Skip to main content

Αν τον είχαν ακούσει…Ο άνθρωπος που προσπάθησε να σώσει το Ισραήλ από τον εαυτό του

Το Ισραήλ πιθανότατα δεν θα βρισκόταν καταγγελόμενο, αν η κυβέρνηση του 1967 τον είχε πάρει στα σοβαρά

Το 1967, η ισραηλινή κυβέρνηση αγνόησε τις προειδοποιήσεις ενός νεαρού συμβούλου διεθνούς δικαίου. Σήμερα το Ισραήλ βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο.

Όταν ο εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, Καρίμ Χαν, ανακοίνωσε ότι θα ζητήσει εντάλματα σύλληψης κατά του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου και του υπουργού Άμυνας Γιόαβ Γκαλάντ με την κατηγορία των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας η οργή ήταν αυτονόητη. Το ταυτόχρονο αίτημα του Χαν για τη σύλληψη τριών ηγετών της Χαμάς δεν κατέστειλε την οργή.

Πριν υποβάλει το αίτημά του, ο Χαν κατέθεσε τα στοιχεία του σε μια επιτροπή κορυφαίων εμπειρογνωμόνων σε θέματα δικαίου του πολέμου. Όλοι, συμφώνησαν ομόφωνα ότι «υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για την διάπραξη εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του ΔΠΔ».

Ο Θιοντόρ Μερόν -ένας 94χρονος επιζών του Ολοκαυτώματος, διακεκριμένος νομικός  και πρώην διπλωμάτης του Ισραήλ- είναι μακράν ο πιο επιφανής από αυτούς, τονίζει το Foreign Policy, που κάνει μία αναδρομή στις απαρχές του εβραϊκού κράτους  και στα λάθη που οδήγησαν στην σημερινή εκρηκτική κατάσταση.

Ένας 37χρονος «παιδί-θαύμα»

Ο Μερόν, υπηρέτησε Ισραηλινές κυβερνήσεις από το 1957. Αμέσως μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, διορίστηκε νομικός σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών, ως η κορυφαία αυθεντία της ισραηλινής κυβέρνησης σε θέματα διεθνούς δικαίου. Ένας 37χρονος «παιδί-θαύμα».

Το συγγραφικό του έργο θεωρείται ότι «βοήθησε στην οικοδόμηση των νομικών θεμελίων των διεθνών ποινικών δικαστηρίων» – αρχής γενομένης από εκείνο που ιδρύθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη το 1993, για την εκδίκαση των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στους πολέμους που ακολούθησαν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, του οποίου υπήρξε δικαστής το 2001.

Υπηρέτησε για αρκετά χρόνια ως πρόεδρός του ΔΠΔ αλλά και στο εφετείο του Διεθνούς Δικαστηρίου.

Το Ισραήλ πιθανότατα δεν θα βρισκόταν καταγγελόμενο, αν η κυβέρνηση του 1967 τον είχε πάρει στα σοβαρά.

Εποικισμοί: Η αρχή του κακού

Τον Σεπτέμβριο εκείνου του έτους, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Λεβί Εσκόλ «ζύγιζε» αν το Ισραήλ θα έπρεπε να δημιουργήσει οικισμούς στα εδάφη που είχε κατακτήσει στον απροσδόκητο πόλεμο, τρεις μήνες νωρίτερα.

Ο Εσκόλ έτεινε προς την επανίδρυση του Kfar Etzion, ενός κιμπούτς που είχε καταληφθεί από αραβικές δυνάμεις το 1948. Η περιοχή βρισκόταν μεταξύ της Χεβρώνας και της Βηθλεέμ στη Δυτική Όχθη, και ελεγχόταν από την Ιορδανία.

Επίσης, «κοίταζε» προς τα Υψίπεδα του Γκολάν, συριακό έδαφος που είχε επίσης πρόσφατα κατακτηθεί από το Ισραήλ.

Σε μια συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, ο υπουργός Δικαιοσύνης προειδοποίησε ότι η εγκατάσταση αμάχων σε «επιτηρούμενα» εδάφη -ο όρος της κυβέρνησης για τα κατεχόμενα εδάφη- θα παραβίαζε το διεθνές δίκαιο. Ο επικεφαλής του γραφείου του Εσκόλ ζήτησε από τον νομικό σύμβουλο του υπουργείου Εξωτερικών να γνωμοδοτήσει.

