Η Ευρωπαϊκή Ένωση συμφώνησε σε ένα σχέδιο-ορόσημο για να βοηθήσει να βγει η Αρμενία από την τροχιά της Ρωσίας και να στηρίξει την οικονομία της εν όψει των αυξανόμενων εντάσεων στην περιοχή.
Αυτό προέκυψε μετά από συνομιλίες που είχαν την Παρασκευή στις Βρυξέλλες η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν και ο πρωθυπουργός της Αρμενίας Νικολ Πασινιάν.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους μετά την τριμερή σύνοδο κορυφής, η φον ντερ Λαίεν δήλωσε ότι «η ΕΕ θα διαθέσει 270 εκατ. ευρώ για τη στήριξη των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας στη χώρα του Νοτίου Καυκάσου τα επόμενα τέσσερα χρόνια στο πλαίσιο «μιας νέας και φιλόδοξης ατζέντας εταιρικής σχέσης».
Αρμενία: Καλεί σε δημόσια διαβούλευση για την πιθανότητα ένταξης στην ΕΕ ο πρωθυπουργός
Ενίσχυση της οικονομίας και της κοινωνίας της Αρμενίας
«Θα προβούμε σε επενδύσεις για την ενίσχυση της οικονομίας και της κοινωνίας της Αρμενίας, καθιστώντας τις πιο εύρωστες και σταθερές απέναντι στους κλυδωνισμούς», πρόσθεσε η ίδια, ενώ θα διατεθούν κονδύλια για την ηλεκτροδότηση και νέα έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Το «διαζύγιο» Αρμενίας-Ρωσίας
Η κίνηση αυτή έρχεται καθώς η Αρμενία προσπαθεί να κόψει τους δεσμούς της με τον πρώην σύμμαχό της, τη Ρωσία, η οποία κατέχει μεγάλο μέρος του ενεργειακού δικτύου και των υποδομών της, αλλά δεν έχει καταφέρει να παρέμβει εν μέσω μιας επιδεινούμενης αντιπαράθεσης με το γειτονικό Αζερμπαϊτζάν.
Η Αρμενία, έχοντας ουσιαστικά αναστείλει τη συμμετοχή της στη στρατιωτική συμμαχία CSTO υπό ρωσική ηγεσία, έχει προσκαλέσει αμερικανικά στρατεύματα να εκπαιδεύονται στη χώρα, έχει αποστείλει βοήθεια στην Ουκρανία και έχει ακόμη προτείνει ότι θα μπορούσε να προσπαθήσει να ενταχθεί η ίδια στην ΕΕ.
«Ευρωπαϊκή Ένωση και Αρμενία ευθυγραμμίζονται όλο και περισσότερο ως προς τις αξίες και τα συμφέροντα»
«Χαιρετίζουμε τις προσπάθειες της Αρμενίας προς την κατεύθυνση της δημοκρατίας, της καταπολέμησης της διαφθοράς και της εγκαθίδρυσης του κράτους δικαίου», δήλωσε ο επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Josep Borrell, στο περιθώριο της συνάντησης της Παρασκευής.
Η Φον ντερ Λάιεν υποστήριξε επίσης τις προτάσεις της Αρμενίας για το «Σταυροδρόμι της Ειρήνης», σύμφωνα με τις οποίες η χώρα θα γίνει κόμβος μεταφορών και εμπορίου με το άνοιγμα συνδέσεων με γείτονες όπως η Τουρκία, καθώς και με το Αζερμπαϊτζάν, αν και μέχρι στιγμής έχει απορρίψει το σχέδιο που υπέβαλε ο Πασινιάν.
Η κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν στο Μπακού έχει πιέσει για μια ελεγχόμενη από τη Ρωσία οδική και σιδηροδρομική σύνδεση που θα περνούσε μέσα από το νότιο τμήμα της Αρμενίας και θα ονομαζόταν Διάδρομος Ζανγκεζούρ.
Το Αζερμπαϊτζάν, το οποίο είναι σημαντικός εξαγωγέας φυσικού αερίου στην ΕΕ και έχει διεξάγει μια σειρά πολέμων με την Αρμενία τα τελευταία χρόνια, είχε αντιταχθεί στη διεξαγωγή της τριμερούς συνάντησης.
Πριν από τις συνομιλίες, η φον ντερ Λάιεν μίλησε τηλεφωνικά με τον πρόεδρο του Αζερμπαϊτζάν, Ιλχάμ Αλίεφ , και προσπάθησε να τον διαβεβαιώσει για τη συνέχιση της συνεργασίας των Βρυξελλών σε θέματα «ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συνδέσεων μεταφορών, ενεργειακής ασφάλειας και άλλα».
Ο Μπλίνκεν, ωστόσο, νωρίτερα αυτή την εβδομάδα απηύθυνε προειδοποίηση προς το Αζερμπαϊτζάν εν μέσω ισχυρισμών του Πασινιάν ότι η χώρα θα μπορούσε να εξαπολύσει νέα επίθεση κατά της Αρμενίας.
Ο Μπλίνκεν είπε στον Αλίεφ σε τηλεφώνημα «ότι δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για αυξημένη ένταση στα σύνορα και προειδοποίησε ότι επιθετικές ενέργειες και ρητορική από οποιαδήποτε πλευρά θα υπονομεύσουν τις προοπτικές για ειρήνη».
Πριν από τη συνάντηση, η Αρμενία μοιράστηκε έγγραφα με αξιωματούχους της ΕΕ και των ΗΠΑ, τα οποία είδε το POLITICO, τα οποία ισχυρίζονται ότι το Αζερμπαϊτζάν έχει συγκεντρώσει τεράστιες ποσότητες στρατιωτικού υλικού που αγοράστηκε από χώρες όπως το Ισραήλ και το Πακιστάν.
Η Αρμενία ισχυρίζεται ότι ο γείτονάς της έχει λάβει κατά μέσο όρο περισσότερες από μία παραδόσεις όπλων την ημέρα από την αρχή του έτους, με το Αζερμπαϊτζάν τον Σεπτέμβριο να εξαπολύει στρατιωτική επιχείρηση για την κατάκτηση της αποσχισθείσας περιοχής του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, προκαλώντας μαζική έξοδο των 100.000 αρμενικής καταγωγής κατοίκων της.