Εβδομάδες αφότου το Ισραήλ εισέβαλε στη Γάζα ως απάντηση στην τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ συγκάλεσε συνάντηση των ηγετών του λεγόμενου «άξονα της αντίστασης». Η επίθεση, την οποία ο Χαμενεΐ είχε επαινέσει δημόσια ως «επική νίκη», σηματοδότησε ένα κρεσέντο τεσσάρων δεκαετιών ιρανικών προσπαθειών να εκπαιδεύσει και να οπλίσει ένα δίκτυο «μαχητών» για να απειλήσει τους εχθρούς του και να επεκτείνει την επιρροή του στη Μέση Ανατολή.
Όμως, πίσω από κλειστές πόρτες, ο Ιρανός ηγέτης είπε σε ανώτερους εκπροσώπους της Χαμάς, μαζί με Λιβανέζους, Ιρακινούς, Γεμενίτες και άλλους ηγέτες εξτρεμιστικών οργανώσεων, ότι η Τεχεράνη δεν είχε πρόθεση να εισέλθει απευθείας στη σύγκρουση και να διευρύνει τον πόλεμο, σύμφωνα υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Χαμάς και της Χεζμπολάχ, που επικαλείται η Wall Street Journal. Παράπλευρες μάχες, είπε, κινδύνευαν να αποσπάσουν την προσοχή του κόσμου από τις καταστροφικές εισβολές του Ισραήλ στη Γάζα. Το βασικό μήνυμα; Η Χαμάς ήταν μόνη της.
Τώρα, ωστόσο, έφτασε η ώρα της αλήθειας για το Ιράν και τον «άξονα της αντίστασης». Οι σύμμαχοι της Τεχεράνης ανάβουν συνεχώς νέες εστίες φωτιάς, από επιθέσεις τις επιθέσεις των Χούθι σε εμπορικά πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα μέχρι την επίθεση με drone της Κυριακής, που σκότωσε τρεις στρατιώτες των ΗΠΑ στα σύνορα Συρίας – Ιορδανίας. Με τον τρόπο αυτό ωθούν τον ευεργέτη τους πιο κοντά στο χείλος μιας άμεσης σύγκρουσης με την Ουάσιγκτον, δηλαδή σε αυτό που όλο τον προηγούμενο καιρό προσπαθούσε να αποφύγει.
Η Τεχεράνη δεν έχει τον απόλυτο έλεγχο – Διαφορετικές οι ατζέντες
Όπως εξηγεί η WSJ το ιρανικό καθεστώς – που προσφέρει χρηματοδότηση και εξοπλισμό στις ομάδες – αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της συμμαχίας, αλλά δεν ασκεί απόλυτη διοίκηση και έλεγχο πάνω της. Δεν συμμερίζονται όλα τα μέλη τη σιιτική ιδεολογία του Ιράν και όλες οι ομάδες έχουν εγχώριες ατζέντες που μερικές φορές έρχονται σε σύγκρουση με αυτές της Τεχεράνης.
Ορισμένοι δραστηριοποιούνται σε γεωγραφικά απομονωμένες περιοχές, γεγονός που καθιστά δύσκολο για το Ιράν να παρέχει συνεχώς όπλα, συμβούλους και εκπαίδευση. Αυτό ισχύει για παράδειγμα για τη Χαμάς, που είναι ένα σουνιτικό κίνημα, αλλά και τους Χούθι στην Υεμένη, των οποίων οι επιθέσεις στη ναυτιλία έχουν ανατρέψει τις παγκόσμιες εμπορικές ροές και έχουν προκαλέσει αντεπιθέσεις των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Όσον αφορά στην αιματηρή επίθεση της Κυριακής ο Λευκός Οίκος είπε πως πιστεύει ότι οι δράστες υποστηρίχθηκαν από την Kataib Hezbollah, οργάνωση με έδρα το Ιράκ, η οποία διαθέτει δυνάμεις και στη Συρία. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είπε ότι ζυγίζει τις επιλογές του για απάντηση. Το Ιράν διατείνεται ότι δεν είχε την οποιαδήποτε ανάμειξη. Η Τεχεράνη αποστασιοποιείται από τις πολιτοφυλακές, ακόμη και όταν εξυπηρετούν τα στρατηγικά συμφέροντά της, αντιμετωπίζοντας την ισχύ των ΗΠΑ και του Ισραήλ στην περιοχή.
Η προσέγγιση αυτή έχει επιτρέψει έως τώρα στην Τεχεράνη να αποφύγει τα σαρωτικά αντίποινα από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν την εξουσία της, εξηγεί ο Νόρμαν Ρουλ, ειδικός στη Μέση Ανατολή και πρώην αναλυτής της CIA. Η ιρανική επιθετικότητα, είπε, «περιλαμβάνει πάντα ενέργειες που μπορούν να αποδοθούν στην Τεχεράνη, αλλά τις οποίες το Ιράν μπορεί να αρνείται».
