Υποκρισία, εξαπάτηση, αναλγησία είναι λίγες από τις κατηγορίες, που εξαπολύονται τα τελευταία 24ωρα κατά του προέδρου της Αργεντινής, Χαβιέρ Μιλέι.
Και τούτο γιατί αποκαλύφθηκε ότι την ώρα που προωθεί ένα σκληρό πακέτο λιτότητας, με περικοπές σε επιδόματα και δαπάνες για δημόσιες υπηρεσίες, ο ίδιος εξασφάλισε μία γερή αύξηση.
Συγκεκριμένα ο μισθός του προέδρου ορίστηκε σε λίγο πάνω από τα 6 εκατομμύρια πέσος (περίπου 7.000 ευρώ) μηνιαίως. Πρόκειται για αύξηση 48% σε σχέση με τον Ιανουάριο.
«Ήταν ένα λάθος…άλλων»
Σε χθεσινό τηλεοπτικό διάγγελμά του ισχυρίστηκε ότι η αύξηση στις απολαβές του προέδρου και άλλων ανώτατων κυβερνητικών αξιωματούχων ήταν ένα «λάθος», που θα έπρεπε να έχει προλάβει ο υπουργός Εργασίας, Ομάρ Γιασίν, τον οποίο και αποπέμπει από την κυβέρνηση. Τι λάθος ακριβώς;
Όπως είπε οι αυξήσεις έγιναν «αυτόματα» με βάση ένα διάταγμα, που είχε υπογράψει πριν από 14 χρόνια η τότε Κριστίνα Φερνάντεζ ντε Κίρχνερ. Θα έπρεπε, όπως διατείνεται, το υπουργείο Εργασίας να το έχει διαπιστώσει εγκαίρως και να το έχει σταματήσει.
Αλλά έχει τη δική του υπογραφή
Ωστόσο η αντιπολίτευση έδωσε στη δημοσιότητα το διάταγμα, που προβλέπει τις αυξήσεις και αυτό φέρει ημερομηνία Φεβρουαρίου και την υπογραφή … του νυν προέδρου, Χαβιέρ Μιλέι. «Υπέγραψες, πληρώθηκες, πιάστηκες στα πράσα» έγραψαν βουλευτές της αντιπολίτευσης στα social media, ζητώντας από τον πρόεδρο να απολογηθεί.
Ο φιλελεύθερος, όπως δηλώνει, οικονομολόγος, που στον τοπικό και διεθνή Τύπο συχνά προκαλεί συγκρίσεις με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, θα πρέπει να εξηγήσει πώς κάτι που υπέγραψε ο ίδιος είναι ευθύνη της Κίρχνερ και του Γιασίν.
Το σκάνδαλο δεν φαίνεται να τον πτοεί πάντως. Ο ίδιος δηλώνει ότι το «λάθος» θα διορθωθεί και εμφανίζεται αποφασισμένος να συνεχίσει να εφαρμόζει τη «θεραπεία – σοκ» για την οποία είχε άλλωστε προϊδεάσει τους πολίτες προεκλογικά, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει εναλλακτική απάντηση στην οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα.
Ο πληθωρισμός έχει εκτιναχθεί στο 250% κατα τρώγοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, ενώ 2 στους 5 πολίτες ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.