι μαζικές προκριματικές εκλογές έγιναν κανόνας για τα δύο μεγάλα κόμματα στη δεκαετία του ’70, ένα μεγάλο κόμμα επιλέγει υποψήφιο (που δεν είναι ήδη πρόεδρος) χωρίς κανέναν εσωτερικό διάλογο ή συναγωνισμό.
Η σύγκριση με τους Ρεπουμπλικάνους
Η σύγκριση με το δαιμονοποιημένο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, όπου ο Τραμπ χρειάστηκε να κερδίσει 16 αντιπάλους για να πάρει το χρίσμα, είναι εύλογη. Και, φυσικά, δεν βοηθάει να μετριαστεί η εντύπωση που υπάρχει, ιδιαίτερα μετά την ετσιθελική επικράτηση της Χίλαρι Κλίντον επί του Μπέρνι Σάντερς, το 2016, ότι το Δημοκρατικό Κόμμα είναι πια το κατεξοχήν ελιτίστικο κόμμα στις ΗΠΑ, με τις «βασιλικές» δυναστείες του (τους Κλίντον και τους Ομπάμα) και τα συμφέροντα που προκαθορίζουν αποτελέσματα. Υπό μια έννοια, το Δημοκρατικό Κόμμα είναι πια το θέσει «συντηρητικό» κόμμα στις ΗΠΑ, όπως ήταν το Ρεπουμπλικανικό μέχρι το 2016.
Μέσα σε μία 5ετία στα πρόθυρα της προεδρίας
Η προσωπική διαδρομή της Χάρις επιτείνει τον προβληματισμό. Πρόκειται για μια πολιτικό που μέσα σε μια πενταετία έχει βρεθεί στα πρόθυρα της προεδρίας, χωρίς να έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων ούτε μια φορά. Ως υποψήφια στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών, το 2020, η καμπάνια της κατέρρευσε μέσα σε μερικούς μήνες. Επελέγη, πάντως, από τον Μπάιντεν ως συνυποψήφια και τώρα χρίστηκε υποψήφια των Δημοκρατικών, κυριολεκτικά σε μια νύχτα.
Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό για την υποψηφιότητά της, η πορεία της δημιουργεί αμφιβολίες για την ικανότητά της να νικήσει τον Τραμπ.
Η περίπτωση της Φον ντερ Λάιεν
Η περίπτωση Φον ντερ Λάιεν είναι, υπό μια έννοια, διαφορετική, καθώς η δική της επανεκλογή ως προέδρου της Επιτροπής έλαβε χώρα με βάση τους κανόνες της Ε.Ε. Ως υποψήφια της μεγαλύτερης πολιτικής οικογένειας μετά τις ευρωεκλογές, του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, κέρδισε την έγκριση των αρχηγών των κυβερνήσεων της Ε.Ε. και στη συνέχεια επιβίωσε μιας οριακής ψηφοφορίας στο Ευρωκοινοβούλιο.
Οι ευρωπαϊκές ελίτ αρέσκονται να παρουσιάζουν αυτήν τη διαδικασία ως δημοκρατική νομιμοποίηση της νέας Επιτροπής, η πραγματικότητα όμως είναι αρκετά διαφορετική.
Εκβιαστικές πιέσεις
Κατ’ αρχάς δεν μπορεί κάποιος να αγνοήσει το περιβάλλον μέσα στο οποίο έλαβε χώρα η ψηφοφορία στο Ευρωκοινοβούλιο, όπου οι ευρωβουλευτές υπέστησαν εκβιαστικές πιέσεις να ψηφίσουν τη Φον ντερ Λάιεν.
Από τη μια μεριά ειπώθηκε ότι, εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία και της αβεβαιότητας στις ΗΠΑ, η Ε.Ε. δεν έχει την πολυτέλεια να ζήσει μια πολιτική κρίση. Από την άλλη, κατέστη σαφές ότι η Φον ντερ Λάιεν ήταν η μοναδική εναλλακτική στο τραπέζι και ότι, αν έχανε, η Ε.Ε. ουσιαστικά θα έμενε ακέφαλη. Φυσικά, κάτι τέτοιο ήταν λογικά και συνταγματικά παράλογο -αν έχανε η Φον ντερ Λάιεν, πολύ απλά οι αρχηγοί των κρατών θα έπρεπε να βρουν έναν νέο υποψήφιο- αλλά δείχνει ότι για την επανεκλογή της η Φον ντερ Λάιεν έπαιζε εξαρχής «χωρίς αντίπαλο».
