© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Την πρώτη μέρα στον Λευκό Οίκο ο πρόεδρος Μπάιντεν σταμάτησε σχεδόν όλες τις απελάσεις. Ορκίστηκε να τερματίσει τις σκληρές πρακτικές της κυβέρνησης Τραμπ, να δείξει συμπόνια προς όσους επιθυμούν να έρθουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και θωρακίσει τα νότια σύνορα.
Για τον Τζο Μπάιντεν ήταν θέμα αρχής. Ήθελε να δείξει στον κόσμο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ένα ανθρώπινο έθνος, δείχνοντας παράλληλα στους συμπολίτες του ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να λειτουργήσει ξανά με κανόνες. Τα σύνορα και η μεταναστευτική πολιτική ήταν ένα μέτωπο στο οποίο μπορούσε να τραβήξει σαφείς διαχωριστικές γραμμές με τον προκάτοχό του, Ντόναλντ Τραμπ.
Το 2016 ο Τραμπ είχε εκλεγεί με «σημαία» του το «χάος των συνόρων». Η εκστρατεία του προωθούσε ένα αφήγημα για «εισβολείς» που απειλούσαν την ασφάλεια και τις θέσεις εργασίας των Αμερικανών. Άφηνε να εννοηθεί ότι οι μετανάστες περνούσαν παράνομα τα σύνορα σε αριθμούς – ρεκόρ. Αυτό δεν ήταν αλήθεια τότε. Αλλά ισχύει σήμερα.
Μόνο τον Νοέμβριο, σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία, έγιναν σχεδόν 250.000 διελεύσεις των νότιων συνόρων. Οι περισσότεροι από τους νεοφερμένους θα έχουν ζητήσει άσυλο και θα έχουν αφεθεί ελεύθεροι στην Αμερική για να περιμένουν χρόνια για να εκδικαστούν οι αξιώσεις τους. Από τότε που ο Μπάιντεν έγινε πρόεδρος, έχουν περάσει τα σύνορα των ΗΠΑ πάνω από 3,1 εκατομμύρια καταγεγραμμένοι μετανάστες. Τουλάχιστον άλλοι 1,7 εκατομμύρια εισήλθαν “κάτω από το ραντάρ”, όπως υπολογίζεται.
Μάλιστα πρόσφατα σε ρεπορτάζ του ο Economist ανέφερε πως το πρόβλημα έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις, που Ρεπουμπλικάνοι κυβερνήτες πληρώνουν μετανάστες να μετακομίσουν πολιτείες, που διοικούνται από Δημοκρατικούς, σπρώχνοντας ουσιαστικά την πίεση των νότιων συνόρων προς τα βόρεια. Αυτό και μόνο ίσως εξηγεί γιατί οι ψηφοφόροι εμπιστεύονται τους Ρεπουμπλικάνους να αντιμετωπίσουν την ασφάλεια των συνόρων με διαφορά 30 μονάδων. Είναι το μεγαλύτερο προβάδισμα του κόμματος σε οποιοδήποτε θέμα.
Περισσότεροι από τους μισούς που διασχίζουν τα αμερικανικά σύνορα, προέρχονται από χώρες πέρα από το Μεξικό και το βόρειο τμήμα της Κεντρικής Αμερικής. Οι Βενεζουελάνοι αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ομάδας. Αλλά δεκάδες χιλιάδες πετούν επίσης στις χώρες αυτές από τη Ρωσία (43.000 το έτος έως τον Σεπτέμβριο του 2023), την Ινδία (42.000) και την Κίνα (24.000) και στη συνέχεια επιχειρούν μια διέλευση. Συχνά είναι αδύνατη η επιστροφή τους. Η Κίνα δεν θα πάρει πίσω τους υπηκόους της εάν οι αιτήσεις τους απορριφθούν.
Οι ψηφοφόροι δίνουν στον Μπάιντεν κάτω από τη βάση
Στην τελευταία δημοσκόπηση του Bloomberg News/Morning Consult το ποσοστό των ψηφοφόρων που δήλωσαν ότι το μεταναστευτικό είναι το πιο σημαντικό ζήτημα για αυτούς, ανέβηκε σε 6 από τις 7 swing πολιτείες- τις πλέον καθοριστικές δηλαδή για το αποτέλεσμα των εκλογών.
Το 61% των ψηφοφόρων σε αυτές τις πολιτείες λένε ότι ο Μπάιντεν είναι τουλάχιστον εν μέρει υπεύθυνος για το κύμα των μεταναστευτικών ροών. Στην ερώτηση ποιον εμπιστεύονται περισσότερο να αντιμετωπίσει το ζήτημα, το 52% επιλέγει τον Τραμπ και μόλις το 30% τον Μπάιντεν. Η διαφορά των 22 μονάδων είναι αυξημένη κατά 5 μονάδες σε σχέση με τη δημοσκόπηση του Δεκεμβρίου.
