Η Κίνα επεκτείνει ραγδαία το πυρηνικό της οπλοστάσιο. Υπό την ηγεσία του Σι Τζινπίνγκ, το Πεκίνο βρίσκεται σε καλό δρόμο να συγκεντρώσει 1.000 πυρηνικές κεφαλές έως το 2030, από περίπου 200 το 2019, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Πενταγώνου.
Αυτή η πυρηνική επέκταση, σε συνδυασμό με τις ευρύτερες επενδύσεις της Κίνας στον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεών της, έχει προκαλέσει βαθιά ανησυχία στην Ουάσιγκτον. Το 2023, η Επιτροπή του Κογκρέσου για τη Στρατηγική Θέση των Ηνωμένων Πολιτειών επέμεινε ότι η πυρηνική επέκταση της Κίνας θα πρέπει να οδηγήσει τις ΗΠΑ στο να «επανεκτιμήσει» το δικό της μέγεθος και σύνθεση της πυρηνικής της ισχύος. Μόλις τον περασμένο Μάρτιο ο ναύαρχος Τζον Ακουιλίνο προειδοποίησε ότι «δεν έχουμε αντιμετωπίσει μια τέτοια απειλή από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».
Η Ουάσιγκτον ανησυχεί
Καθώς η Ουάσιγκτον «ζυγίζει» τη σοβαρότητα της απειλής και τον κίνδυνο πυρηνικής αντιπαράθεσης, η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει να προσπαθήσει να κατανοήσει καλύτερα τα κίνητρα πίσω από τις ενέργειες της Κίνας, σημειώνει σε ανάλυσή του το Foreign Affairs.
Οι αναλυτές έχουν προβληματιστεί από την ξαφνική απομάκρυνση της Κίνας από την παραδοσιακή πολιτική της διατήρησης ενός σχετικά μικρού πυρηνικού οπλοστασίου. Κάποιοι στην Ουάσιγκτον πιστεύουν ότι η πυρηνική επέκταση της Κίνας είναι μια αντίδραση στην τεχνολογική πρόοδο των ΗΠΑ. Άλλοι ανησυχούν ότι το Πεκίνο μπορεί να έχει υιοθετήσει μονομερώς μια πολύ πιο επιθετική στρατηγική.
Η γεωπολιτική επιρροή
Μια προσεκτική αξιολόγηση της εξελισσόμενης σκέψης στους κύκλους της πολιτικής ηγεσίας της Κίνας και της πολιτικής ασφάλειας αποκαλύπτει ότι οι Κινέζοι αξιωματούχοι δεν επεκτείνουν το πυρηνικό τους οπλοστάσιο μόνο ή τόσο για στρατιωτικούς-τεχνικούς σκοπούς, σημειώνει το Foreign Affairs.
Αυτό που φαίνεται περισσότερο να ισχύει είναι ότι η κινεζική ηγεσία πιστεύει πως τα πυρηνικά όπλα της παρέχουν μεγαλύτερη γεωπολιτική μόχλευση για την αντιμετώπιση υπαρκτών και πιθανών απειλών.
Η αντίδραση του Πεκίνου σε αυτό που θεωρεί άδικη αμερικανική πυρηνική στρατηγική και παράνομα συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ, ενισχύει περαιτέρω περαιτέρω την προθυμία του να χρησιμοποιήσει μονομερή μέτρα για να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες του για την ασφάλεια.
Κατά την άποψη του Πεκίνου, οι αυξανόμενες εντάσεις με την Ουάσιγκτον είναι το αποτέλεσμα της μεταβαλλόμενης ισορροπίας ισχύος, η οποία με τη σειρά της είναι συνέπεια της ταχείας οικονομικής κινεζικής ανάπτυξης και όχι οποιασδήποτε αλλαγής συμπεριφοράς εκ μέρους της.
Το βασικό κινεζικό αφήγημα αυτή τη στιγμή- το οποίο από πολλές απόψεις φαίνεται να έχει βάση- είναι πως η Ουάσιγκτον αισθάνεται ότι απειλείται από την άνοδο της Κίνας και έχει γίνει ολοένα και πιο εχθρική προς το Πεκίνο, αναπτύσσοντας στρατηγικές περιορισμού που στοχεύουν στη διατήρηση της γεωπολιτικής κυριαρχίας των ΗΠΑ.
Τα πυρηνικά ως μέσο αποτροπής του πολέμου
Δεδομένων αυτών των συνθηκών, το Πεκίνο πρέπει να πείσει την Ουάσιγκτον να αποδεχθεί την άνοδο της Κίνας ως σημαντικό παράγοντα και να καταστήσει σαφές στους πολιτικούς των ΗΠΑ ότι δεν θα είναι σε θέση να συγκρατήσουν, να διαταράξουν ή να αποσταθεροποιήσουν την Κίνα. Αυτό, όπως πιστεύει η κινεζική ηγεσία, μπορεί να γίνει μόνο εάν η χώρα ενισχύσει τη στρατιωτική και δη την πυρηνική της ισχύ.