Η τρομοκρατική επίθεση της 7ης Οκτωβρίου δοκιμάζει αυτό το μοντέλο όσο ποτέ άλλοτε. Καταφέροντας το μεγαλύτερο μεμονωμένο χτύπημα ποτέ στο Ισραήλ – σκοτώνοντας περισσότερους από 1.200 ανθρώπους, η επίθεση πυροδότησε μια τεράστια ισραηλινή στρατιωτική εκστρατεία με στόχο την εξάλειψη της Χαμάς από προσώπου γης. Το Ισραήλ έχει ισοπεδώσει ολόκληρα τμήματα της Λωρίδας της Γάζας και έχει βάλει στο στόχαστρο τους ηγέτες της Χαμάς ακόμη και στο εξωτερικό, με πιο χαρακτηριστική την αεροπορική επιδρομή στη Βηρυτό τον Ιανουάριο, κατά την οποία σκοτώθηκε ο Σάλεχ αλ-Αροούρι, που είχε συμμετάσχει στη συνάντηση στην Τεχεράνη με τον Χαμενεΐ.
Οι επιλογές των ΗΠΑ
Ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποτρέψει την επέκταση του πολέμου της Γάζας σε μία περιφερειακή σύρραξη, ανώτατοι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν προειδοποιήσει επανειλημμένα ότι σε ενδεχόμενο θανατηφόρο πλήγμα θα υπάρξει απάντηση. Ο Λευκός Οίκος επιβεβαίωσε τη Δευτέρα ότι θα πρέπει να αναμένεται αντίδραση στην επίθεση.
«Θα απαντήσουμε αποφασιστικά σε οποιαδήποτε επίθεση και θα αναγκάσουμε εκείνους που επιτέθηκαν στα στρατεύματά μας να λογοδοτήσουν», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν στους δημοσιογράφους. «Αυτή η απάντηση θα μπορούσε να είναι πολυεπίπεδη, να έρθει σταδιακά και να διατηρηθεί με την πάροδο του χρόνου». Μέχρι στιγμής η Ούασινγκτον δεν έχει ανοίξει τα χαρτιά της. Αλλά ουσιαστικά έχει 3 επιλογές στη διάθεσή της.
Μία ευθεία επίθεση σε ιρανικό έδαφος, που ζητούν ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι, θα ήταν άνευ προηγουμένου. Η κυβέρνηση Ρέιγκαν επιτέθηκε σε ιρανικά πλοία και υπεράκτιες πλατφόρμες πετρελαίου σε αντίποινα για την επίθεση σε αμερικανικό πολεμικό πλοίο. Αλλά ο στρατός των ΗΠΑ δεν έχει πλήξει ποτέ στόχους σε ιρανικό έδαφος. Ακόμη και ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ηγήθηκε μιας εκστρατείας «μέγιστης πίεσης» κατά του Ιράν κατά τη διάρκεια της παραμονής του στον Λευκό Οίκο, σχεδίασε, αλλά στη συνέχεια ακύρωσε απευθείας χτυπήματα στο Ιράν το 2019, όταν η Τεχεράνη κατέρριψε ένα αμερικανικό drone παρακολούθησης.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν επιδίωξε μια λιγότερο συγκρουσιακή προσέγγιση στο Ιράν, μειώνοντας σημαντικά τις πιθανότητες χτυπήματος εντός του Ιράν ή των χωρικών του υδάτων. Ωστόσο το 2024 είναι εκλογικό έτος. Και ο Τζο Μπάιντεν δεν θέλει να φανεί «αδύναμος» απέναντι στην Τεχεράνη.
Ο Γκάμπριελ Νορόνα, πρώην σύμβουλος του Ιράν στην κυβέρνηση Τραμπ, δήλωσε στη WSJ ότι το Ιράν πιστεύει ότι οι ομάδες πληρεξουσίων του μπορούν να αναγκάσουν τις ΗΠΑ να αποσυρθούν από τη Μέση Ανατολή και ότι μόνο μια ισχυρή απάντηση μπορεί να το αντιμετωπίσει. «Το χτύπημα στο εσωτερικό του Ιράν δημιουργεί μια αίσθηση ευαλωτότητας για το καθεστώς που θέλει απεγνωσμένα να αποφύγει», εκτίμησε.
Όμως τα άμεσα πλήγματα στο Ιράν κινδυνεύουν να πυροδοτήσουν έναν ολοκληρωτικό περιφερειακό πόλεμο. Πιο πιθανό θεωρείται να επιλέξει η Ουάσινγκτον να χτυπήσει τις συνεργαζόμενες με το Ιράν ομάδες ή να εντείνει την πίεση στην ήδη δοκιμαζόμενη ιρανική οικονομία με πρόσθετες κυρώσεις.