Το να πούμε ότι ο Λάι Τσινγκ – τε ήταν ο λιγότερο επιθυμητός υποψήφιος για την προεδρία στην Ταϊβάν είναι λίγο. Το Πεκίνο τον έχει χαρακτηρίσει ακόμη και «υποκινητή πολέμου». Αλλά οι πολίτες του νησιού, που απολαμβάνει καθεστώς ημι- αυτονομίας και που πρωταγωνιστεί στις γεωπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών, είχαν άλλη άποψη. Θέλησαν να εδραιώσουν την κυριαρχία του κυβερνώνοντος κόμματος, που η κυρίως Κίνα αποκηρρύσει ως αποσχιστική δύναμη.
Τα μεγάλο ερωτήματα λοιπόν που ανακύπτουν είναι τα ακόλουθα: Πώς θα απαντήσει το Πεκίνο; Υπάρχει κίνδυνος οι εντάσεις στο νησί να εξελιχθούν σε πόλεμο; Και θα είναι μία τοπική σύρραξη ή θα επέμβουν οι ΗΠΑ οδηγώντας σε παγκόσμια σύγκρουση;
Τα πρώτα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο Λάι Τσινγκ – τε εξασφαλίζει πάνω από το 40% των ψήφων, αφήνοντας 7 μονάδες πίσω τον Χου Γιου -ι. Για πρώτη φορά στα χρονικά το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα διασφαλίζει τρίτη διαδοχική θητεία στην προεδρία κάτι που σημαίνει ότι η Ταϊβάν θα παραμείνει οικονομικά και πολιτικά σε τροχιά απομάκρυνσης από το Πεκίνο.
Ο ίδιος ο Λάι σχολίασε πως «Σε μία εκλογική χρονιά για όλο τον πλανήτη, η Ταϊβάν πέτυχε την πρώτη νίκη για τη Δημοκρατία». Και η επισήμανσή του αυτή ήταν μία έμμεση βολή προς το κινεζικό καθεστώς.
Το καθεστώς της Ταϊβάν
Η Κίνα δεν έχει σχολιάσει ακόμη ευθέως το αποτέλεσμα των εκλογών. Προεκλογικά είχε απορρίψει τις κατηγορίες για προσπάθεια εμπλοκής στην εκλογική διαδικασία και προπαγάνδα παραπληροφόρησης. Ωστόσο ο Σι Τζινπίνγκ και η κινεζική κυβέρνηση έχει επανειλημμένα περιγράψει τον Λάι ως έναν πολιτικό, που θα επιδιώξει ανεξαρτησία – κάτι που φυσικά συνιστά κόκκινη γραμμή για το Πεκίνο.
Άλλωστε όχι μόνο για τους Κινέζους, αλλά και για την παγκόσμια κοινότητα η Ταϊβάν παραμένει κινεζικό έδαφος – αν και με καθεστώς ημιαυτονομίας και πολίτευμα τη συνταγματική δημοκρατία. Ως ανεξάρτητο κράτος με το όνομα «Δημοκρατία της Κίνας» αναγνωρίζεται μόνο από 14 κράτη σε όλο τον πλανήτη. Δεν αναγνωρίζεται από τις περισσότερες χώρες, ούτε από τον ΟΗΕ και τους άλλους διεθνείς οργανισμούς.
Τα πρώτα τύμπανα του πολέμου ή προσεχτικές κινήσεις από όλους;
Στην πρώτη του αντίδραση το υπουργείο Άμυνας της Κίνας, χωρίς να αναφέρεται άμεσα στις εκλογές, επισημαίνει ότι ο κινεζικός στρατός «θα λάει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συντρίψει την όποιας μορφής σχεδίων για ανεξαρτησία της Ταϊβάν». Αναλυτές σημείωναν ότι δεν αποκλείεται να δούμε νέες στρατιωτικές ασκήσεις γύρω από το νησί, ενώ περιμένουν τις επόμενες ημέρες – ανάλογα και με τις δηλώσεις του νέου προέδρου της Ταϊβάν – σκληρή γλώσσα από την Κίνα.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν από την άλλη – σε μία περίοδο κατά την οποία έχει ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με τον Σι Τζινπίνγκ – έχει προειδοποιήσει το Πεκίνο να μην σηκώσει τους τόνους και κυρίως να αποφύγει ενέργειες, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε θερμό επεισόδιο. Κάτι τέτοιο θα πάγωνε κάθε προσπάθεια αναθέρμανσης των σινο-αμερικανικών σχέσεων.
