Skip to main content

Όσα δεν ήξερε και όσα έμαθε ένας 18χρονος, την D-Day – «Ανησυχούσα μόνο γιατί βράχηκαν οι κάλτσες μου»

«Δεν είχα ξαναδεί πλοίο. Δεν ήξερα τι σήμαινε να πάω στο στρατό»

Ο γιος του, έχει παιδικές αναμνήσεις από τον πατέρα του να υποφέρει από εφιάλτες. Μόλις το 1990 ο Κεν Κουκ άρχισε να μιλά για την εμπειρία του από τον πόλεμο. Το να θυμάσαι να είναι δύσκολο. Αν και η ημέρα της απόβασης στην Νορμανδία,  τα ξημερώματα της 6ης Ιουνίου του 1944 ( η γνωστή D-Day που διαμόρφωσε την εξέλιξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) τον βρήκε να παρακολουθεί «τα πυροτεχνήματα» από τους βομβαρδισμούς και να ανησυχεί για τις βρεγμένες κάλτσες του.

Το πρώτο πλοίο που είδε ποτέ στην ζωή του, ο 98χρονος σήμερα άνδρας, ήταν αυτό που τον μετέφερε από το Σαουθάμπτον στα ανοιχτά των ακτών της Νορμανδίας τις πρώτες πρωινές ώρες.

Εκείνο το πρωί, μαζί με άλλους 24.969 Βρετανούς στρατιώτες, θα πατούσε σε γαλλική «άμμο», που είχε την κωδική ονομασία «Χρυσή παραλία».

Συνολικά 160.000 στρατιώτες έπλευσαν κάτω από τον νυχτερινό ουρανό, σε μια τεράστια αρμάδα 3.000 αποβατικών σκαφών, 2.500 πλοίων και 500 βοηθητικών σκαφών και εμπορικών σκαφών, με αποστολή την έναρξη της απελευθέρωσης της Ευρώπης.

Ήταν 18 ετών και πεζικάριος στο 7ο τάγμα των Green Howards, με μόλις έξι εβδομάδες βασικής εκπαίδευσης στο ενεργητικό του. 

Ξαπλωμένος στην κουκέτα του, ο Κουκ ένιωσε το βαρύ τρέμουλο του Empire Rapier καθώς έβγαινε από το λιμάνι στις 2 τα ξημερώματα, διηγείται στον Guardian.

Αλλά δεν ήταν φοβισμένος ούτε καν νευρικός. Τώρα παραδέχεται ότι συχνά επιστρέφει σε εκείνες τις ημέρες που τον τελικά τον στιγμάτισαν.  

«Η μνήμη για τις θυσίες μας ξεθωριάζει. Λίγοι ασχολούνται»

Ογδόντα χρόνια μετά την D-Day, ο Κουκ είναι υγιής και ένας από τους ελάχιστους που έχουν απομείνει στη Βρετανία που μπορεί να μιλήσει για κείνη την ημέρα.

Στη Βρετανία, πιστεύει, οι μνήμες για τις θυσίες που έγιναν ξεθωριάζουν παρά τις προσπάθειές του να δώσει ομιλίες σε σχολεία για να αφηγηθεί τον ηρωισμό εκείνων που δεν επέστρεψαν.

«Σήμερα, είναι πολλοί που δεν ασχολούνται με το θέμα αυτό» λέει.

Συγκινούν οι βετεράνοι της D-Day: «Δεν νιώθω ήρωας, κάναμε ό,τι έπρεπε να κάνουμε»

Αφού εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία 14 ετών το 1939, ο Κουκ πήγε με τον πατέρα του να δουλέψει σε ένα εργοστάσιο πυροβολικού, ως το «παιδί για τις δουλειές» μεταφέροντας φλιτζάνια τσάι και μηνύματα μεταξύ των εργατών που κατασκεύαζαν αντιαεροπορικά όπλα.

Ήταν η φάση όπου ο πόλεμος μεταξύ της Βρετανίας και της Γερμανίας δεν είχε ακόμη αρχίσει επισήμως.

«Έλα μαζί μας…είσαι έτοιμος να φύγεις »

Θυμάται ότι ο πατέρας του, ο οποίος στο παρελθόν είχε καταταγεί εθελοντικά στο St John Ambulance όταν εργαζόταν σε ορυχεία, κλήθηκε ως γιατρός. Στη συνέχεια, το 1943, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, ήρθε η σειρά του: ένα γράμμα τον καλούσε: «Έλα μαζί μας…είσαι έτοιμος να φύγεις »

«Δεν ήξερα καν τι σήμαινε να πάω στο στρατό»

«Δεν ήξερα καν τι σήμαινε να πάω στο στρατό», λέει

«Πήγα στο Ρίτσμοντ για τη βασική μας εκπαίδευση και ήταν πραγματικά βασική».

Στο πεδίο βολής τους δόθηκαν 10 σφαίρες – πέντε για να πυροβολήσουν στα 100 μέτρα και άλλες πέντε στα 200 μέτρα. «Η επόμενη φορά που πυροβόλησα με το τουφέκι μου ήταν στη Νορμανδία. Αυτή ήταν η εκπαίδευση για την ημέρα της Νορμανδίας».