Η αγωνιώδης προσπάθειά της μέχρι και την τελευταία στιγμή να βρει τις ψήφους που της έλειπαν, για να κερδίσει, περισσότερο αποτυπώνει την παντελή έλλειψη ενθουσιασμού προς το πρόσωπό της, παρά κάποια δημοκρατικότητα της διαδικασίας.
Περιφρόνηση για τη δημοκρατία
Η παρωδία για την επανεκλογή της Φον ντερ Λάιεν, φυσικά, είχε ξεκινήσει μήνες πριν από την ψηφοφορία στο Στρασβούργο, με την ανάδειξή της σε «υποψήφια πρόεδρο» από το ΕΛΚ. Υποτίθεται ότι το ίδιο θα έκαναν και οι άλλες πολιτικές οικογένειες (σοσιαλιστές, φιλελεύθεροι, πράσινοι), όλες τους όμως επέλεξαν κωμικά άχρωμους και άγνωστους υποψηφίους, κάποιοι εκ των οποίων μάλιστα παραδέχονταν ανενδοίαστα ότι η τελική έκβαση της διαδικασίας θα έπρεπε να είναι η επανεκλογή της Φον ντερ Λάιεν – διαβρωτικά φαινόμενα που θα προκαλούσαν γέλιο αν αφορούσαν εκλογές σε κάποια τριτοκοσμική απολυταρχία ή στη Ρωσία του Πούτιν.
Η περιφρόνηση της Φον ντερ Λάιεν για τη δημοκρατία ήταν τέτοια, που δεν θέλησε ακόμα και να υποβληθεί στην κρίση των ψηφοφόρων του κόμματός της, αρνούμενη να ενταχθεί στη λίστα του CDU για τις ευρωεκλογές. Και, φυσικά, η περίπτωσή της πάει πίσω, στο 2019, όταν το όνομά της εμφανίστηκε κυριολεκτικά από το πουθενά στις διαπραγματεύσεις των κυβερνήσεων για τον πρόεδρο της Επιτροπής και κατά πλήρη παράβαση του αποτελέσματος των ευρωεκλογών τότε, όπου το ΕΛΚ είχε κερδίσει με άλλον υποψήφιο (τον Μάνφρεντ Βέμπερ, ο οποίος σήμερα είναι πιστός στρατιώτης της Φον ντερ Λάιεν και βοήθησε στην εκλογή της).
Το κοινό στοιχείο
Αν υπάρχει ένα κοινό στις περιπτώσεις των Χάρις και Φον ντερ Λάιεν είναι ότι και οι δύο αποτυπώνουν τον τρόπο με τον οποίο κατανοείται η δημοκρατία σήμερα, ιδιαίτερα από το πολιτικό στρατόπεδο των θεωρούμενων υπερασπιστών της έναντι του «κινδύνου του λαϊκισμού»: ως μια φορμαλιστική διαδικασία που χρησιμεύει στο να παράγει εκ των υστέρων νομιμοποίηση για από-τα-πάνω επιλογές, οι οποίες φορτικά παρουσιάζονται ως μόνη εναλλακτική έναντι εχθρών, κρίσεων και απειλών.
Ακόμα χειρότερα, η δημοκρατία κατανοείται πια ως ένα αναγκαίο κακό, ως ένας «σκόπελος» που πρέπει κάθε φορά να «ξεπεραστεί» για να επανέλθουν τα πολιτικά συστήματα στην «κανονικότητα» της καθημερινής διαχείρισης μέχρι την επόμενη κρίση (που συνήθως τα ίδια παράγουν)
* Ο Άγγελος Χρυσόγελος είναι Αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University