Οι Ρεπουμπλικάνοι θα επιβεβαιώσουν ποιος θα λάβει το χρίσμα για τις προεδρικές εκλογές του 2024, τον Ιούλιο. Το αποτέλεσμα φαίνεται σχεδόν βέβαιο: ο Ντόναλντ Τραμπ, πρώην πρόεδρος και ίνδαλμα λαϊκιστών ανά την υφήλιο, έχει σαφές προβάδισμα σε όλες τις δημοσκοπήσεις.
Οι ποινικές διώξεις όχι μόνο δεν πλήττουν τη δημοφιλία του, αλλά φαίνεται να ενισχύουν τη στήριξη προς το πρόσωπό του, αφού κατά μία έννοια εξυπηρετούν το αφήγημα ενός πολιτικού (που καίτοι πολυεκατομμυριούχος επιχειρηματίας και τηλεαστέρας) παρουσιάζεται ως αντισυμβατικός και «στοχοποιημένος από το σύστημα».
Τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων και τα δικαστήρια
Οι πιθανότητες να κερδίσει άλλος το χρίσμα μοιάζουν εξαιρετικά περιορισμένος. Στις δημοσκοπήσεις κατα μέσο όρο συγκεντρώνει ποσοστό 65%, την ώρα που ο Ρον ντε Σάντις μένει στο 11% και η Νίκι Χέιλι στο 10%. Μόνο η πρόσφατη απόφαση του δικαστηρίου του Κολοράντο για «μπλόκο» στην υποψηφιότητά του θα μπορούσε να σταθεί πραγματικά εμπόδιο στον Τραμπ (αν και ο ίδιος έχει προσφύγει στο Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο για την ακύρωσή της).
Ακόμη και έτσι όμως θα είχαμε μία ήττα δικαστική και όχι με πολιτικούς όρους. Το γεγονός ότι είναι με διαφορά ο πιο δημοφιλής υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων – χάρη στα όσα έχει κάνει και στα όσα υπόσχεται – είναι κάτι που δεν έχει κανείς την πολυτέλεια να αγνοεί.
Κι όμως οι Δημοκρατικοί μοιάζουν να μην το λαμβάνουν καν υπόψη. Αν ο Τραμπ εξασφαλίσει όντως το χρίσμα, θα βρει απέναντί του τον Τζο Μπάιντεν. Τον γηραιότερο και έναν από τους πλέον αντιδημοφιλείς προέδρους εδώ και πολλές δεκαετίες.
Μία αντίφαση τόσο μεγάλη όσο το Γκραντ Κάνυον
Η καθαρή αποδοχή του Τζο Μπάιντεν είναι μείον 16 μονάδες. Ένα σημαντικό ποσοστό των Δημοκρατικών θα προτιμούσε να μην είναι υποψήφιος ο Μπάιντεν. Όμως, αντί είτε να τον αμφισβητήσει κάποιος ευθέως από τους κόλπους του Δημοκρατικού Κόμματος, είτε να συστρατευτούν όλοι γύρω του με στόχο να ανατρέψουν τα αρνητικά δεδομένα για την εκστρατεία του, έχουν ανοίξει έναν κύκλο γκρίνιας και εσωστρέφειας.
«Η αμερικανική πολιτική έχει παραλύσει από μια αντίφαση τόσο μεγάλη όσο το Γκραντ Κάνυον. Οι Δημοκρατικοί διαμαρτύρονται για το πώς η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ θα ήταν μία καταδίκη της δημοκρατίας στις ΗΠΑ. Και όμως, κληθέντες να αποφασίσουν ποιον θα βάλουν απέναντι στον Τραμπ στις εκλογές του Νοεμβρίου, φαίνεται να υποτάσσονται πειθήνια στην υποψηφιότητα ενός 81χρονου με το χειρότερο ποσοστό αποδοχής από οποιονδήποτε σύγχρονο πρόεδρο σε αυτή τη φάση της θητείας του» σχολιάζει καυστικά ο Ecnomist.
Γιατί ο Μπάιντεν επιμένει
Πώς φτάσαμε εδώ; Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τι καθιστά τον Τζο Μπάιντεν τόσο αντιδημοφιλή. Κλήθηκε να αντιμετωπίσει την έκρηξη του πληθωρισμού και την κρίση κόστους ζωής και παρά το γεγονός ότι η αμερικανική οικονομία απέφυγε την ύφεση και την αύξηση της ανεργίας, στη μάχη κατά της ακρίβειας η κυβέρνηση Μπάιντεν κρίθηκε λίγη.
Ένας παράγοντας που επίσης βαραίνει πολύ στα αρνητικά για τον νυν πρόεδρο είναι η ηλικία του και τα περιστατικά, που μαρτυρούν ότι η υγεία του είναι μάλλον επιβαρυμένη. Οι περισσότεροι Αμερικανοί θεωρούν πως κάποιος που είναι ήδη 81 ετών – όσο καλός χαρακτήρας και αν είναι, όση πολιτική εμπειρία και εάν έχει, ίσως δεν έχει τη δυνάμεις να αναλάβει για μια τετραετία στην πιο δύσκολη δουλειά του κόσμου. Και μάλιστα σε μία περίοδο κατά την οποία ο κόσμος βιώνει αναζωπύρωση των πολέμων, της τρομοκρατίας και μία παρατεταμένη αστάθεια.
Κατόπιν τούτων «το 2023 ο Μπάιντεν μπορούσε -και έπρεπε- να αποφασίσει να είναι πρόεδρος μιας θητείας. Θα κέρδιζε τον σεβασμό ως πρότυπο προσφοράς στα κοινά και ως επίπληξη στο απεριόριστο εγώ του κ. Τραμπ. Τα μεγάλα στελέχη των Δημοκρατικών το γνωρίζουν αυτό» σημειώνει ο Economist.
Γιατι λοιπόν επιμένει να διεκδικεί μία δεύτερη θητεία; Ίσως από μία κακώς νοούμενη αίσθηση του καθήκοντος. Ίσως να έχει παρασύρθηκε να πιστεύει ότι η χώρα του τον έχει απόλυτη ανάγκη προκειμένου να κερδίσει για δεύτερη φορά τον Τραμπ. Το πρόβλημα είναι πως αυτή τη φορά οι πιθανότητές του να το πετύχει μοιάζουν περιορισμένες.