Μετακινήθηκε από στρατώνα σε στρατώνα, για να καταλήξει σε αμερικανικό στρατόπεδο λίγο έξω από το Σαουθάμπτον.

«Και ένα πρωί, στο ξύπνημα, μας είπαν: “Μαζέψτε τα”. Μας έβαλαν σε κάποια φορτηγά και πήγαμε στο Σαουθάμπτον.

«Δεν είχα δει ποτέ μου πλοίο»

«Δεν είχα δει ποτέ μου πλοίο και είχα δει παραλία μόνο μια φορά, σε μια ημερήσια εκδρομή» τονίζει.

Το βράδυ της 5ης Ιουνίου, οι στρατιώτες έπαιξαν χαρτιά και τακτοποιήθηκαν στις κουκέτες τους.

«Στις 2 τα ξημερώματα, κάποιος είπε: “Κινούμαστε”. Προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε, αλλά στις τρεις και μισή από το μεγάφωνο ακούστηκε ο συναγερμός. Μαζέψαμε τον εξοπλισμό μας και πήγαμε στο πάνω κατάστρωμα», θυμάται.

«Για μένα, ως 18χρονος, ήταν σαν μια περιπέτεια»

Ένας τρομερός συμμαχικός βομβαρδισμός των γερμανικών θέσεων στην ακτή είχε αρχίσει λίγο μετά τις 5 το πρωί, φωτίζοντας τον σκοτεινό ουρανό. «Βλέπαμε τις εκρήξεις, τις ρουκέτες. Αλλά για μένα, ως 18χρονος, ήταν σαν μια περιπέτεια. Ήμασταν περίπου έξι ή επτά μίλια από την ακτή. Μπήκαμε στα αποβατικά.

Μερικοί ήταν άτυχοι. Καθώς το αποβατικό σκάφος κουνιόταν έπρεπε να είμαστε προσεκτικοί. Να χρονομετρήσουμε την σωστή στιγμή που θα πηδήξουμε μέσα.

Ακούσαμε ιστορίες από άλλα πλοία, για ανθρώπους που έπεσαν στην θάλασσα με όλο τον εξοπλισμό τους- δεν είχαν καμία ελπίδα».

Ο Κουκ βρισκόταν στη μέση του αποβατικού σκάφους με άλλα 30 άτομα. «Κάποιοι ήταν ξαπλωμένοι, κάποιοι ήταν άρρωστοι. Εγώ απλά παρακολουθούσα τα…πυροτεχνήματα.»

«Δεν με ενοχλούσαν οι σφαίρες – ανησυχούσα για τις κάλτσες μου που βράχηκαν»

Το σκάφος του Κουκ σταμάτησε λίγα μέτρα από την άμμο στις 7.45 π.μ. «Πήδηξα στο νερό. Ρουκέτες περνούσαν πάνω από το κεφάλι μου, σφαίρες βούιζαν γύρω μου, αλλά δεν με ενοχλούσε αυτό. Έτσι ένιωθα. Δεν με ενοχλούσαν οι σφαίρες – ανησυχούσα για τις κάλτσες μου που βράχηκαν»

Οι στρατιώτες είχαν λάβει εντολή να φύγουν από την παραλία όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

«Αν κάποιος πυροβολούνταν, έπρεπε να τον αφήσουμε πισω, οι γιατροί θα τον φρόντιζαν», λέει ο Κουκ. «Έπρεπε να φτάσουμε στην ύπαιθρο όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε».

«Ήταν οι πρώτοι Γερμανοί που είδα στην ζωή μου»

«Όταν αποβιβαστήκαμε, στην αριστερή μας πλευρά υπήρχε ένα πυροβολείο κατεστραμένο και μερικοί Γερμανοί αιχμάλωτοι πολέμου που τα μάζευαν . «Ήταν οι πρώτοι Γερμανοί που είδα στην ζωή μου».

Ο Κουκ και η ομάδα του είχαν ως αποστολή να εκκαθαρίσουν τα γύρω χωριά από τα γερμανικά στρατεύματα. Δεν θυμάται να πυροβόλησε ούτε μία φορά με το όπλο του εκείνη την πρώτη ημέρα.

«Την επόμενη φορά που είδα Γερμανούς ήταν όταν βάδιζα σε έναν δρόμο και υπήρχαν πέντε ή έξι  σε χαντάκι, προσποιούμενοι τους νεκρούς», λέει.  Εντόπισα έναν από αυτούς, τα βλέφαρά του ανοιγόκλεισαν. Φώναξα έναν λοχία και τους συνέλαβαν»

Έφτασαν μέχρι κάποια γερμανικά χαρακώματα όπου εγκαταστάθηκαν για τη νύχτα. «Αλλά μπορούσες να ακούσεις τα βομβαρδιστικά να περνούν και τις εκρήξεις», λέει.

«Την επόμενη μέρα έφεραν πρωινό με φορτηγά. Και ξαφνικά κάποιος είπε: “Πού είναι ο Τζακ; Πού είναι ο Μπιλ;” Σκοτώθηκαν στην παραλία, απάντησε ένας άλλος Τότε ήταν που κατάλαβα ότι όλο αυτό που κάναμε ήταν πολύ, πολύ σοβαρό. Όλος αυτός ο ενθουσιασμός της προηγούμενης ημέρας έφυγε…»

naftemporiki.gr