Κατηγορηματικό «όχι»

Η απάντηση του Μερόν ήταν κατηγορηματική: «Η εγκατάσταση αμάχων στα υπό επιτήρηση εδάφη αντιβαίνει στις ρητές διατάξεις της τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης».

Η σύμβαση του 1949 για την προστασία των αμάχων σε καιρό πολέμου, όπως εξήγησε, απαγορεύει σε μια κατοχική δύναμη να μεταφέρει μέρος του πληθυσμού της σε κατεχόμενα εδάφη, με σαφή στόχο την αποτροπή του εποικισμού.

Εννέα ημέρες μετά…

Εννέα ημέρες αργότερα, μια ομάδα νεαρών Ισραηλινών εγκαταστάθηκε στην τοποθεσία Kfar Etzion, με την υποστήριξη της κυβέρνησης.

Αρχικά, ο οικισμός χαρακτηρίστηκε ως στρατιωτικό φυλάκιο. Όπως είχε σημειώσει ο ίδιος ο Μερόν, ήταν νόμιμο να χτίζονται προσωρινές στρατιωτικές βάσεις σε κατεχόμενα εδάφη.

Όλοι καταλάβαιναν αυτό ήταν ένα τέχνασμα, που γρήγορα εγκαταλείφθηκε.

Η επιχειρηματολογία που «βόλευε»

Έτσι, η κυβέρνηση σύντομα στηρίχθηκε στην επιχειρηματολογία δύο διακεκριμένων ισραηλινών νομικών, του Γιεχούντα Μπλουμ και του Μέιρ Σάμγκαρ.

Οι δύο άνδρες υποστήριξαν ότι η Τέταρτη Σύμβαση της Γενεύης δεν εφαρμόζεται στη Δυτική Όχθη. Δεδομένου ότι η κυριαρχία της Ιορδανίας εκεί ήταν ανεπίσημη, δεν ήταν κατεχόμενο έδαφος.

Όπως έγραψε ο ίδιος ο Μερόν το 2017, 50 χρόνια μετά το αρχικό του υπόμνημα, η θεωρία αυτή δεν ευσταθεί. Η σύμβαση δεν αποσκοπεί στην προστασία των κρατών και των αξιώσεων κυριαρχίας. Προστατεύει όσους ζουν υπό κατοχή από τις αυθαιρεσίες της κατοχικής δύναμης.

Τι θα είχε συμβεί

Αυτό εγείρει το ερώτημα: Τι θα είχε συμβεί αν η κυβέρνηση Εσκόλ είχε είχε κάνει δεκτή την γνώμη του Μερόν;

Αρχικά, δεν θα υπήρχαν οικισμοί στα κατεχόμενα εδάφη.

Ο ισραηλινός στρατός δεν θα χρειαζόταν να φρουρεί τέτοιου είδους κοινότητες και το Ισραήλ δεν θα είχε επενδύσει τεράστιους πόρους για να δεσμεύσει το κατεχόμενα εδάφη.

Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν θα υπήρχε τώρα ένα παλαιστινιακό κράτος δίπλα στο Ισραήλ. Οι εποικισμοί δεν ήταν το μόνο εμπόδιο για μια ειρηνευτική συμφωνία. Είναι όμως σημαντικό.

Επιπλέον, ένα μέρος των οικισμών έχουν αποτελέσει θερμοκήπιο για την ισραηλινή ριζοσπαστική θρησκευτική δεξιά, που είναι εντελώς αντίθετη στην παραχώρηση γης. Τα δύο πιο ακραία κόμματα στην κυβέρνηση Νετανιάχου ηγούνται από εποίκους και υπολογίζουν τους οικισμούς ως τον πυρήνα της εκλογικής τους πελατείας.

Χωρίς τους οικισμούς, οι πιθανότητες να αποφύγει το Ισραήλ τη σημερινή του δυσχερή θέση θα ήταν καλύτερες.

Η αποδοχή της γνώμης του Μερόν τότε θα μπορούσε επίσης να έχει οδηγήσει σε μια διαφορετική στάση των Ισραηλινών πολιτικών και στρατιωτικών απέναντι στο διεθνές δίκαιο και συγκεκριμένα, σε μία κουλτούρα αυστηρής τήρησής του.

Ίσως μια τέτοια στάση να είχε καθοδηγήσει τον Νετανιάχου και τον Γκαλάντ να διεξαγάγουν τον πόλεμο με διαφορετικό τρόπο, αποφεύγοντας τις πράξεις που καταγγέλλει τώρα ο εισαγγελέας του ΔΠΔ.

Επιμέλεια: Κατερίνα Άτση