Η ολοένα και πιο χαοτική και συγκρουσιακή τάση στις διεθνείς σχέσεις οδηγεί σε έκρηξη των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών.
«Το 2024 θα μείνει στη μνήμη μας ως η χρονιά που οι δαπάνες για την Άμυνα της Ευρώπης θα σπάσουν κάθε ρεκόρ», τονίζει ο στρατιωτικός αναλυτής, Τόμ Μπέιλι της HANetf.
«Πέρυσι, οι στρατιωτικές δαπάνες από τα 31 μέλη του ΝΑΤΟ έφτασαν τα 1,34 τρισεκατομμύρια δολάρια, σημειώνοντας αύξηση 5,2% σε σύγκριση με το 2022», σημειώνει ο αναλυτής.
«Μια αύξηση κατά 30% το 2024, δεν μπορεί να αποκλειστεί», προσθέτει
Οι δαπάνες του ΝΑΤΟ αντιπροσώπευαν το 55% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών το 2023, με τα ευρωπαϊκά έθνη να αντιστοιχούν στο 28% του συνόλου του ΝΑΤΟ, σημειώνοντας το υψηλότερο ποσοστό της τελευταίας δεκαετίας.
Η τεράστια αύξηση των αμυντικών δαπανών έχει ανεβάσει άλλωστε στα ύψη τις μετοχές των πολεμικών βιομηχανιών:
Η μετοχή της γερμανικής Rheinmetall αυξήθηκε κατά 75% από την αρχή του χρόνου και της Ιταλικής αμυντικής βιομηχανίας Leonardo κατά 54% τους πρώτους πέντε μήνες και κατά 135% τον τελευταίο χρόνο.
Η Airbus είδε επίσης τη μετοχή της να ενισχύεται κατά 24% σε ένα χρόνο και 10% από τον Ιανουάριο. Αύξηση 25% είδε επίσης η γαλλική Thales, που παράγει πυραύλους και άλλα αμυντικά συστήματα. Η Safran επίσης κατέγραψε άνοδο 35% από την αρχή του χρόνου και 60% σε ένα χρόνο, από έτος σε έτος.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, η Ισπανική Indra βρίσκεται στο +55% από τον Ιανουάριο και στο +85% από τον Ιούνιο του 2023.
Η σουηδική Saab, ο κορυφαίος αμυντικός εργολάβος της Στοκχόλμης για όπλα και θωρακισμένα οχήματα πέτυχε αύξηση 70%.
Συνολικά, σύμφωνα με τους Financial Times, οι 10 μεγαλύτερες αμυντικές βιομηχανίες στην Ευρώπη αύξησαν το 2023 το προσωπικό τους κατά 12.400 άτομα, μετά από τρία χρόνια συνολικής μείωσης του προσωπικού, το 2023.
Η Άμυνα βασικό όπλο στα χρηματιστήρια
Με λίγα λόγια, η αίσθηση των επενδυτών είναι ότι η Άμυνα είναι πλέον βασικό πλεονέκτημα για όσους επιδιώκουν υψηλές αποδόσεις στο χρηματιστήριο.
Στο πλαίσιο αυτό σημαντική ώθηση αναμένεται να δώσει η Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανική Στρατηγική (EDIS) που πρότεινε η Επιτροπή της ΕΕ πριν από τρεις εβδομάδες.
Η ΕΕ στερείται κοινής αγοράς εξοπλισμών, τα κράτη μέλη παραγγέλνουν ελάχιστα μαζί, και μετά τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία αναγκάστηκαν να αγοράσουν ακόμη περισσότερα από άλλες χώρες, εκτός Ευρώπης, από ό,τι είχαν ήδη κάνει μεταξύ Φεβρουαρίου 2022 και Ιουνίου 2023
Οι παραδόσεις όπλων από τρίτες χώρες στην ΕΕ ήταν το 78% του συνόλου, με τις ΗΠΑ να είναι με μεγάλη διαφορά ο σημαντικότερος προμηθευτής οπλικών συστημάτων στην Ευρώπη.
Η Κομισιόν στοχεύει να δημιουργήσει μια λιγότερο κατακερματισμένη αγορά οπλικών συστημάτων, να μειώσει το μερίδιο των αμυντικών εισαγωγών όπλων, να αυξήσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο όπλων στο 35% του συνολικού όγκου έως το 2030 και τις κοινές προμήθειες όπλων στο 40% την ίδια περίοδο. Αυτό το μερίδιο ήταν μόλις 18% το 2022.
Απατηλοί στόχοι;
Φυσικά, υπάρχουν εγγενή όρια και εμπόδια στη στρατηγική της ΕΕ.
Σε κάθε περίπτωση, το 1,5 δισ. ευρώ που είχε προβλεφθεί δεν θα έκανε σημαντική διαφορά.
Τα κράτη μέλη επίσης παραμένουν υπεύθυνα για την αμυντική πολιτική και δεν θέλουν να δημιουργήσουν παράλληλες δομές με το ΝΑΤΟ στην ΕΕ.
Ο στόχος μιας «εσωτερικής αγοράς» αμυντικού εξοπλισμού παραμένει απατηλός όσο τα κράτη έχουν διαφορετικά συμφέροντα αμυντικής πολιτικής.
Μελέτη της δεξαμενής σκέψης των Βρυξελλών Bruegel, επαινεί το γεγονός ότι η Επιτροπή θέτει τον σωστό «νέο τόνο» για τη μελλοντική συζήτηση για την αμυντική πολιτική στην ΕΕ, επειδή τονίζει τη σημασία της ενιαίας βιομηχανίας όπλων.
Αξιολογεί πάντως ως υπερβολικά αισιόδοξο το σημερινό δυναμικό παραγωγής της αμυντικής βιομηχανίας στην ΕΕ.
«Η Ευρώπη δεν θα είναι σε θέση να καλύψει τις ανάγκες της Ουκρανίας σε πυρομαχικά το νωρίτερο μέχρι το 2026», εκτιμά η έκθεση του ινστιτούτου Bruegel.
Οι συγγραφείς της μελέτης λένε πώς υπάρχουν πολύ λίγα που μπορούν να γίνουν για να αλλάξει η διατλαντική ανισορροπία:
«Οι ΗΠΑ εξάγουν περίπου 20 φορές περισσότερα όπλα από τις εισαγωγές τους και κάθε Αμερικανός πρόεδρος το βλέπει ως επιτυχία εάν η αμερικανική βιομηχανία πουλήσει αμυντικό εξοπλισμό στην ΕΕ. Αυτό ισχύει για τον Τζο Μπάιντεν καθώς και για τον Ντόναλντ Τραμπ».