Μπορούν δύο λέξεις να αποτυπώσουν τη δυναμική και την πολυπλοκότητα μίας ομάδας 100 χωρών, που εκτείνονται από το Μαρόκο έως τη Μαλαισία και από την Ινδία έως τη Βραζιλία; Κι όμως, τα τελευταία χρόνια ο όρος «Παγκόσμιος Νότος» είναι στην καθημερινή χρήση αναλυτών, αλλά και διεθνών ηγετών. Τον χρησιμοποιούν ο Τζο Μπάιντεν, ο Εμανουέλ Μακρόν, ο Σι Τζινπίνγκ, ο Ναρέντρα Μόντι. Αλλά δεν είναι σαφές ότι εννοούν όλοι το ίδιο πράγμα και μάλλον δεν συμφωνούν όλοι ως προς το ποιος έχει το πάνω χέρι σε αυτή την ομάδα.
Όπως αναφέρει σε ανάλυσή του ο Economist ο πιο εύκολος ορισμός είναι να πούμε ότι αναφέρεται στις περισσότερες αλλά όχι σε όλες τις μη δυτικές χώρες. Η χρήση του υπογραμμίζει το πώς οι αναδυόμενες οικονομίες θέλουν περισσότερη επιρροή επί των μεγάλων παγκόσμιων θεμάτων και συχνά έχουν μία κριτική θεώρηση της στρατηγικής που ακολουθεί η Δύση.
Στην αντίπερα όχθη της Δύσης
Ο Παγκόσμιος Νότος δηλώνει ανοιχτά την οργή του για τα όσα συμβαίνουν στη Γάζα, δεν συμφωνεί με τις αποφάσεις των Δυτικών στην Ουκρανία, είχε άλλη λογική στην αντιμετώπιση της πανδημίας του Covid-19, ακόμη και στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Η Sarang Shidore του αμερικανικού think tank, Quincy Institute for Responsible Statecraft, λέει ότι ο «παγκόσμιος νότος δεν υφίσταται τόσο ως μία οργανωμένη, δομημένη ομάδα, αλλά περισσότερο ως γεωπολιτικό γεγονός».
Ακόμη και ως γεωπολιτικό γεγονός ο Παγκόσμιος Νότος υφίσταται. Επομένως τίθεται το ερώτημα. Ποιος είναι ο ηγέτης του; Ο Ναρέντρα Μόντι έχει αφήσει να εννοηθεί ότι η Ινδία θα μπορούσε να είναι η φωνή του Παγκόσμιου Νότου.
Ο Λούλα ντα Σίλβα, πρόεδρος της Βραζιλίας, υποστηρίζει ότι η δική του χώρα θα μπορούσε να αναλάβει τα ηνία. Μερίδα αναλυτών τονίζει πως το αφεντικό του μπλοκ δεν μπορεί να είναι άλλο από την ισχυρότερη – με διαφορά – χώρα εκτός Δύσης, την Κίνα. Ωστόσο μία σειρά από στοιχεία για το εμπόριο, τους ευρύτερους χρηματοοικονομικούς και διπλωματικούς δεσμούς, αποκαλύπτουν ότι τη μεγαλύτερη επιρροή εξακολουθεί να έχουν ακόμη και σήμερα οι ΗΠΑ του Τζο Μπάιντεν.
Ο Σι Τζινπίνγκ βεβαίως διεκδικεί με αξιώσεις αυτόν τον ρόλο, αλλά δεν έχει ακόμη πετύχει να υποσκελίσει την αμερικανική επιρροή, η οποία εξάλλου χτίστηκε σταδιακά ήδη από τη δεκαετία του 1960, όπως αναφέρει ο Economist.
Η επιρροή των ΗΠΑ και της Κίνας
Από τη δεκαετία του 1970 οι ΗΠΑ είναι σταθερά η χώρα με τη μεγαλύτερη επιρροή επί του g77. Εντείνεται ο ανταγωνισμός από την Κίνα, η οποία είδε την επιρροή της να ενισχύεται αισθητά από τη δεκαετία του 2000 και έπειτα. Η επιρροή της Κίνας επί της ομάδας g77 είναι σήμερα διπλάσια από εκείνη της Γαλλίας και τρεις φορές μεγαλύτερη από εκείνη της Βρετανίας, της Ινδίας ή των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Η Κίνα έχει την μεγαλύτερη επιρροή επί 31 χωρών εκ των 77 χωρών, στις οποίες ξεχωρίζουν το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές, η Ρωσία και αρκετές χώρες της Νοτιο-ανατολικής Ασίας. Αντιθέτως η Ινδία, έχει αυξημένη επιρροή μόνο επί 6 μελών του g77. Oι ΗΠΑ παραμένουν κυρίαρχη δύναμη στην αμερικανική ήπειρο. Αλλά η Κίνα έχει επεκτείνει την επιρροή της στην Αφρική και την Ασία.
Αυτό σημαίνει ότι το αφεντικό μπορεί σε λίγα χρόνια να αλλάξει.