Αν ο Μπάιντεν οδεύει ολοταχώς προς ήττα στις προεδρικές εκλογές του 2024, δεν φταίει η οικονομία, ούτε η όποια εμπλοκή των ΗΠΑ στους πολέμους στην Ουκρανία και στη Γάζα, αλλά είναι πρωτίστως το μεταναστευτικό που του στοιχίζει, σχολιάζουν πολιτικοί αναλυτές σε αμερικανικά μέσα, όπως οι New York Times, το Axios.com και το CNN.
Πώς αλλάζει η στάση της κοινής γνώμης
Η ρατσιστική γλώσσα του Τραμπ για το Μεξικό και σκληρές πρακτικές, όπως ο χωρισμός των παιδιών από τους γονείς τους, ήταν στοιχεία που γύρισαν μπούμερανγκ στον τέως πρόεδρο. Οι Δημοκρατικοί πολιτικοί «εξεγέρθηκαν» και οι ψηφοφόροι άρχισαν να απωθούνται από τον Τραμπισμό, με την υποστήριξη για τη μετανάστευση να φτάνει μάλιστα στις δημοσκοπήσεις σε νέο υψηλό.
Έτσι, όταν η νέα κυβέρνηση των Δημοκρατικών ανέλαβε την εξουσία, το ένστικτό της ήταν να κάνει το αντίθετο από ό,τι είχε ο κ. Τραμπ. Οι εργασίες στο τείχος των συνόρων σταμάτησαν. Οι Δημοκρατικοί εγκατέλειψαν την πολιτική παραμονής στο Μεξικό, η οποία υποχρέωνε τους αιτούντες άσυλο να παραμείνουν νότια των συνόρων μέχρι να αποφασίσουν οι αρχές για τις αιτήσεις τους.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η παράνομη μετανάστευση αυξήθηκε. Και όπως θα έπρεπε μάλλον να έχουν προβλέψει οι Δημοκρατικοί, η στάση της κοινής γνώμης άλλαξε και πάλι. Είναι μία ιστορία που την έχουμε δει κι εμείς επανειλημμένα στην Ευρώπη, όπου στις Ευρωεκλογές του Ιουνίου η ακροδεξιά ανα΄μενεται να δείξει τα δόντια της υποσχόμενη μεταξύ άλλων ασφάλεια των συνόρων. Είναι άλλο η συμπάθεια της κοινής γνώμης στον πόνο των προσφύγων και άλλο η αίσθηση πως τα σύνορα είναι ανοιχτά για όλους.
Κάντο όπως ο…Τραμπ
Από τα μέσα περίπου της θητείας του, το 2022, ο Μπάιντεν υιοθέτησε αθόρυβα ορισμένες από τις πολιτικές του Τραμπ. Οι αιτούντες άσυλο που προσπαθούν να περάσουν χωρίς να εντοπιστούν, βλέπουν τις αιτήσεις τους να απορρίπτονται αυτόματα. Ωστόσο, οι Αμερικανοί αγνοούν αυτές τις προσπάθειες, εν μέρει επειδή ο νυν πρόεδρος δεν ήθελε έως τώρα να επιστήσει την προσοχή σε αυτές. Βλέποντας πως το μεταναστευτικό εξελίσσεται στο κορυφαίο αγκάθι στον δρόμο του, τώρα «διαφημίζει» τις σκληρές του προθέσεις και θυμίζει σε έναν βαθμό Τραμπ.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων συνδύασε ένα αυστηρό νομοσχέδιο για τη μετανάστευση με τη χρηματοδότηση για τον πόλεμο της Ουκρανίας. Η κυβέρνηση δυσανασχετεί με αυτό, επειδή η υποστήριξη προς την Ουκρανία έχει οικονομική και στρατηγική λογική για την Αμερική, ανεξάρτητα από την πολιτική της χώρας για τη μετανάστευση.
Ο Μπάιντεν δήλωσε προ ημερών ότι ένα νομοσχέδιο με νέα μέτρα ασφαλείας στα σύνορα είναι κοντά στο να συμφωνηθεί και από τα δύο μέρη. Αυτό μεταξύ άλλων, όπως είπε, θα του δίνει την εξουσία να σφραγίζει τα σύνορα σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης για όσο διάστημα χρειαστεί. Μάλιστα διεμήνυσε πως θα κλείσει τα σύνορα, αν χρειαστεί «την ημέρα που θα υπογράψω το σχέδιο σε νόμο».