Στη Γερμανία τα συνδικάτα έχουν τεράστια ισχύ. Αλλά σπάνια βλέπει κανείς μεγάλες, παρατεταμένες απεργίες. Συνήθως εργαζόμενοι και εργοδότες καταλήγουν με διαπραγματεύσεις στη χρυσή τομή. Το σημερινό κύμα απεργιακών κινητοποιήσεων στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης είναι σχεδόν πρωτάκουστο.
Εξοργισμένοι αγρότες μπλοκάρουν δρόμους με τα τρακτέρ τους σε μία 8ημερη κινητοποίηση. Οι εργαζόμενοι των σιδηροδρόμων κήρυξαν τριήμερη απεργία, ενώ και οι γιατροί των νοσοκομείων ετοιμάζονται να κάνουν το ίδιο (έχοντας ήδη κλείσει τα χειρουργεία από τα Χριστούγεννα έως και την Πρωτοχρονιά).
Οι διαμαρτυρίες πυροδοτήθηκαν από την απόφαση της κυβέρνησης να τερματίσει τις επιδοτήσεις για το καύσιμο ντίζελ που χρησιμοποιείται στη γεωργία και να περικόψει την απαλλαγή από τον φόρο αυτοκινήτων για τα αγροτικά οχήματα. Αυτά τα μέτρα ώθησαν τους αγρότες στα άκρα. Κινητοποίησαν επίσης άλλους θυμωμένους εργαζόμενους, που ήδη πιέζονταν υπό την πίεση του πληθωρισμού, της ύφεσης και της αυτοεπιβαλλόμενης λιτότητας της κυβέρνησης. Στις 9 Ιανουαρίου οι οδηγοί εμπορευματικών και επιβατικών τρένων στο Deutsche Bahn, τον εθνικό σιδηρόδρομο, ξεκίνησαν απεργία λόγω των ωρών εργασίας και των αμοιβών.
Σε μια προσπάθεια εκτόνωσης της έντασης, η κυβέρνηση συμφώνησε στη σταδιακή κατάργηση της επιδότησης του πετρελαίου κίνησης σε διάστημα τριών ετών και στη διατήρηση της απαλλαγής από τον φόρο αυτοκινήτων. Οι αγρότες χαρακτήρισαν τις παραχωρήσεις ως ανεπαρκείς. Στις 4 Ιανουαρίου, μια επιθετική ομάδα από αυτούς εμπόδισε τον Ρόμπερτ Χάμπεκ, τον υπουργό Οικονομίας, να αποβιβαστεί από το πλοίο κατά την επιστροφή του από οικογενειακές διακοπές.
Εάν οι μηχανοδηγοί επίσης δεν τα βρουν με την κυβέρνηση, οι γερμανικές επιχειρήσεις θα πληρώσουν το κόστος. Η απεργία των σιδηροδρόμων θα μπορούσε να κοστίσει στις επιχειρήσεις 100 εκατομμύρια ευρώ (110 εκατομμύρια δολάρια) την ημέρα, εάν τις ανάγκαζε να διακόψουν την παραγωγή. Οι βιομηχανίες αυτοκινήτων, χημικών και χάλυβα, οι μεγαλύτερες της Γερμανίας, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις σιδηροδρομικές μεταφορές.
Όλα αυτά είναι ίσως μία πρόγευση για τις δοκιμασίες που θα περάσουν οι εργασιακές σχέσεις στη Γερμανία τα επόμενα χρόνια, σχολιάζει το Foreign Policy. Ταυτόχρονα όμως είναι και μία ισχυρή αντανάκλαση της σημερινής αδυναμίας της κυβέρνησης Σολτς να χειριστεί δύσκολες καταστάσεις στο εσωτερικό της χώρας πόσο μάλλον να ηγηθεί της Ευρώπης.
«Ο άχρωμος Σολτς που ίσως δεν γνωρίζετε»
Ο Economist είναι ιδιαίτερα καυστικός με τον Γερμανό καγκελάριο. Αφού θυμίζει το παράπονο του Χένρι Κίσινγκερ πως δεν ήξερε «ποιον να καλέσει στο τηλέφωνο όταν ήθελε να μιλήσει με την Ευρώπη», το βρετανικό περιοδικό σημειώνει πως στην πραγματικότητα για μεγάλες περιόδους, αφότου ο Κίσιγνκερ είχε αποχωρήσει από την κεντρική πολιτική σκηνή, υπήρχε απάντηση σε αυτό.
