Βρετανικά αεροσκάφη που απογειώθηκαν στη διάρκεια της νύχτας από τη βάση της Βρετανίας στο Ακρωτήρι στην Κύπρο, βομβάρδισαν θέσεις των ανταρτών Χούθι στην Υεμένη, σε συνδυασμό με αμερικανικά μαχητικά από το αεροπλανοφόρο Dwight Eisenhower, αναφέρουν στην «Ναυτεμπορική» ευρωπαϊκές αμυντικές πηγές.
«Δύο ζεύγη αεροσκαφών τύπου Typhoon FGR4 της RAF, που απογειώθηκαν από τη βάση Ακρωτηρίου στην Κύπρο μετείχαν στην επιχείρηση, που πραγματοποιήθηκε υπο την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών εναντίον των Χούθι», τονίζουν οι ίδιες πηγές. «Τα αεροσκάφη, υποστηρίζονταν από αεροσκάφος εναέριου ανεφοδιασμού καυσίμων τύπου Voyager και έπληξαν τους στόχους των Χούθι με κατευθυνόμενους πυραύλους Paveway IV».
Οι στόχοι των βρετανικών αεροσκαφών ήταν εγκαταστάσεις των ανταρτών στην περιοχή Μπάνι στη ΒΔ Υεμένη από όπου οι Χούθι εξαπέλυαν επιθέσεις με drone εναντίον πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα. Βομβαρδίστηκε επίσης το στρατιωτικό αεροδρόμιο στην πόλη Αμπς, από όπου εκτοξεύονταν πύραυλοι Κρουζ προς την Ερυθρά Θάλασσα.
Δυνάμεις από την Αυστραλία, το Μπαχρέιν, τον Καναδά και την Ολλανδία συμμετείχαν επίσης για την παροχή πληροφοριών και υλικοτεχνικής υποστήριξης.
Διαβάστε ακόμη: Τι αλλάζει στο πεδίο του πολέμου στη Μέση Ανατολή μετά τα πλήγματα κατά των Χούθι
«Προσεκτικά συντονισμένη επίθεση»
Το βρετανικό Υπουργείο Αμυνας έκανε λόγο για «προσεκτικά συντονισμένη» επίθεση κατά καίριων εγκαταστάσεων των Χούθι ώστε να περιοριστεί η δυνατότητα των ανταρτών να παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο με επιθέσεις κατά πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα. Τονίστηκε επίσης ότι στον σχεδιασμό της επιχείρησης δόθηκε ιδιαίτερη μέριμνα στην ελαχιστοποίηση των κινδύνων για τους αμάχους.
Μετά την επίθεση από τα βρετανικά και αμερικανικά αεροπλάνα, οι 12 χώρες του συνασπισμού εξέδωσαν κοινή δήλωση στην οποία επιμένουν ότι η επιχείρηση «αναπτύχθηκε σύμφωνα με το δικαίωμα ατομικής και συλλογικής αυτοάμυνας και με βάση τον Χάρτη του ΟΗΕ».
«Αποτρεπτικό μήνυμα»
Η νυχτερινή αμερικανο-βρετανική επιχείρηση συνιστά πάντως την είσοδο σε μια νέα φάση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή και την επέκτασή της σε άλλα σημεία εκτός της Γάζας. Κάτι που οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να αποφύγουν τους τελευταίους τρεις μήνες, μέσω της έντονης διπλωματίας και της αύξησης της στρατιωτικής τους παρουσίας στην περιοχή.
Αμερικανικές στρατιωτικές πηγές ανέφεραν μάλιστα ότι με την επιχείρηση αυτή εστάλη «ένα αποτρεπτικό και όχι ένα συμβολικό μήνυμα».