Οι Ηνωμένες Πολιτείες σε συντονισμό με το Ηνωμένο Βασίλειο και έχοντας την υποστήριξη της Αυστραλίας, του Καναδά, της Ολλανδίας και του Μπαχρέιν πραγματοποίησαν στρατιωτικά πλήγματα την Πέμπτη εναντίον δεκάδων στόχων στην Υεμένη που ελέγχονται από τους αντάρτες Χούθι, που υποστηρίζεται από το Ιράν, σε μια κίνηση που απειλεί να διευρύνει τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή, κάτι που η αμερικανική κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν είχε προσπαθήσει να αποφύγει τους τελευταίους τρεις μήνες.
Οι επιδρομές ήρθαν ως απάντηση στις πάνω από 22 επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους που έχουν εξαπολύσει από τον Νοέμβριο οι Χούθι κατά εμπορικών πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα, και μετά από συνεχείς προειδοποιήσεις προς τους σιίτες αντάρτες την περασμένη εβδομάδα από την κυβέρνηση Μπάιντεν και αρκετούς συμμάχους της για σοβαρές συνέπειες αν δεν σταματούσαν οι επιθέσεις.
On Jan. 11 at 2:30 a.m. (Sanaa time), U.S. Central Command forces, in coordination with the United Kingdom, and support from Australia, Canada, the Netherlands, and Bahrain conducted joint strikes on Houthi targets to degrade their capability to continue their illegal and… pic.twitter.com/bR8biMolSx
— U.S. Central Command (@CENTCOM) January 12, 2024
Το βράδυ της Πέμπτης, ο Μπάιντεν χαρακτήρισε τα χτυπήματα «σαφές μήνυμα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι μας δεν θα ανεχθούν επιθέσεις στο προσωπικό μας ούτε θα επιτρέψουν σε εχθρικούς παράγοντες να θέτουν σε κίνδυνο την ελευθερία της ναυσιπλοΐας σε μία από τις πιο κρίσιμες εμπορικές διαδρομές του κόσμου». Προειδοποίησε επίσης πως «δεν θα διστάσει» να «διατάξει κι άλλα μέτρα» αν κρίνει πως είναι απαραίτητο.
Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Ρίσι Σούνακ χαρακτήρισε τα αμερικανικά και βρετανικά πλήγματα στην Υεμένη εναντίον των ανταρτών Χούθι «περιορισμένα, απαραίτητα και αναλογικά». «Παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις της διεθνούς κοινότητας, οι Χούθι συνέχισαν να διεξάγουν επιθέσεις στην Ερυθρά Θάλασσα, συμπεριλαμβανομένων εναντίον βρετανικών και αμερικανικών πολεμικών πλοίων μόλις αυτή την εβδομάδα. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί (…) Αναλάβαμε έτσι περιορισμένη, απαραίτητη και αναλογική δράση σε κατάσταση νόμιμης άμυνας», είπε χαρακτηριστικά.
Τρίβουν τα χέρια τους οι Χούθι
Η επίθεση της Πέμπτης οδηγεί τις Ηνωμένες Πολιτείες «πιο βαθιά» στη σύγκρουση που πυροδότησε η επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου, που άφησε πάνω από 1.200 νεκρούς, σύμφωνα με τους Ισραηλινούς αξιωματούχους. Η ισραηλινή απάντηση έχει αφήσει μέχρι στιγμής πάνω από 23.000 νεκρούς στη Λωρίδα της Γάζας, σύμφωνα με τις υγειονομικές αρχές στον παλαιστινιακό θύλακα.
Αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης έχουν προσπαθήσει να διαχωρίσουν τις επιθέσεις των Χούθι από τη σύγκρουση στη Λωρίδα της Γάζας, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς τους ότι ενεργούν για να στηρίξουν τους Παλαιστινίους. Τονίζουν μάλιστα αυτή τη διαφορά, σε μια προσπάθεια να προσπαθήσουν να περιορίσουν την προοπτική ενός ευρύτερου πολέμου, παρόλο που εντείνουν την δράση τους εναντίον των Χούθι.
Βέβαια ορισμένοι σύμμαχοι των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, μεταξύ των οποίων το Κατάρ και το Ομάν, έχουν εκφράσει ανησυχίες ότι οι επιδρομές κατά των Χούθι θα μπορούσαν να ξεφύγουν από τον έλεγχο και να καταλήξουν σε έναν ευρύτερο πόλεμο με άλλες ομάδες που υποστηρίζονται και χρηματοδοτούνται από το Ιράν, όπως η Χεζμπολάχ στον Λίβανο και οι ένοπλες ομάδες που δραστηριοποιούνται στη Συρία και το Ιράκ.