Για μεγάλο μέρος της δεκαετίας του 1980 και του 1990 ήταν ο Χέλμουτ Κολ και από το 2005 έως το 2021 (μία περίοδο με αλλεπάλληλες, άκρως επώδυνες κρίσεις) ήταν η Άνγκελα Μέρκελ. Γιατί; Γιατί είναι τόσο μεγάλη, πλούσια και με βαρύτητα η Γερμανία, που τίποτα δεν μπορούσε να συμβεί στην Ευρώπη, εάν δεν ήταν σύμφωνο το Βερολίνο. Έως τώρα τουλάχιστον, γιατί τα πράγματα αλλάζουν.
«Μία αναζήτηση στη Google αποκαλύπτει ότι ηγέτης της Γερμανίας είναι ένας άνδρας ονόματι Όλαφ Σολτς, τόσο άχρωμος, τόσο αδιάφορος ως φιγούρα, που θα σας το συγχωρούσαμε να μην τον γνωρίζετε» σχολιάζει δηκτικά ο Economist και παρουσιάζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο δρα ο Γερμανός καγκελάριος. Η οικονομία του ολισθαίνει σε ύφεση, η ευρωπαϊκή είναι σε στασιμότητα, η ακροδεξιά ανεβαίνει παντού και οι πύραυλοι του Βλαντίμιρ Πούτιν πέφτουν βροχή στην Ουκρανία. Αλλά ο Σολτς είναι …άφαντος. Και το κόμμα του οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν καταποντιστεί στην τρίτη θέση στις δημοσκοπήσεις, με ποσοστό μόλις 15%. Τον περισσότερο καιρό προσπαθεί απλώς να συμβιβάσει τις αντικρουόμενες θέσεις των τριών κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού.
Και ο Μακρόν που έχει τα δικά του προβλήματα
Για να είμαστε όμως δίκαιοι θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα περισσότερα μεγάλα εγχειρήματα προχωρούσαν με την ώθηση όχι αποκλειστικά της Γερμανίας, αλλά του γαλλογερμανικού άξονα. Οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του ευρώ έδιναν από κοινού τον τόνο. Ο γαλλογερμανικός άξονας κάποιες στιγμές έμοιαζε σκουριασμένος, κάποιες μπλοκαρισμένος, αλλά γενικά λειτουργούσε. Σήμερα φαίνεται να έχει τελείως σπάσει.
Η χημεία ανάμεσα στον Όλαφ Σολτς και τον Γάλλο πρόεδρο, Εμανουέλ Μακρόν, δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Και ο Μακρόν έχει και εκείνος τα δικά του σοβαρότατα εσωτερικά προβλήματα να αντιμετωπίσει. Η δημοτικότητά του κατρακυλά, η δυσφορία της κοινής γνώμης για το στυλ διακυβέρνησής του, αλλά και την ουσία των πολιτικών του έχει ενταθεί και το κόμμα της Μαρίν Λεπέν οδεύει ολοταχώς να βγει πρώτη δύναμη στις Ευρωεκλογές του Ιουνίου.
Έχει ήδη χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία από το 2022 και δυσκολεύεται να περάσει κρίσιμα νομοσχέδια. Συνολικά εμφανίζει μία κόπωση ο ίδιος, επηρεαζόμενος ίσως και από την κόπωση της γαλλικής κοινωνίας.
Μένει να φανεί αν ο διορισμός του 34χρονου Γκαμπριέλ Αττάλ, χαρισματικού αλλά εν πολλοίς άπειρου πολιτικού, μπορεί να αλλάξει τα πράγματα προς το καλύτερο για τον Γάλλο πρόεδρο στο εσωτερικό. Αυτό που δύσκολα θα αλλάξει προς το καλύτερο είναι η δυνατότητα επιρροής του στην Ευρώπη, η οποία φαίνεται να βαίνει σταθερά μειούμενη.