Το νεαρό ζευγάρι των Αργεντίνων ζούσε μία απολύτως φυσιολογική ζωή σε προάστιο της Λιουμπλιάνα. Η γυναίκα, Μαρία Ρόζα Μάγιερ Μουνιόθ, είχε μία online γκαλερί έργων τέχνης. Ο σύζυγός της, Λούντβιχ Γκις, ήταν επικεφαλής σε μία τεχνολογική startup. Είχαν εγκαταλείψει την Αργεντινή για τη Σλοβενία, όταν η Μαρία Ρόζα, έπεσε θύμα ένοπλης ληστείας, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό της στο Μπουένος Άιρες. Έτσι έλεγαν στους νέους γείτονές τους.
Το μεσαίας τάξης, «ήσυχο» ζευγάρι, οδηγούσε ένα Kia Ceed, μεγάλωνε δύο παιδιά, έναν γιο και μία κόρη και…«δεν έδινε δικαιώματα», σύμφωνα με τις μαρτυρίες των γειτόνων. Όλοι στην οικογένεια μιλούσαν όχι μόνο ισπανικά, αλλά και άπταιστα αγγλικά, γερμανικά. Τα παιδιά φοιτούσαν στο British International School. Γνώριζαν όμως όπως φαίνεται και μία άλλη γλώσσα, που δεν είχαν αποκαλύψει. Ρωσικά.
Τα πάντα γύρω από την ταυτότητά τους ήταν ένα καλά κατασκευασμένο ψέμα, όπως εξηγεί σε εκτενές ρεπορτάζ η Wall Street Journal.
Η πραγματική ταυτότητα, οι υπολογιστές και τα χρήματα στο ψυγείο
Το πραγματικό όνομα του Γκις φέρεται να είναι Άρτεμ Βικτόροβιτς Ντούλτσεφ. Γεννήθηκε στη Δημοκρατία του Μπασκορτοστάν, γνωστή και ως Μπασκιρία, αυτόνομο τμήμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Και ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος της ρωσικής υπηρεσίας πληροφοριών, SVR, σύμφωνα με τις σλοβενικές αρχές, που τον συνέλαβαν.
H Μάγιερ Μουνιόθ είναι η Άννα Βαλέρεβνα Ντούτσελβα, επίσης υψηλόβαθμο στέλεχος της SVR.
Οι υπολογιστές τους έφεραν hardware, που τους επέτρεπε να επικοινωνούν με ασφάλεια με τη Μόσχα. Τα μηνύματα ήταν σε τέτοιο βαθμό κρυπτογραφημένα που ούτε οι Σλοβένοι ούτε οι Αμερικανοί ειδικοί μπορούσαν να τα αποκωδικοποιήσουν. Σε μία μυστική θήκη μέσα στο ψυγείο τους κρατούσαν φυλαγμένα χαρτονομίσματα εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ.
Τώρα είναι σε εξέλιξη η δίκη τους, κεκλεισμένων των θυρών. Μέσα στις επόμενες εβδομάδες αναμένεται να εκδοθεί η πρώτη ετυμηγορία για τους δύο Ρώσους, που κατηγορούνται ως παράνομοι πράκτορες.
Οι αξιωματούχοι λένε ότι έως ότου συλληφθούν τον Δεκέμβριο του 2022, χρησιμοποιούσαν τη Σλοβενία, μια χώρα μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, με πληθυσμό μόλις 2 εκατομμυρίων ατόμων, ως βάση για να ταξιδέψουν στην κοντινή Ιταλία, την Κροατία και σε όλη την Ευρώπη, για να πληρώσουν πηγές, να συγκεντρώσουν πληροφορίες και να τις μεταδώσουν στη Μόσχα.
Η αλπική χώρα ήταν μια τέλεια επιλογή για την αποστολή τους, αφού προσφέρει πρόσβαση χωρίς βίζα σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης και έχει περιορισμένες δυνατότητες αντικατασκοπείας. Είχαν εκπαιδεύσει ακόμη και τα δύο μικρά παιδιά τους, λένε Σλοβένοι αξιωματούχοι, λέγοντάς τους ότι μια μέρα «η μαμά και ο μπαμπάς μπορεί να συλληφθούν».
Στο τραπέζι η ανταλλαγή κρατουμένων
Τώρα είναι κλεισμένοι σε φυλακή της Σλοβενίας, με τα παιδιά τους σε ανάδοχη οικογένεια. Θα μπορούσαν να αφεθούν ελεύθεροι σε πιθανή ανταλλαγή κρατουμένων με τη Ρωσία. Σύμφωνα με ανώτερους αξιωματούχους της Σλοβενίας και των ΗΠΑ, το Κρεμλίνο έχει ήδη εκφράσει ενδιαφέρον να τους επαναφέρει στις συνομιλίες που διεκπεραιώνει ο επί χρόνια στενός σύμμαχος του Πούτιν, Νικολάι Πατρούσεφ. Ούτε το Κρεμλίνο ούτε η SVR απάντησαν στα αιτήματα της WSJ για σχολιασμό.
Να σημειωθεί ότι η Μάγιερ Μουνιόθ (δηλαδή η Βαλέρεβνα) ισχυριζόταν ότι ήταν μεξικανικής καταγωγής (που μετανάστευσε στην Αργεντινή), ενώ είχε καταθέσει πιστοποιητικό γέννησης, που την έδειχνε να έχει γεννηθεί στην Ελλάδα.
Μία Ρωσίδα πράκτορας στο Παγκράτι
Η WSJ θυμίζει βεβαίως και τη «δική μας», Μαρία Τσάλλα. Διέμενε στο Παγκράτι, όπου άνοιξε ένα κατάστημα χειροτεχνίας και πλεκτικής, ενώ δραστηριοποιούνταν και ως φωτογράφος. Είχε μάλιστα ελληνική υπηκοότητα και ταυτότητα από το 2018.
Αλλά στην πραγματικότητα ήταν η Ρωσίδα «Irina A. S.», που δρούσε στη χώρα μας υπό «βαθύ κάλυμμα», σύμφωνα με την ΕΥΠ.
Απ’ ό,τι φαίνεται χρησιμοποιούσε το όνομα βρέφους που είχε πεθάνει. Όταν έφυγε από την Ελλάδα -και μάλιστα εσπευσμένα- ισχυρίστηκε πως αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Η Τσάλλα είχε έναν σύντροφο στην Αθήνα, που όπως είπε στις αρχές δεν είχε ιδέα ότι δεν ήταν από την Ελλάδα. Οι ελληνικές αρχές ανακάλυψαν ότι ήταν στην πραγματικότητα παντρεμένη με έναν άλλο Ρώσο κατάσκοπο, τον Κάμπος Γουίτιτς, ο οποίος είχε ζήσει για περίπου δύο χρόνια στο Ρίο ντε Τζανέιρο με τη Βραζιλιάνα φίλη του, μια κτηνίατρο που εργαζόταν στο υπουργείο Γεωργίας της χώρας. Η Βραζιλιάνα βοήθησε στον συντονισμό της αναζήτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τον εντοπισμό του όταν εξαφανίστηκε – για να μάθει τελικά ότι εργαζόταν μυστικά για τη ρωσική υπηρεσία πληροφοριών.