Μια «άκρως εμπιστευτική» συμφωνία, είχε συνάψει με τον Ντόναλντ Τραμπ, ο εκδότης του National Enquirer Ντέιβιντ Πέκερ με σκοπό να χρησιμοποιήσει το ταμπλόιντ έντυπό του για να βοηθήσει τον μεγιστάνα στην προεκλογική εκστρατεία του, στις προεδρικές εκλογές του 2016.
Την αποκάλυψη αυτή, έκανε ο ίδιος ο Πέκερ, που κατέθεσε ως ο πρώτος μάρτυρας στην ποινική δίκη του πρώην Αμερικανού προέδρου.
Ο 72χρονος Πέκερ είπε στο δικαστήριο ότι σε μια συνάντηση που είχαν τον Αύγουστο του 2015 είπε στον Τραμπ ότι το Enquirer θα δημοσίευε ευνοϊκές ιστορίες για τον δισεκατομμυριούχο Ρεπουμπλικάνο και «θα είχε το νου του» για γυναίκες που ήθελαν να πουλήσουν ιστορίες που μπορεί να τον έπλητταν.
«Όταν κάποιος είναι υποψήφιος για δημόσιο αξίωμα σαν αυτό, είναι πολύ συνηθισμένο αυτές οι γυναίκες να τηλεφωνούν σε περιοδικά σαν το National Enquirer και να προσπαθούν να πουλήσουν την ιστορία τους», κατέθεσε.
«Έθαψε» ρεπορτάζ
Οι εισαγγελικές αρχές υποστηρίζουν ότι οι ενέργειες του Πέκερ βοήθησαν τον Τραμπ να εξαπατήσει τους ψηφοφόρους στις εκλογές του 2016, αφού «έθαψε» ρεπορτάζ για υποτιθέμενες εξωσυζυγικές σχέσεις του υποψηφίου προέδρου, σε μια περίοδο που τον κατηγορούσαν ήδη για απρεπή συμπεριφορά.
Οι εισαγγελείς έχουν ασκήσει δίωξη στον Τραμπ για παραποίηση επαγγελματικών εγγράφων με σκοπό τη συγκάλυψη της πληρωμής, ύψους 130.000 δολαρίων, στην πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς για να εξαγοράσει τη σιωπή της. Ο Τραμπ δηλώνει αθώος και αρνείται ότι είχε ερωτικές επαφές με την Ντάνιελς το 2006. Οι συνήγοροί του επιμένουν ότι δεν διέπραξε κανένα έγκλημα και ότι ενήργησε κατ’ αυτόν τον τρόπο για να προστατεύσει το όνομά του.
«Το 80% των αναγνωστών του θα τον ψήφιζε αν διεκδικούσε την προεδρία των ΗΠΑ»
Ο Πέκερ είπε ότι γνωρίζει τον Τραμπ από τη δεκαετία του 1980 και κάποτε συνεργάστηκε μαζί του σε ένα περιοδικό με τον τίτλο “Trump Style”. Είπε ότι το National Enquirer φιλοξενούσε σταθερά ρεπορτάζ για τον Τραμπ στις πρώτες σελίδες του και μια δημοσκόπηση έδειξε ότι το 80% των αναγνωστών του θα τον ψήφιζε αν διεκδικούσε την προεδρία των ΗΠΑ.
Η American Media, η εταιρεία στην οποία ανήκε το περιοδικό, παραδέχτηκε το 2018 ότι πλήρωσε 150.000 δολάρια στην Κάρεν ΜακΝτούγκαλ, ένα πρώην μοντέλο του Playboy, για να αγοράσει την ιστορία της πολύμηνης σχέσης της με τον Τραμπ, το 2006-7. Η American Media, που λέει ότι κινήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο εν γνώσει του προεκλογικού επιτελείου του Τραμπ, δεν δημοσίευσε ποτέ το ρεπορτάζ.
Τα σχόλια κατά των μαρτύρων της δίκης
Νωρίτερα, ο δικαστής Χουάν Μέρτσαν εξέτασε ένα αίτημα των εισαγγελέων που ζητούσαν να επιβληθεί πρόστιμο ύψους 10.000 δολαρίων στον Τραμπ επειδή παραβίασε τη διαταγή που του απαγορεύει να σχολιάζει τους μάρτυρες της δίκης, τους δικαστικούς υπαλλήλους και τους συγγενείς τους. Ο Μέρτσαν επιφυλάχθηκε να αποφανθεί επί του αιτήματος, όμως απέρριψε και τον ισχυρισμό του συνηγόρου του Τραμπ, του Τον Μπλανς, ότι ο πελάτης του απαντούσε σε «πολιτικές επιθέσεις» που δεχόταν και δεν εκφόβιζε τους μάρτυρες.
«Δεν παρουσιάσατε τίποτα. Σας ρώτησα οκτώ ή εννιά φορές, δείξτε μου την ανάρτηση στην οποία απαντούσε. Δεν καταφέρατε να το κάνετε ούτε μία φορά. Πρέπει να σας πω ότι χάνετε την αξιοπιστία σας στο δικαστήριο», είπε ο Μέρτσαν απευθυνόμενος στον συνήγορο υπεράσπισης.
Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ο Τραμπ επανέλαβε τον ισχυρισμό ότι η «εντολή αποσιώπησης» παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμά του στην ελευθερία του λόγου. «Αυτή είναι παρωδία δίκης και ο δικαστής θα έπρεπε να αυτοεξαιρεθεί», έγραψε στην πλατφόρμα του, την Truth Social.
Ο εισαγγελέας Κρίστοφερ Κονρόι υποστήριζε ότι ο Τραμπ παραβίασε την εντολή του δικαστηρίου επειδή σε μια ανάρτησή του, στις 10 Απριλίου, αποκάλεσε «λεχρίτες» την Ντάνιελς και τον πρώην δικηγόρο του (και νυν μάρτυρα κατηγορίας) Μάικλ Κόεν. Επισήμανε ότι υπήρξαν και άλλες αναρτήσεις που οδήγησαν μια ένορκο να αποσυρθεί, φοβούμενη για την αποκάλυψη της ταυτότητάς της.
«Το ξέρει ότι δεν επιτρέπεται να το κάνει αυτό, κι όμως το κάνει έτσι κι αλλιώς. Η ανυπακοή του είναι προμελετημένη. Είναι σκόπιμη», τόνισε ο Κονρόι. Εξήγησε ότι ζητά να επιβληθεί πρόστιμο στον Τραμπ και όχι ποινή φυλάκισης 30 ημερών, όπως ορίζει η πολιτειακή νομοθεσία ότι μπορεί να αποφασίσει ένας δικαστής.
«Ο εναγόμενος φαίνεται ότι το επιδιώκει αυτό», σχολίασε ο Κονρόι.
Πηγή: ΑΜΠΕ