Ο κόσμος βρίσκεται σε ένα τρομακτικό δημογραφικό ορόσημο. Κάποια στιγμή, σύντομα, το παγκόσμιο ποσοστό γεννήσεων, θα πέσει κάτω από το σημείο που απαιτείται για να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός. Μπορεί μάλιστα αυτό να έχει ήδη συμβεί, προειδοποιεί σε αναλυτικό ρεπορτάζ της η Wall Street Journal.
Η γονιμότητα μειώνεται σχεδόν παντού για τις γυναίκες σε όλα τα επίπεδα εισοδήματος, εκπαίδευσης και συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό. Και η πτώση του ποσοστού γεννήσεων έχει τεράστιες συνέπειες για τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται οι οικονομίες και τη θέση των υπερδυνάμεων του κόσμου, εξηγεί η WSJ.
Οι δημογραφικές τάσεις υποτίθεται ότι συνιστούν μια δύναμη που κινείται αργά, αλλά η υπογεννητικότητα εξαπλώνεται τόσο γρήγορα, που έχει εκπλήξει πολλούς. Το παγκόσμιο ποσοστό αναπλήρωσης είναι στα 2,2 παιδιά ανά γυναίκα. Στις ΗΠΑ είναι ήδη χαμηλότερο. Το ποσοστό της Νότιας Κορέας, το χαμηλότερο στον κόσμο, ήταν κάποτε αδιανόητο.
Στις χώρες υψηλού εισοδήματος, η γονιμότητα έπεσε κάτω από το ποσοστό αναπλήρωσης στη δεκαετία του 1970 και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Σήμερα υποχωρεί και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η Ινδία ξεπέρασε την Κίνα ως η πιο πυκνοκατοικημένη χώρα πέρυσι, ωστόσο η γονιμότητά της είναι τώρα κάτω από την αντικατάσταση. «Ο δημογραφικός χειμώνας πλησιάζει», προειδοποιεί στη WSJ ο Χεσούς Φερνάντεζ-Βιλαβέρντε, οικονομολόγος που ειδικεύεται στα δημογραφικά στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.
Ακόμη και οι υπερδυνάμεις φοβούνται τον «δημογραφικό χειμώνα»
Πολλές κυβερνήσεις το αντιμετωπίζουν ως σοβαρό εθνικό πρόβλημα. Ανησυχούν για τη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, τις ισχυρές πιέσεις στο ασφαλιστικό σύστημα και τη ζωτικότητα μιας κοινωνίας με όλο και λιγότερα παιδιά. Οι μικρότεροι πληθυσμοί σημαίνουν μειωμένη παγκόσμια επιρροή, εγείροντας ερωτήματα στις ΗΠΑ, την Κίνα και τη Ρωσία σχετικά με τη μακροπρόθεσμη θέση τους ως υπερδυνάμεις.
Ορισμένοι δημογράφοι πιστεύουν ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα μπορούσε να αρχίσει να συρρικνώνεται μέσα σε τέσσερις δεκαετίες – μία από τις ελάχιστες φορές που έχει συμβεί στην ιστορία.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει προσδιορίσει την υπογεννητικότητα ως μεγαλύτερη απειλή για τον δυτικό πολιτισμό από τη Ρωσία. Πριν από ένα χρόνο ο Ιάπωνας πρωθυπουργός, Φούμιο Κισίντα, δήλωνε ότι η κατάρρευση του ποσοστού γεννήσεων «μας οδηγεί στα όρια του αν μπορούμε να συνεχίσουμε να λειτουργούμε ως κοινωνία». Η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, έχει δώσει προτεραιότητα στην αύξηση του «δημογραφικού ΑΕΠ» της χώρας.
Οι κυβερνήσεις έχουν αναπτύξει προγράμματα για να φρενάρουν αυτή την τάση, αλλά προς το παρόν δεν έχουν καταφέρει κάτι.
Η πραγματικότητα χειρότερη από τις προβλέψεις
Το 2017 όταν το παγκόσμιο ποσοστό γεννήσεων ήταν 2,5, παιδιά ανά γυναίκα, τα Ηνωμένα Έθνη πίστευαν ότι θα πέσει στο 2,4 στα τέλη της δεκαετίας του 2020. Ωστόσο ήδη από το 2021 είχε μειωθεί στο 2,3 – κοντά σε αυτό που οι ειδικοί της δημογραφικής επιστήμης θεωρούν το παγκόσμιο ποσοστό αναπλήρωσης (2,2). Ειδικότερα, τΤο ποσοστό αναπλήρωσης, που διατηρεί σταθερό τον πληθυσμό με την πάροδο του χρόνου, είναι 2,1 στις πλούσιες χώρες και ελαφρώς υψηλότερο στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου γεννιούνται λιγότερα κορίτσια από αγόρια και περισσότερες μητέρες πεθαίνουν κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας τους.
