Χωρίς να έχουν διευθετηθεί όλα τα προβλήματα στην περίπλοκη σχέση μεταξύ των δύο αντίπαλων δυνάμεων της Μέσης Ανατολής, η αποκατάσταση των σχέσεων της Σαουδικής Αραβίας με την Τεχεράνη, έπειτα από επτά χρόνια διακοπής τους, φαίνεται ως διπλωματική επιτυχία για τον πρίγκιπα διάδοχο και ντε φάκτο ηγέτη του βασιλείου του Κόλπου, τον Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν ή MBS όπως αποκαλείται με τα αρχικά του.
Μετά την άνοδό του στην εξουσία η οποία σημαδεύτηκε από την εμπλοκή της χώρας του στον πόλεμο στη γειτονική Υεμένη και μια διαμάχη τριών ετών με το Κατάρ, ο πρίγκιπας υιοθέτησε μια πιο συμφιλιωτική προσέγγιση στην περιοχή, η οποία επισφραγίστηκε με τη συμφωνία που ανακοινώθηκε την 10η Μαρτίου 2023 με την Ισλαμική Δημοκρατία.
Ο στόχος, για τη Σαουδική Αραβία, ήταν να επικεντρωθεί στο πρόγραμμα οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων ώστε να προετοιμαστεί ο πρώτος εξαγωγέας αργού παγκοσμίως για τη μετά το πετρέλαιο εποχή — φιλοδοξία που απειλείται σε περίπτωση επέκτασης στην περιοχή του πολέμου στη Γάζα που ξέσπασε στις 7 Οκτωβρίου.
Καθώς δεν είναι πια στα μαχαίρια με την Τεχεράνη, κύριο υποστηρικτή του παλαιστινιακού ισλαμιστικού κινήματος, το Ριάντ κατάφερε μέχρι τώρα να μείνει στο περιθώριο της σύγκρουσης, δηλώνοντας παράλληλα την υποστήριξή του στην παλαιστινιακή υπόθεση.
Το βασίλειο υπενθύμισε εξάλλου στις αρχές Φεβρουαρίου ότι «δεν θα έχει διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ», μεγάλο εχθρό του Ιράν, εφόσον δεν αναγνωρίζεται ένα παλαιστινιακό κράτος εντός των συνόρων του 1967 και εφόσον συνεχίζεται η επίθεση στη Γάζα.
«Είναι ξεκάθαρο σήμερα ότι η εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν ήταν μια στρατηγική επιλογή», εκτιμά ο Σαουδάραβας αναλυτής Αζίζ Αλγασιάν.
«Έδειξαν ότι δεν ήταν εχθροί ο ένας για τον άλλον, ακόμη κι αν θα υπάρχει πάντα δυσπιστία», προσθέτει.
«Οικοδόμηση εμπιστοσύνης»
Η σουνιτική σαουδαραβική μοναρχία και η σιιτική Ισλαμική Δημοκρατία υποστήριξαν συχνά αντίπαλα στρατόπεδα στις περιφερειακές συγκρούσεις, στη Συρία, τον Λίβανο, το Ιράκ.
Οι δύο χώρες διέκοψαν τις σχέσεις τους το 2016 μετά την επίθεση στην πρεσβεία της Σαουδικής Αραβίας στην Τεχεράνη, έπειτα από την εκτέλεση στη Σαουδική Αραβία ενός εξέχοντα Σαουδάραβα σιίτη.
Η συμφωνία που επιτεύχθηκε τον Μάρτιο του 2023 υπό την αιγίδα της Κίνας αφορούσε την επαναλειτουργία των διπλωματικών αποστολών και την εφαρμογή συμφωνιών ασφάλειας και οικονομικής συνεργασίας που είχαν υπογραφεί 20 χρόνια νωρίτερα.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, 65 Ιρανοί που διέφυγαν από τον πόλεμο στο Σουδάν, μεταφέρθηκαν από τη Σαουδική Αραβία και έγιναν δεκτοί στη Τζέντα από Ιρανούς διπλωμάτες.
Η προσέγγιση διευκόλυνε επίσης την επιστροφή του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, στενού συμμάχου του Ιράν, στον Αραβικό Σύνδεσμο μετά τη συμμετοχή του τον Μάιο στη σύνοδο κορυφής του παναραβικού οργανισμού στη Τζέντα, για πρώτη φορά έπειτα από δέκα και πλέον χρόνια.
Ωστόσο, η συμφωνία δεν ευνόησε άλλα θέματα, όπως η διαμάχη για ένα κοίτασμα φυσικού αερίου που η μοναρχία του Κόλπου θέλει να εκμεταλλευτεί μαζί με το Κουβέιτ.
Οι δύο χώρες έκαναν σημαντικά βήματα «αλλά η συμφωνία απαιτεί πολλά μέτρα για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης», υπογραμμίζει η Χούντα Ραούφ, υπεύθυνη του ιρανικού προγράμματος στο Αιγυπτιακό Κέντρο Στρατηγικών Μελετών στο Κάιρο.
Να περιορίσουν τη σύγκρουση
Η προσέγγιση δεν συνετέλεσε επίσης σε μια σημαντική πρόοδο για τον τερματισμό του πολέμου στην Υεμένη, όπου η Σαουδική Αραβία ηγείται ενός στρατιωτικού συνασπισμού από το 2015 που υποστηρίζει την κυβέρνηση κατά των ανταρτών Χούθι, τους οποίους υποστηρίζει η Τεχεράνη.
Καθώς οι διαπραγματεύσεις δείχνουν να βρίσκονται σε νεκρό σημείο, οι Χούθι εντείνουν από τον Νοέμβριο τις επιθέσεις εναντίον πλοίων στα ανοιχτά της Υεμένης, δηλώνοντας ότι δράση τους αυτή είναι ένδειξη αλληλεγγύης προς τους Παλαιστίνιους της Γάζας.
Οι εντάσεις αυτές απειλούν τις τουριστικές φιλοδοξίες της Σαουδικής Αραβίας, αλλά οι αντάρτες της Υεμένης δεν στόχευσαν απευθείας τα σαουδαραβικά συμφέροντα πρόσφατα, και το Ριάντ δεν προσχώρησε στον ναυτιλιακό συνασπισμό υπό τις ΗΠΑ για την προστασία της περιοχής.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι προσπάθειες του Ριάντ και της Τεχεράνης να περιορίσουν τη σύγκρουση στη Γάζα συνέβαλαν επίσης στην ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ των δύο δυνάμεων.
Πέντε ημέρες μετά την 7η Οκτωβρίου, αυτό οδήγησε σε μια πρώτη τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του MBS και του Ιρανού προέδρου Εμπραχίμ Ραϊσί και μετά στην επίσκεψη του Ιρανού ηγέτη στο Ριάντ τον Νοέμβριο.
Για την Ράμπχα Σαΐφ Αλαμ, του Κέντρου Στρατηγικών Μελετών του Καΐρου, αν δεν είχε αρχίσει η βελτίωση των σχέσεων, η εχθρότητα μεταξύ των δύο μεγαλων δυνάμεων θα είχε αυξήσει τον κίνδυνο «ευρύτερης περιφερειακής σύγκρουσης».
Πηγή: ΑΜΠΕ