Το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας αποποινικοποίησε τον υποβοηθούμενο θάνατο το 2015 κρίνοντας ότι ο εξαναγκασμός των Καναδών με αφόρητα δεινά λόγω προβλημάτων υγείας παραβιάζει τα θεμελιώδη δικαιώματα στην ελευθερία και την ασφάλεια.
Πέρυσι, περίπου 13.200 Καναδοί υποβλήθηκαν σε ευθανασία, αύξηση 31% σε σχέση με το 2021, Ο Καναδάς έχει ήδη έναν από τους πιο φιλελεύθερους νόμους παγκοσμίως για την υποβοηθούμενο θάνατο, σε ασθενείς τελικού σταδίου ή με ανίατες ασθένειες.
Ωστόσο, μεγάλη ανησυχία έχει προκαλέσει το γεγονός ότι τον Μάρτιο θα τεθεί σε ισχύ νόμος που θα προβλέπει ότι η υποβοήθηση του θανάτου θα είναι επίσης προσβάσιμη σε άτομα των οποίων η μόνη ιατρική πάθηση είναι η ψυχική ασθένεια, καθιστώντας τον Καναδά μία από τις ελάχιστες χώρες που επιτρέπουν τη διαδικασία σε αυτή την κατηγορία ασθενών.
Μέλη του Συντηρητικού Κόμματος έχουν κατηγορήσει την κυβέρνηση του Τζάστιν Τριντό ότι προωθεί “κουλτούρα θανάτου”. Υπήρξαν επίσης αντιδράσεις από πολιτικούς της αριστεράς που ασκούν πιέσεις η κυβέρνηση να επικεντρώσει την πολιτική της στην επέκταση της ψυχικής περίθαλψης.
«Είμαι ανθεκτικός σε όλες τις θεραπείες»
Ο Τζέισον Φρεντς συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που αναδεικνύουν τους λόγους για τους οποίους ένας γιατρός θα πρέπει να τον βοηθήσει να πεθάνει. Ο θάνατος δεν τον τρομάζει.
«Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι να επιβιώσω», είπε στους New York Times, εξηγώντας ότι δεν θέλει να πεθάνει «τρομοκρατημένος και μόνος και να με βρει κάποιος κάπου. Θέλω να το κάνω με έναν γιατρό. Θέλω να πεθάνω μέσα σε λίγα λεπτά, ειρηνικά».
Έχοντας στο σακίδιό του αντίγραφα ενός εγγράφου που περιγράφει το προβληματικό ιστορικό της ψυχικής του υγείας, παρευρέθηκε σε μια εκδήλωση στο Τορόντο για να ασκήσει πιέσεις υπέρ της υποβοήθησης του θανάτου σε ανθρώπους όπως αυτός.
Έχει σοβαρή κατάθλιψη και έχει προσπαθήσει δύο φορές να βάλει τέλος στη ζωή του, όπως είπε.
“Ο στόχος μου από την αρχή ήταν να γίνω καλά”, δήλωσε ο κ. Φρεντς, από το Τορόντο. “Δυστυχώς, είμαι ανθεκτικός σε όλες τις θεραπείες και η ουσία είναι ότι δεν μπορώ να συνεχίσω να υποφέρω. Δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω τη ζωή μου έτσι”.
Η προτεινόμενη αλλαγή ώστε να συμπεριληφθούν και οι ψυχικά ασθενείς στις διαδικασίες ευθανασίας, έχει διχάσει ιδιαίτερα τους ψυχιάτρους
Ο Δρ. Τζον Μάχερ, ψυχίατρος στο Μπάρι του Οντάριο, ο οποίος ειδικεύεται στη θεραπεία πολύπλοκων περιπτώσεων που συχνά χρειάζονται χρόνια για να βελτιωθούν, δήλωσε ότι ανησυχεί ότι οι απελπισμένοι ασθενείς θα επιλέξουν την υποβοήθηση του θανάτου.
“Προσπαθώ να κρατήσω τους ασθενείς μου ζωντανούς”, τόνισε. “Διαφορετικά τι νόημα θα είχε ο ρόλος του γιατρού, ως θεραπευτή, ως κομιστή της ελπίδας, αν προσέφερε το θάνατο;”
Στον αντίποδα, οι υποστηρικτές υποστηρίζουν ότι η άρνηση στην επιλογή των ψυχικά ασθενών να βάλουν τέλος στον πόνο τους ισοδυναμεί με διάκριση.
«Υποφέρουν εξίσου με τους καρκινοπαθείς»
“Έχω πολύ βαθιά ενσυναίσθηση για τους ασθενείς που υποφέρουν βαθιά”, δήλωσε η Δρ Αλεξάνδρα ΜακΦέρσον, καθηγήτρια ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Αλμπέρτα και πάροχος υπηρεσιών υποβοηθούμενου θανάτου. Είπε ότι φροντίζει έναν μικρό αριθμό ασθενών “με σοβαρές διαταραχές ψυχικής υγείας που υποφέρουν εξίσου με τους ασθενείς που βλέπω στη φροντίδα του καρκίνου”.
Η Λίζα Μαρ πρώην νοσοκόμος που διαγνώστηκε με διαταραχή μετατραυματικού στρες και ζει στη Νέα Σκωτία, ανέφερε ότι περιμένει με αγωνία τον νέο νόμο. Πάσχει από διπολική διαταραχή, κατάθλιψη και έχει κάνει, όπως υπολογίζει, 15 απόπειρες δολοφονίας, αλλά “πάντα κατάφερνε να βγάζει τον εαυτό της από τη δύσκολη θέση”.
«Ο μόνος λόγος που δεν το έχω κάνει ξανά, νομίζω, είναι ότι περιμένω αυτή την απόφαση τον Μάρτιο», πρόσθεσε.
Πάντως εν μέσω ανησυχιών σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής του, το Κοινοβούλιο καθυστέρησε την εφαρμογή του τα τελευταία τρία χρόνια και θα μπορούσε να το καθυστερήσει και πάλι.
naftemporiki.gr