Πέθανε στις 11 Μαρτίου, σε ηλικία 78 ετών, «ο άνθρωπος με τον σιδερένιο πνεύμονα», κόντρα σε όλες τις προβλέψεις για το προσδόκιμο ζωής του, κάτι που τον έβαλε στο βιβλίο των Γκίνες.
Η υγεία του Πολ Αλεξάντερ, που η πολιομυελίτιδα τον «εγκλώβισε» σε μια σιδερένια συσκευή επί 72 χρόνια, ώστε να μπορεί να αναπνέει, επιδεινώθηκε τις τελευταίες εβδομάδες. Τα αδέλφια του, πέρασαν τις τελευταίες του μέρες μαζί του, τρώγοντας παγωτά.
Η ιστορία του Πολ Αλεξάντερ είναι υπόδειγμα θέλησης για ζωή. «Η ιστορία μου είναι ένα παράδειγμα του γιατί το παρελθόν σας ή ακόμα και η αναπηρία σας δεν χρειάζεται να καθορίσει το μέλλον σας», είχε πει κάποτε στον Guardian.
«Ανεξάρτητα από το πού είστε ή ποιο είναι το παρελθόν σας ή οι προκλήσεις που θα μπορούσατε να αντιμετωπίσετε, μπορείτε πραγματικά να κάνετε τα πάντα. Απλώς πρέπει να εστιάσετε σε αυτό και να δουλέψετε σκληρά» είχε προσθέσει.
«Τσακωνόμασταν, παίζαμε, αγαπούσαμε, γλεντούσαμε, πηγαίναμε σε συναυλίες μαζί – ήταν απλά ένας κανονικός αδελφός, δεν σκέφτηκα ποτέ την ασθένειά του», δήλωσε στο BBC, ο αδελφός του Φίλιπ, σημειώνοντας ότι θαύμαζε πόσο αυτάρκης ήταν ο αδελφός του παρότι η ασθένεια τον εμπόδιζε να εκτελεί καθημερινές εργασίες, όπως το να τρέφεται μόνος του.
Η αρχή του κακού
Ήταν καλοκαίρι του 1952, όταν ο 6χρονος Πολ από το Τέξας άρχισε να μη νοιώθει καλά. Τον πονούσε ο λαιμός και το κεφάλι του και είχε υψηλό πυρετό. Μέσα σε λίγες μέρες, το αγόρι δεν μπορούσε να κινηθεί, να μιλήσει ή ακόμα και να καταπιεί: είχε προσβληθεί από πολιομυελίτιδα .
Οι γιατροί τον τοποθέτησαν σε ένα μεγάλο αναπνευστήρα από σίδηρο που του επέτρεψε να αναπνέει για σχεδόν επτά δεκαετίες. Ήταν ένας από τους τελευταίους ανθρώπους που χρησιμοποίησαν «σιδερένιο πνεύμονα», μια συσκευή που ήταν συνηθισμένο θέαμα στους θαλάμους νοσοκομείων κατα την κορύφωση της επιδημίας πολυομελίτιδας.
Όπως οι περισσότεροι επιζώντες της πολιομυελίτιδας που τοποθετήθηκαν σε σιδερένιους πνεύμονες, δεν αναμενόταν να επιβιώσει για πολύ. Όμως έζησε για δεκαετίες, πολύ μετά την εφεύρεση του εμβολίου κατά της πολιομυελίτιδας τη δεκαετία του 1950.
O ιδιος, αντί να «φυλακιστεί» από την ιατρική συσκευή που τον κρατούσε στη ζωή, την χρησιμοποίησε ως εφαλτήριο για να ευδοκιμήσει.
Παραδέχτηκε ότι προσαρμόστηκε δύσκολα, ενώ ένιωθε απόρριψη από τους άλλους.
Έπρεπε να μάθει πώς να αναπνέει χρησιμοποιώντας τους μυς του λαιμού του για να σπρώχνει αέρα στους πνεύμονές του όταν βρισκόταν έξω από τον αναπνευστήρα.
«Δεν ήθελα να πεθάνω, οπότε συνέχισα να παλεύω».
Οι σπουδές, η δικηγορία και το βιβλίο
Ο Πολ αποφοίτησε με άριστα από το γυμνάσιο και στη συνέχεια έλαβε υποτροφία για το Southern Methodist University αφού πρώτα… απορρίφθηκε. Παρακολούθησε μαθήματα σε αναπηρικό καροτσάκι, τις σύντομες στιγμές που μπορούσε να ξεφύγει από τον σιδερένιο πνεύμονα.
Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο του Τέξας από όπου αποφοίτησε το 1984. Ειδικεύτηκε στο πτωχευτικό δίκαιο.
Εκπροσώπησε πελάτες στο δικαστήριο με την βοήθεια μιας ειδικής στολής, πάνω σε ένα τροποποιημένο αναπηρικό καροτσάκι που κρατούσε το παράλυτο σώμα του όρθιο.
Οργάνωσε επίσης μια καθιστική διαμαρτυρία για τα δικαιώματα αναπηρία
Το 2020, έγραψε ένα βιβλίο για την εμπειρία του, Three Minutes for a Dog: My Life in an Iron Lung . Του πήρε πέντε χρόνια για να το κάνει, γράφοντας κάθε λέξη με ένα στυλό κολλημένο σε ένα ραβδί που κρατούσε στο στόμα του.
«Ήθελα να πραγματοποιήσω αυτά που μου είπαν ότι δεν μπορούσα να πραγματοποιήσω και να πετύχω τα όνειρα που ονειρευόμουν», λέει σε ένα βίντεο που ανέβηκε στο Youtube.
Ο απαγορευμενος έρωτας
Όταν ήταν στο πανεπιστήμιο, γνώρισε την Κλερ, την οποία αργότερα αρραβωνιάστηκε. Η μητέρα της όμως του απαγόρευσε να βλεπει την κόρη της.
«Χρειάστηκαν χρόνια για να θεραπευτώ από αυτό», δήλωσε.
Στη μετέπειτα ζωή του ο Πολ έχτισε μια στενή σχέση με την Κάθι Γκέινς, η οποία έγινε ο φροντιστής του για πάνω από τρεις δεκαετίες – τα «χέρια και τα πόδια»του, σύμφωνα με τα λόγια του. Η ίδια η Γκέινς, ήταν σχεδόν τυφλή, λόγω του διαβήτη1.
Μετά από χρόνια, ο Αλέξανδρος τελικά έμαθε να αναπνέει μόνος του, ώστε να μπορέσει να αφήσει τον πνεύμονα για μικρά χρονικά διαστήματα.
Η πρόοδος στην ιατρική έκανε τους πνεύμονες σιδήρου απαρχαιωμένους. Τη δεκαετία του 1960, αντικαταστάθηκαν από αναπνευστήρες. Όμως ο Πολ συνέχισε να μένει στον κύλινδρο γιατί, όπως είπε, το είχε συνηθίσει.
Η μάστιγα της πολιομυελίτιδας
Η πολιομυελίτιδα υπήρξε μάστιγα στα μέσα του 20ού αιώνα με χιλιάδες θύματα κάθε χρόνο.
Η μολυσματική ασθένεια που προκαλείται από ιό προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα, με αποτέλεσμα κάποια μορφή παράλυσης σε περίπου 0,5 τοις εκατό των περιπτώσεων.
Ο Φράνκλιν Ρούσβελτ, ο 32ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, «έχασε» τα πόδια του όταν προσβλήθηκε από πολιομυελίτιδα το 1921.
Οι ΗΠΑ κύρηξαν το τέλος της επιδημίας της πολυομελίτιδας το 1979 μετά από μια μακρά εκστρατεία για τον εμβολιασμό των Αμερικανών αφότου ο ιολόγος Jonas Salk εφηύρε το εμβόλιο το 1953.
Στην κορύφωση της μάστιγας, οι σιδερένιοι πνεύμονες ήταν απόλυτη ανάγκη για όσους υπέφεραν από παράλυση του διαφράγματος. Η ιατρική συσκευή τους επέτρεψε να αναπνέουν δημιουργώντας αρνητική πίεση μέσω ενός κενού, που ανάγκασε τους πνεύμονες να διαστέλλονται.
Σύμφωνα με το Εθνικό Μουσείο Αμερικανικής Ιστορίας του Smithsonian, 1.200 άνθρωποι στις ΗΠΑ βασίζονταν σε σιδερένιους πνεύμονες το 1959. Μέχρι το 2004, μόνο 39 άτομα τους χρησιμοποιούσαν.
naftemporiki.gr