Τα πυρηνικά όπλα κατά μία έννοια δεν είναι απειλή πολέμου, αλλά μέσο… αποτροπής του πολέμου και διασφάλιση της ειρήνης.
Ο Σι φαίνεται να αποδίδει μεγάλη γεωπολιτική σημασία στα πυρηνικά όπλα ως μέσο επίδειξης της κινεζικής ισχύος. Οι προκάτοχοί του, επηρεασμένοι από την παραδοσιακά μετριοπαθή πυρηνική φιλοσοφία της Κίνας και με πιο περιορισμένους πόρους στη διάθεσή τους, άσκησαν σημαντική συγκράτηση στην ανάπτυξη των πυρηνικών δυνατοτήτων της Κίνας και έδωσαν προτεραιότητα στις ποιοτικές βελτιώσεις έναντι της ποσοτικής επέκτασης.
Το δόγμα του Σι
Η δέσμευση του Κινέζου προέδρου στα πυρηνικά αντανακλά μια βαθιά διαφορά στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται αυτά τα όπλα σε σύγκριση με τους Αμερικανούς ομολόγους του. Αντί να στοχεύει στην επίτευξη σαφώς καθορισμένων στρατιωτικών στόχων, όπως η αποτροπή ενός εχθρού, το Πεκίνο βλέπει τα πυρηνικά όπλα ως μοχλό άσκησης επιρροής στην αντίληψη του αντιπάλου για την ισορροπία ισχύος. Δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τα πυρηνικά, θέλει όμως να ξέρει ο αντίπαλος ότι η Κίνα τα έχει στη διάθεσή της.
Αυτή η ιδέα στηρίζει αυτό που οι Κινέζοι αξιωματούχοι αναφέρουν ως «στρατηγική αντιστάθμιση», μια προσπάθεια να αναγκάσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να αλλάξουν – προς το καλύτερο- στάση απέναντι στην Κίνα. Ο Σι πίστευε από καιρό στα πλεονεκτήματα της στρατηγικής αντιστάθμισης μέσω των πυρηνικών όπλων.
Λίγο μετά την άνοδό του στην εξουσία το 2012, σχολίασε ότι η Ρωσία είχε λάβει τη σωστή απόφαση να δώσει προτεραιότητα στην ανάπτυξη των πυρηνικών της δυνατοτήτων, ακόμη και όταν η οικονομία της χώρας βρισκόταν σε παρακμή. Η κίνηση της Μόσχας ήταν σύμφωνη με την άποψη του Σι ότι η ισχύς του πυρηνικού οπλοστασίου μιας χώρας διαμορφώνει τη συνολική προσέγγιση ενός αντιπάλου προς τη διμερή σχέση.
Στις αρχές του 2021, εν μέσω εσωτερικών προειδοποιήσεων ότι μια παγκόσμια αντικινεζική εκστρατεία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ μετά το ξέσπασμα του COVID-19 θα μπορούσε να αποτελέσει τη μεγαλύτερη πρόκληση για την ασφάλεια του κράτους, ο Σι κάλεσε τον στρατό να επιταχύνει περαιτέρω την πυρηνική επέκταση της Κίνας.
Μία «σχεδόν μαγική» δύναμη
Αυτή η έμφαση στα πυρηνικά όπλα ως μια μορφή γενικής μόχλευσης έχει επικρατήσει μεταξύ των Κινέζων στρατηγών, ειδικά δεδομένων των αυξανόμενων εντάσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Καθώς το Πεκίνο απαιτεί καλύτερη μεταχείριση από την Ουάσιγκτον και απορρίπτει κάθε διάλογο που θα λάμβανε χώρα από θέση υπεροχής των ΗΠΑ, οι Κινέζοι ηγέτες υποστήριξαν ότι ένα μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο θα ανάγκαζε την Ουάσιγκτον να σεβαστεί πραγματικά το Πεκίνο και να βαδίσει πιο προσεκτικά.
«Η αντίληψη ότι τα πυρηνικά όπλα διαθέτουν εκτεταμένη —σχεδόν μαγική— δύναμη καταναγκασμού μέσα και πέρα από τη στρατιωτική σφαίρα είναι πιθανώς περισσότερο προϊόν διαίσθησης παρά λογικής και αποδείξεων», σχολιάζει το Foreign Affairs και προσθέτει: «Εξάλλου, η τρομερή πυρηνική δύναμη της Μόσχας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου δεν πτόησε την Ουάσιγκτον από το να επιδιώξει να υπονομεύσει τη Σοβιετική Ένωση μέσω οικονομικής ανατροπής και πολιτικού πολέμου».