Ο ΟΗΕ δεν έχει ακόμη δημοσιεύσει επίσημα στοιχεία για το 2022 και το 2023, αλλά τα στοιχεία που ανακοινώνει η κάθε χώρα χτυπούν πραγματικά καμπανάκι.
Η Κίνα ανέφερε 9 εκατομμύρια γεννήσεις πέρυσι, 16% λιγότερες από ό,τι προβλέπεται στο κεντρικό σενάριο του ΟΗΕ. Στις ΗΠΑ, 3,59 εκατομμύρια μωρά γεννήθηκαν πέρυσι, 4% λιγότερα από το σενάριο του ΟΗΕ. Σε άλλες χώρες, η απόσταση της εκτίμησης από την πραγματικότητα είναι ακόμη μεγαλύτερη: Η Αίγυπτος ανέφερε 17% λιγότερες γεννήσεις για το 2023 και η Κένυα ανέφερε 18% λιγότερες για το 2022. Ο Ντιν Σπίαρς, οικονομολόγος, ειδικός σε θέματα πληθυσμού, στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, είπε στη WSJ πως «έχουμε αρκετά στοιχεία για να είμαστε αρκετά σίγουροι πως το σημείο καμπής δεν είναι μακριά».
Το 2017 ο ΟΗΕ προέβλεπε ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός, τότε 7,6 δισεκατομμύρια, θα συνεχίσει να αυξάνεται, σκαρφαλώνοντας στα 11,2 δισεκατομμύρια έως το 2100. Μέχρι το 2022 είχε αναθεωρήσει την εκτίμησή του, βλέποντας κορύφωση στα 10,4 δισεκατομμύρια στη δεκαετία του 2080. Και αυτό είναι πιθανότατα πια ξεπερασμένο. Το Ινστιτούτο Μετρήσεων και Αξιολόγησης Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον πιστεύει τώρα ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα κορυφωθεί γύρω στα 9,5 δισεκατομμύρια το 2061 και στη συνέχεια θα αρχίσει να μειώνεται.
Μια δεύτερη δημογραφική μετάβαση;
Οι ιστορικοί αναφέρονται στην υπογεννητικότητα του 18ο αιώνα στις βιομηχανικές χώρες ως δημογραφική μετάβαση. Καθώς η διάρκεια ζωής επεκτεινόταν και περισσότερα παιδιά επιβίωναν μέχρι την ενηλικίωση, ενώ περισσότερες γυναίκες μορφώνονταν και εντάσσονταν στο εργατικό δυναμικό, ο γάμος και ο τοκετός καθυστερούσε και οι οικογένειες αποκτούσαν λιγότερα παιδιά.
Στις ΗΠΑ, ορισμένοι πίστευαν αρχικά ότι οι γυναίκες απλώς καθυστερούσαν τον τοκετό λόγω της παρατεταμένης οικονομικής αβεβαιότητας από την οικονομική κρίση του 2008. Σε έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2021 από το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ, οι συγγραφείς αναζήτησαν πιθανές εξηγήσεις για τη συνεχιζόμενη πτώση. Διαπίστωσαν ότι οι διαφορές στους νόμους για τις αμβλώσεις, την ανεργία, την πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, το κόστος στέγασης, τη χρήση αντισυλληπτικών, τη θρησκευτικότητα, το κόστος φροντίδας παιδιών και το χρέος των μαθητών δεν μπορούσαν να εξηγήσουν την πτώση στις γεννήσεις. «Αυτή η αλλαγή αντανακλά ευρείες κοινωνικές αλλαγές που είναι δύσκολο να μετρηθούν ή να ποσοτικοποιηθούν», κατέληξαν.
Εν τω μεταξύ, τα δεδομένα αποκαλύπτουν ότι τόσο οι μητέρες όσο και οι πατέρες, ειδικά εκείνοι που έχουν υψηλή εκπαίδευση, περνούν περισσότερο χρόνο με τα παιδιά τους από ό,τι στο παρελθόν. «Η ένταση της ανατροφής των παιδιών είναι ένας περιορισμός», αναφέρει η έρευνα. Πολλοί επιλέγουν να κάνουν για παράδειγμα μόνο ένα παιδί, καθώς θεωρούν ότι δεν έχουν τον απαιτούμενο χρόνο να αφιερώσουν σε περισσότερα.
Η υποσαχάρια Αφρική ήταν κάποτε η περιοχή που αντιστεκόταν σθεναρά στην παγκόσμια διολίσθηση της γονιμότητας, αλλά και αυτό αλλάζει. Το ποσοστό όλων των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία που χρησιμοποιούν σύγχρονη αντισύλληψη στην περιοχή αυξήθηκε από το 17% το 2012 σε 23% το 2022, σύμφωνα με τον Family Planning 2030, έναν διεθνή οργανισμό.