Ο Λευκός Οίκος όμως δεν απευθύνει μόνο προειδοποιήσεις. Ταυτόχρονα, όπως σημειώνουν διπλωματικές πηγές στη Wall Street Journal, επιδιώκει να καθησυχάσει την κινεζική ηγεσία ότι και οι ΗΠΑ θα είναι πολύ προσεχτικές στο πώς χειρίζονται οι ίδιες τη σχέση τους με το νησί. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς τους κραδασμούς που είχε πυροδοτήσει η ξαφνική πρωτοβουλία της Νάνσι Πελόζι να επισκεφτεί την Ταϊβάν – χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τον Λευκό Οίκο.
Σε πρώτη φάση όλες οι πλευρές δείχνουν να θέλουν να αποφύγουν τον πόλεμο. Και τούτο γιατί γνωρίζουν καλά τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε στην παγκόσμια οικονομία. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε πως η Ταϊβάν είναι η πατρίδα της TSMC – της εταιρείας που παράγει μικροτσίπ, που συναντάμε σε αυτοκίνητα, κινητά τηλέφωνα, πάσης φύσεως οικιακές συσκευές και γκάτζετ που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας. Ο κολοσσός των ημιαγωγών έχει χαρακτηριστεί και ως η εταιρεία «που κινεί την παγκόσμια οικονομία».
Τι άλλα μέσα έχει στη διάθεσή της η Κίνα
Από την πλευρά της η Κίνα θα προσπαθήσει να προωθήσει μία εκστρατεία πίεσης σε συναντήσεις και online διαβουλεύσεις με Αμερικανούς αξιωματούχους που συμμετέχουν στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής ή έχουν επιρροή στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, σύμφωνα με πληροφορίες της WSJ.
Αν και οι κινεζικές πηγές που μίλησαν στην αμερικανική εφημερίδα δεν διευκρίνισαν ποιες ενέργειες θα αναληφθούν και πόσο σύντομα, η πίεση αναμένεται να λάβει μια σειρά από μορφές, από ενισχυμένες στρατιωτικές ασκήσεις έως οικονομικά μέτρα. Η εισχώρηση πλίων του κινεζικού Πολεμικού Ναυτικού στο εδαφικό όριο των 12 ναυτικών μιλίων της Ταϊβάν ή οι υπερπτήσεις με drones σε όλο το νησί είναι μεταξύ των πιθανών τακτικών, ανέφεραν οι ίδιες πηγές.
Η οικονομική πίεση είναι επίσης πιθανότατα στα σχέδια του Πεκίνου. Το υπουργείο Εμπορίου της Κίνας είχε αναφέρει προεκλογικά ότι εξετάζει την επέκταση των σχεδίων για την αναστολή των δασμολογικών μειώσεων σε διάφορες εισαγωγές από την Ταϊβάν, συμπεριλαμβανομένων αγροτικών προϊόντων, θαλασσινών και ανταλλακτικών αυτοκινήτων.
Σε κάθε περίπτωση ο Λι Ζενγκουάνγκ, καθηγητής στο Ινστιτούτο Σπουδών Ταϊβάν του Πανεπιστημίου του Πεκίνου εκτιμά πως η προοπτική για τις σχέσεις μεταξύ της ηπειρωτικής χώρας και της Ταϊβάν είναι «εξαιρετικά ζοφερή» και «οι αντιπαραθέσεις και οι συγκρούσεις μπορεί να γίνουν ο κανόνας».
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Λάι κέρδισε παρά την απογοήτευση της κοινής γνώμης για ζητήματα όπως οι οικονομικές ανισότητες και οι πολύ υψηλές τιμές στέγασης. Πολλοί νέοι αντιμέτωποι με πιέσεις οικονομικές στήριξαν τον τρίτο υποψήφιο Κο Γουέν-τζε, που απέσπασε ένα 26%.
Το κυβερνών κόμμα ξεπέρασε επίσης τις προειδοποιήσεις ότι μια ψήφος υπέρ του Λάι θα ωθούσε το νησί πιο κοντά στον πόλεμο, με τους αναλυτές να σχολιάζουν πως η κοινή γνώμη στην Ταϊβάν έχει πια «κανονικοποιήσει» την ένταση στις σχέσεις με το Πεκίνο.