Για την κυβέρνηση Μπάιντεν, η απόφαση να αντεπιτεθεί επιτέλους στους Χούθι «ψηνόταν» τρεις μήνες. Παρά το μπαράζ επιθέσεων από τους σίιτες αντάρτες, η αμερικανική κυβέρνηση είχε διστάσει να απαντήσει στρατιωτικά για διάφορους λόγους. Πρώτα από όλα γιατί θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κλιμάκωση της σύγκρουσης και να φέρουν το Ιράν άμεσα στη σύγκρουση αλλά και γιατί δεν υπήρχε διάθεση από τις ΗΠΑ να ενισχύσουν το αφήγημα ότι οι Χούθι έχουν αναδειχθεί σε τόσο σημαντική δύναμη ώστε να δικαιολογεί στρατιωτικά αντίποινα. Ένας άλλος λόγο που δίσταζαν ήταν η επίδραση που θα μπορούσε να έχει στην εύθραυστη εκεχειρία που τηρείται στην Υεμένη.
Παρόλα αυτά, την Πέμπτη, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να αναλάβουν δράση μετά από τις δεκάδες επιθέσεις των Χούθι εναντίον των πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα που ανάγκασαν τις ναυτιλιακές εταιρείες να επαναδρομολογήσουν τα πλοία, με αποτέλεσμα καθυστερήσεις και επιπλέον κόστος στις θαλάσσιες μεταφορές.
Βέβαια δεν είναι σαφές εάν τα πλήγματά τους κατά των Χούθι θα καταφέρουν να «φρενάρουν» τις επιθέσεις τους. Οι σίιτες αντάρτες, των οποίων οι στρατιωτικές ικανότητες βελτιώθηκαν μετά από οκτώ χρόνια εμφύλιων συγκρούσεων ενάντια στις κυβερνητικές δυνάμεις της Υεμένης υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, υποδέχτηκαν με χαρά την προοπτική ενός πολέμου με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Με τις επιθέσεις τους οι Χούθι θεωρείται ότι επιδιώκουν να ενισχύσουν τη θέση τους μεταξύ των ομάδων που υποστηρίζονται από το Ιράν στην περιοχή. «Νομίζω ότι ονειρεύονται ότι οι Αμερικανοί ή οι Ισραηλινοί τους επιτίθενται, γιατί αυτό θα τους μετατρέψει σε μια πραγματική δύναμη ”αντίστασης”», όπως το έχει θέσει ο αναλυτής Mustapha Noman.
«Εμείς, ο λαός της Υεμένης, δεν είμαστε από αυτούς που φοβούνται την Αμερική», είχε πει σε τηλεοπτική του ομιλία την Τετάρτη ο ηγέτης των ανταρτών. «Νιώθουμε άνετα μπροστά στην προοπτική μιας άμεσης αντιπαράθεσης με τους Αμερικανούς».
Προς «πολύ επικίνδυνη κατεύθυνση» οι ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή
Οι Χούθι επομένως πήραν κατά κάποιο τρόπο αυτό που ήθελαν, μια επίθεση από τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ όμως γιατί επέλεξαν να προχωρήσουν με αυτή την επιλογή; Ή μήπως δεν είχαν εναλλακτική; Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν άλλες επιλογές, απαντάει ο διευθύνων σύμβουλος της Gulf State Analytics Τζόρτζιο Καφιέρο μιλώντας στο Al Jazeera.
«Μία από αυτές τις επιλογές ήταν να χρησιμοποιήσει το πλεονέκτημα που έχει η Ουάσιγκτον επί του Ισραήλ για να το αναγκάσει να συμφωνήσει σε εκεχειρία στη Γάζα», υποστήριξε. «Η κυβέρνηση Μπάιντεν, για πολιτικούς λόγους, επέλεξε να μην το κάνει και η ομάδα Μπάιντεν ασχολείται με τις επιχειρήσεις των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα ηγούμενος αυτού του συνασπισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ που πραγματοποιεί τώρα στρατιωτικά πλήγματα εναντίον στόχων των Χούθι».
«Αυτό μπορεί να παρασύρει τις ΗΠΑ σε μια παρατεταμένη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή», προειδοποίησε ο αναλυτής, τονίζοντας πως αυτό δεν είναι κάτι που θέλει η πλειοψηφία των πολιτών των ΗΠΑ. «Αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν έχουν πει επανειλημμένα ότι δεν θέλουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα», πρόσθεσε. «Όμως, νομίζω ότι οι αποφάσεις που παίρνει η ομάδα Μπάιντεν μας ωθούν προς αυτήν την πολύ επικίνδυνη κατεύθυνση αυτή τη στιγμή».